Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΙ ΓΑΜΟΙ


Δημοσίευμα στην "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" 2/8/2009

Οι συντροφικές και συζυγικές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είναι πλέον πολύ πιο συχνές
της Ιωάννας Φωτιάδη


Ο όρος «ελληνοτουρκικές σχέσεις» παραπέμπει στις χρόνιες εντάσεις των δύο χωρών, ωστόσο, σε διαπροσωπικό επίπεδο οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων (και με τη βοήθεια του Διαδικτύου...) διανύουν περίοδο ανθηρή, σε κλίμακα που περιλαμβάνει φιλία, έρωτα, αλλά και το μυστήριο του γάμου.

Είναι πολλά τα κοινά στη νοοτροπία και το ταμπεραμέντο –ακόμα και στο λεξιλόγιο– που τα μεικτά ζευγάρια ανακαλύπτουν, σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από το ΕΚΚΕ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών). «Το συγκεκριμένο εθνογραφικό δείγμα παρουσιάζει για μένα ως επιστήμονα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς πρόκειται για ενώσεις ατόμων που ανήκουν σε χώρες με αμφιλεγόμενες ιστορικές σχέσεις», υπογραμμίζει στην «Κ» η επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας, κ. Μαρίνα Πετρονώτη, κοινωνική ανθρωπολόγος στο Ινστιτούτο Αστικής και Αγροτικής Ανάπτυξης του ΕΚΚΕ. «Οι συντροφικές και συζυγικές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είναι πολύ πιο συχνές απ’ ό,τι εικάζεται. Συχνά δεν είναι αναγνωρίσιμα ζεύγη, γιατί οι Τούρκοι σύζυγοι «κινούνται» με ελληνικά ονόματα. Ούτε, όμως, η εμφάνιση τούς προδίδει, καθώς έχουν τα ίδια χρώματα με εμάς», υποστηρίζει η κ. Πετρονώτη, λέγοντας ότι «στη μελέτη μου ασχολήθηκα με 25 ζευγάρια που παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα μετά το 1980». Τα άτομα στα οποία στηρίχθηκε η μελέτη γνωρίστηκαν είτε στο εξωτερικό ως φοιτητές είτε σε κάποιο ταξίδι είτε μέσω Διαδικτύου. Μεγάλο ποσοστό των ερωτηθέντων ήλθαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80 ως πολιτικοί πρόσφυγες, οπότε τους χορηγήθηκε άσυλο. Ο γάμος με Ελληνίδα, επομένως, ήλθε ως επακόλουθο της νέας τους ζωής στη χώρα μας.

Αλλαγή θρησκεύματος
Φυσικά όλες οι σχέσεις δεν ξεκίνησαν με στόχο τον γάμο, «οι Ελληνίδες κρίνουν τους Τούρκους ως πιο συναισθηματικούς συντρόφους, ενώ παράλληλα θεωρούνται πολύ ευγενικοί στους τρόπους τους. Επιπλέον, στις απαντήσεις τους οι Ελληνες αναπαράγουν το στερεότυπο ότι Τούρκοι και Τουρκάλες ως ανατολίτες είναι πιο ερωτικοί. Αντίστοιχα, οι Τούρκοι εκτιμούν τον ανεξάρτητο χαρακτήρα των Ελληνίδων, που είναι σαφώς πιο χειραφετημένες από τις Τουρκάλες, με αποτέλεσμα να προχωρούν σε σχέσεις χωρίς απαραίτητα να προσανατολίζονται στον γάμο». Ωστόσο, πολλοί καταλήγουν στα σκαλιά της εκκλησίας. Πολλές φορές ο «όρος» για να δώσουν την ευχή τους οι Ελληνες γονείς είναι να βαφτιστεί ο Τούρκος σύντροφος χριστιανός. «Φαίνεται ότι το “μουσουλμάνος” ενοχλεί περισσότερο από την εθνικότητα. Ζητούν, λοιπόν, από το έτερον ήμισυ να αλλάξει θρησκεία όχι τόσο επειδή οι ίδιοι είναι βαθιά θρησκευόμενοι, αλλά επειδή φοβούνται ότι θα χάσουν την ελληνικότητά τους». Στην ουσία, ζητούν μια υποχώρηση πιο πολύ για τα «μάτια του κόσμου». «Η τουρκική πλευρά δηλώνει ενοχλημένη από την... πίεση της ελληνικής οικογένειας. Συναινεί, ωστόσο, στον εκχριστιανισμό της, τον οποίο θεωρεί το “διαβατήριο” για την ένταξη στην ελληνική κοινωνία».

«Τα ζευγάρια δηλώνουν άτομα προοδευτικά», λέει στην «Κ» η ερευνήτρια, «προβάλλουν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα και είναι περήφανοι για την απόφαση που πήραν αψηφώντας τα σχόλια τρίτων». Ωστόσο, για να κρατηθεί μια σχέση οφείλουμε να χτίζουμε γέφυρες. «Αναζητούν ομοιότητες, τις προβάλλουν ή σε κάποιες περιπτώσεις τις κατασκευάζουν. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν προγόνους που έζησαν στη γείτονα χώρα πριν από τις ανταλλαγές πληθυσμών, συνεπώς η Ελλάδα ή η Τουρκία αποτελούν μια μακρινή οικογενειακή μνήμη. Παράλληλα, προβάλλουν τα κοινά στοιχεία: την αγάπη για το καλό φαγητό, τη μουσική και το γλέντι». Στα σπίτια τους, αν και κυριαρχεί η ελληνική γλώσσα, έχει επικρατήσει η τουρκική κουζίνα και μουσική. Η επαφή με την Τουρκία διατηρείται με οικογενειακές διακοπές στη γείτονα χώρα με εξαίρεση μόνον τους πρόσφυγες που δεν δικαιούνταν να εισέλθουν στην πατρίδα τους.

Στοργικοί μπαμπάδες
Πώς εξελίσσεται η «ελληνοτουρκική» αγάπη όταν γεννιέται ένα παιδί; «Οι Τούρκοι μπαμπάδες αποδεικνύονται ιδιαίτερα στοργικοί και αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο στα παιδιά τους απ’ ό,τι συνήθως οι Ελληνες. Επιπλέον, μαγειρεύουν για όλη την οικογένεια. Φυσικά, είναι πιο παραδοσιακοί σε επίπεδο ηθών, ενοχλούνται από τις βραδινές εξόδους των εφήβων, γι’ αυτό και οργανώνουν οικογενειακές δραστηριότητες στις διακοπές». Το μέγα πλεονέκτημα των παιδιών προερχόμενων από μεικτούς γάμους είναι η γνώση δύο γλωσσών ως μητρικών, ωστόσο, τα παιδιά της έρευνας κάποιες φορές απλώς ξέρουν να πουν «καλημέρα» στα τουρκικά. «Οι γονείς ισχυρίζονται ότι τα τουρκικά δεν θα τους χρειαστούν ποτέ». Ταυτόχρονα, όλα είναι βαπτισμένα χριστιανοί ορθόδοξοι και παρόλο που έχουν δύο ονόματα, είναι γνωστά μόνο με το ελληνικό.

Φθάνοντας στα εθνικά θέματα, η αμφιθυμία και η αμηχανία κορυφώνονται. «Πρόκειται για θέματα ταμπού που δεν θίγουν. Αντιμετωπίζουν την ιστορία σαν κάτι που πέρασε και δεν τους αφορά και απαντούν γενικόλογα “συμβαίνουν αυτά μεταξύ των χωρών”». Φυσικά, οι περισσότεροι, ερχόμενοι στην Ελλάδα, αγνοούν την ελληνική εκδοχή της ιστορίας. «Μια Τουρκάλα σύζυγος αποφάσισε να διαβάσει τα βιβλία Ιστορίας μας. Αν και σοκαρίστηκε, δήλωσε ότι νιώθει καλύτερα τώρα που γνωρίζει και τις δύο “ιστορίες”». Ο συγχρωτισμός με την ελληνική κοινωνία συχνά δημιουργεί ανάκατα συναισθήματα. «Εκλαιγα βλέποντας τον γιο μου σημαιοφόρο, όχι επειδή δεν ήμουν περήφανος που κρατούσε την ελληνική σημαία, αλλά επειδή ήξερα ότι εκείνος δεν ήταν περήφανος για τον πατέρα του», εξομολογήθηκε ένας Τούρκος πατέρας στην κ. Πετρονώτη...

Χάρης και Μπεγκούν
Από την Kωνσταντινούπολη στην Αθήνα
Τα σύνορα «διαγράφτηκαν» στην οθόνη του υπολογιστή για τον 30χρονο Χάρη και την 26χρονη Μπεγκούν, που επί πέντε μήνες συνομιλούσαν σε chat μέχρι να αποφασίσουν να συναντηθούν. Μετά, ξεκίνησαν οι... μετακινήσεις. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά τη γνωριμία τους ζουν παντρεμένοι στην Αθήνα. «Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν η γλώσσα», λέει στην «Κ» η Μπεγκούν σε άπταιστα ελληνικά. Το ζευγάρι τον πρώτο χρόνο του γάμου έζησε στην Κωνσταντινούπολη, στη συνέχεια μετακόμισαν στην Αθήνα. «Ο πατέρας μου είχε πολλούς φίλους Ελληνες Κωνσταντινουπολίτες», τονίζει η Μπεγκούν, «ήταν εξοικειωμένος με την ελληνική κουλτούρα». Οι δύο νέοι παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο, ενώ «ζήτημα αλλαγής θρησκεύματος δεν ετέθη ποτέ για κανέναν από τους δυο μας», λέει η 26χρονη υπογραμμίζοντας ότι «όταν θα κάνουμε οικογένεια, θα αφήσουμε τα παιδιά μεγαλώνοντας να επιλέξουν θρήσκευμα. Θέλω, όμως, να τους δώσω και τουρκικό όνομα». Τα κοινά που τους ενώνουν είναι, όπως δηλώνουν, πολλά, οι διαφορές στη νοοτροπία των δύο λαών εντοπίζονται στις λεπτομέρειες. «Εδώ στην Ελλάδα μιλάτε για όλα τα θέματα πολύ», εκτιμά η Μπεγκούν, «ωστόσο, κάποιες φορές το παρακάνετε και γίνεστε αδιάκριτοι! Ερχομαι σε πολύ δύσκολη θέση όταν με ρωτούν τι μισθό έχω. Στην Τουρκία τα θέματα αυτά συζητούνται μόνο στους κόλπους της οικογένειας».

Θάνος και Σεμπνέμ
Ξεκινήσαμε μια νέα ζωή στην Ελλάδα
«Σε αγαπώ, αλλά δεν μπορώ να σε ακολουθήσω στην Ελλάδα». Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση της Σεμπνέμ στην πρόταση γάμου που της έκανε ο Θάνος το 2005. Ο Θάνος και η Σεμπνέμ γνωρίστηκαν μέσω κοινών γνωστών και επικοινωνούσαν διαδικτυακά για αρκετό καιρό. Ο 42χρονος μαθηματικός είναι ευγνώμων που η γυναίκα του αποφάσισε τελικά να μετακομίσει στην Ελλάδα. «Συναισθάνομαι πόσο δύσκολο είναι, εγώ δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω μια νέα ζωή στην Τουρκία», εξομολογείται. Τους πρώτους μήνες οι δυσκολίες ήταν πολλές. «Δεν μιλούσε ελληνικά και δεν είχε δουλειά», εξηγεί ο Θάνος, «έπληττε και νοσταλγούσε τους δικούς της». Ωστόσο, η νεαρή γυναίκα προσαρμόστηκε γρήγορα: έμαθε ελληνικά, βρήκε δουλειά, εντόπισε κι άλλους συμπατριώτες της στην Αθήνα, ενώ παράλληλα και η μεγαλύτερη αδελφή της παντρεύτηκε Ελληνα. «Αυτό, όμως, που με κρατάει εδώ είναι ο Θάνος», λέει αφοπλιστικά η 34χρονη Τουρκάλα. Το ζευγάρι ζει εδώ και τέσσερα χρόνια στη Νέα Ιωνία. «Η γειτονιά μας είναι προσφυγική, κάθε δρόμος και μια ιστορία», σχολιάζει ο Θάνος. «Από τότε που γνώρισα τη Σεμπνέμ, που κατάγεται από την Προύσα, άρχισα να διερευνώ τις ονομασίες των μικρασιατικών πόλεων, να τις αναζητώ στον χάρτη και να διαβάζω την ιστορία τους». Ο Θάνος απέκτησε μια πιο διεισδυτική ματιά στα εθνικά θέματα. «Δεν θεωρώ πλέον τους Τούρκους προαιώνιους εχθρούς μου», λέει στην «Κ».

Καίτη και Γκιουβέν
Με τον τρίχρονο γιο τους στη Μυτιλήνη
Για την Καίτη και τον Γκιουβέν ο έρωτας προέκυψε από την «πρώτη ματιά». «Μας σύστησε ένας φίλος στο Αϊβαλί και από τότε γίναμε αχώριστοι», λέει στην «Κ» η Καίτη, μάλιστα «μέσα σε τρεις μέρες αποφασίσαμε να αρραβωνιαστούμε». Σήμερα το ζευγάρι ζει με τον τρίχρονο γιο τους στη Μυτιλήνη. «Εχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα στην επικοινωνία των δύο λαών», εκτιμά η Καίτη, «τα καραβάκια Μυτιλήνη - Αϊβαλί πηγαινοέρχονται συνεχώς γεμάτα κόσμο. Εχουν ξεκινήσει εμπορικά αλισβερίσια, αλλά έχουν δημιουργηθεί και πολλές φιλίες». Ο Γκιουβέν έζησε πολλά χρόνια στην Ευρώπη και στην Αμερική, το «κισμέτ» του όμως τον οδήγησε στη Λέσβο, γενέθλιο τόπο των γονιών του. «Η οικογένειά μου ζούσε εκεί προ των ανταλλαγών», εξηγεί, «δεν είναι φοβερή σύμπτωση;». Στην οκτάχρονη παραμονή του στις ΗΠΑ ο Γκιουβέν ανέπτυξε στενούς δεσμούς με Ελληνες μετανάστες και διαπίστωσε πολλές ομοιότητες στην καθημερινή ζωή. Στο σπιτικό τους ομιλούνται ελληνικά, τουρκικά και αγγλικά. «Το παιδί έχει όλες τις προοπτικές για να γίνει διερμηνέας», λέει γελώντας η μητέρα του, που είναι νηπιαγωγός. 
*Τα εν λόγω ζευγάρια δεν συμμετείχαν στην έρευνα του ΕΚΚΕ.








Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΓΑΜΟΥ ΣΤΟ ΚΟΥΣΑΝΤΑΣΙ της ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι του Κωστή Χατζηφωτεινού ο οποίος παρευρέθηκε στο γάμο του Μπουλέντ και της Οζγκέ στο Κουσάντασι της Τουρκίας .

Μπουλέντ και Οζγκέ


Θα απογοητεύσω αυτούς που περίμεναν να δουν κάτι από την Κρήτη σ' αυτή την παρουσίαση του γάμου που πήγα στο Κουσάντασι, ελπίζω να τους αποζημιώσω όμως με το ελληνικό χρώμα κάποιων από τις φωτογραφίες που θα σας δείξω αργότερα. Παλιά οι γάμοι των Τουρκοκρητικών γινόντουσαν κι εκεί με λύρες, μαντινάδες και τριήμερο γλέντι, αλλά όχι πια. Ο τωρινός γαμπρός είναι διευθυντής σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο, όπου και έγινε το γλέντι του γάμου με φαγοπότι, ζωντανή μουσική, χορούς και πυροτεχνήματα. Ότι γίνεται κι εδώ δηλαδή. Με δυο διαφορές. Τον τρόπο που δέχθηκε τα δώρα το ζευγάρι και το χορό της κοιλιάς από τρεις ημίγυμνες χορεύτριες. Ευχηθείτε στο ζευγάρι για την ώρα και θα τα δείτε όλα στη συνέχεια.


Η είσοδος του ζευγαριού






Ευχαί γονέων. Με το απαραίτητο χρύσωμα φυσικά... Προσέξτε την άσπρη κορδέλα που φόρεσε 
στο λαιμό του ο γαμπρός. Θα γεμίσει χαρτονομίσματα μετά από λίγο.





Η Βίκη Κρητικού (δημοσιογράφος της ΝΕΤ) από την Καβάλα.







Η σειρά μου.







Φωτογραφία: Με τον Θανάση Τσίμπη.


                                           (Θα υπάρξει και συνέχεια)
Με τον Θανάση Τσίμπη.




Φωτογραφία: Με πυροτεχνήματα
Με πυροτεχνήματα



Χρειάζεται λεζάντα;





Ο πρώτος χορός. Τα τραπέζια που καθόντουσαν οι Έλληνες καλεσμένοι ήταν σημαιοστολισμένα...







Με Σαμιώτες φίλους.




Φωτογραφία: Μπουλέντ και Οζγκέ

Θα απογοητεύσω αυτούς που περίμεναν να δουν κάτι από την Κρήτη σ' αυτή την παρουσίαση του γάμου που πήγα στο Κουσάντασι, ελπίζω να τους αποζημιώσω όμως με το ελληνικό χρώμα κάποιων από τις φωτογραφίες που θα σας δείξω αργότερα. Παλιά οι γάμοι των Τουρκοκρητικών γινόντουσαν κι εκεί με λύρες, μαντινάδες και τριήμερο γλέντι, αλλά όχι πια. Ο τωρινός γαμπρός είναι διευθυντής σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο, όπου και έγινε το γλέντι  
του γάμου με φαγοπότι, ζωντανή μουσική, χορούς και πυροτεχνήματα. Ότι γίνεται κι εδώ δηλαδή. Με δυο διαφορές. Τον τρόπο που δέχθηκε τα δώρα το ζευγάρι και το χορό της κοιλιάς από τρεις ημίγυμνες χορεύτριες. Ευχηθείτε στο ζευγάρι για την ώρα και θα τα δείτε όλα στη συνέχεια.
Το ζευγάρι





Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

" Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΝΗΣΙΟΥ" , Γιασάρ Κεμάλ


Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ 






Ο Γιασάρ Κεμάλ είναι Τούρκος συγγραφέας κουρδικής καταγωγής. Γεννήθηκε το 1923 από Κούρδους γονείς σε ένα χωριό της Κιλικίας. Εκεί έζησε τα πρώτα χρόνια μέσα σε διττή πολιτισμική παράδοση: κουρδική στο σπίτι, τουρκική στο χωριό. Μαθητής ακόμα σκάρωνε διηγήσεις και τραγούδια για τα παιδιά του χωριού και παραλίγο να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής, απ' αυτούς που γυρνούσαν τα χωριά της Ανατολής απαγγέλλοντας ποιήματα και ιστορίες. Όμως τελικά τον κέρδισε η λογοτεχνία, όπου διαμόρφωσε μια νέα γραφή στον πεζό λόγο. Συγγραφέας στρατευμένος, ανδρώθηκε μέσα από τους αγώνες για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και πάντοτε τάχθηκε στο πλευρό των αδυνάτων.
Ουσιαστικά αυτοδίδακτος, σε ηλικία 26 ετών εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε τη δημοσιογραφική και συγγραφική καριέρα του, κερδίζοντας σύντομα τη διεθνή αναγνώριση, ενώ προτάθηκε και για το βραβείο Νόμπελ. Φορέας διπλής πολιτιστικής παράδοσης, έχει χαρακτηριστεί "ο πιο Τούρκος από τους Κούρδους συγγραφείς" και "ο πιο Κούρδος από τους Τούρκους συγγραφείς".
Απέκτησε διεθνή αναγνώριση, ενώ τα βιβλία του, που έχουν έχουν μεταφραστεί σε είκοσι έξι γλώσσες, έχουν αποκτήσει το δικό τους κοινό, πολύ πέρα από τα σύνορα της πατρίδας του.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα "Η θυμωμένη θάλασσα", "Οι αγάδες του Ακτσασάζ", "Ο θρύλος των χιλίων ταύρων" και "Ο μεσόστυλος".

ΤΟ ΝΗΣΙ





Η Κούταλη (σημερινή ονομασία Εκινλίκ/ Ekinlik Adası) είναι νησί της Προποντίδας, στο σύμπλεγμα των νησιών της θάλασσας του Μαρμαρά . Στην Κούταλη κατοικούσαν  πολλοί Έλληνες.
Το 1915 η ανθούσα κοινότητα του νησιού δέχτηκε το πρώτο πλήγμα, όταν οι κάτοικοι εξαναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν μέσα σε έξι ώρες, διότι το νησί προοριζόταν για στρατώνας. Εγκαταστάθηκαν στο Μιχαλίτσι της Προύσας. Το 1919 που επέστρεψαν το βρήκαν λεηλατημένο, ενώ διακόσια σπίτια είχαν κατεδαφιστεί.
Οι κάτοικοι του μικρού νησιού ξανάχτισαν το σχολείο και τα σπίτια τους αλλά το 1923 κρίθηκαν ανταλλάξιμοι και αναγκάστηκαν να εκπατριστούν.  Με την ανταλλαγή πληθυσμών οι Κουταλιανοί εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο, όπου δημιούργησαν τη Νέα Κούταλη. 
Τον ξεριζωμό και την ερήμωση της Κούταλης αποτύπωσε ο σπουδαίος Τούρκος (Κούρδος) συγγραφέας Γιασάρ Κεμάλ στο μυθιστόρημα «Η ιστορία ενός νησιού».

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ






«H ιστορία ενός νησιού. O ξεριζωμός» –τελευταίο μυθιστόρημα του Γιασάρ Kεμάλ,– προκάλεσε αίσθηση στην Tουρκία γνωρίζοντας αλλεπάλληλες εκδόσεις. Στον κεντρικό πυρήνα του μυθιστορήματος βρίσκεται ο ξεριζωμός των χιλιάδων Ελλήνων που υποχρεώνονται να φύγουν από τον τόπο τους  εξαιτίας της ανταλλαγής των πληθυσμών που θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
      Mεγάλα ερωτήματα θέτει ο συγγραφέας, με την πένα του να μιλάει ενάντια στον πόλεμο και τα δεινά του, να βάζει το παράπονό του, το βουβό λυγμό του, γι’ αυτή την καταστροφή, στα χείλια ενός Tούρκου, του Tραμουντάνα Mουσά, κι ενός Έλληνα, του Bασίλη, που συναντιούνται στη «διατεταγμένη» ερημιά, με τα φαντάσματα του πολέμου, των γενοκτονιών, να κατατρύχουνε τον πρώτο, και την αδικία του αναίτιου ξεριζωμού να φουσκώνει το στήθος του άλλου, και υψώνουν την κραυγή της διαμαρτυρίας, την κοινή για κάθε ξεριζωμένο, για κάθε πρόσφυγα: «Aυτός που ’φτιαξε τον πόλεμο, παράδεισο να μη δει».


Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

" Όψεις της Χάλκης και των ανθρώπων της",ΝEJAT GÜLEN



Από το "εις την πόλιν: bir yunan blogger ιstanbul hakkında yaziyor!"


…Περιγράφοντας τα θρησκευτικά έθιμα των Ρωμιών της Χάλκης, ο Nejat Gülen χρησιμοποιεί απλό και κατανοητό ύφος. Ας μην ξεχνάμε ότι το βιβλίο απευθύνεται κατά βάση σε μη-Χριστιανούς αναγνώστες. Παρ’ όλα αυτά η παράθεση των πληροφοριών κάθε άλλο παρά στείρα είναι. Ο συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικές αναμνήσεις του από τη συμμετοχή των Ρωμιών και των Τούρκων στους εορτασμούς. Ονοματοδοτεί ορισμένες από τις γιορτές και τα έθιμα βάσει των ευχών που αντάλλασσαν οι Ρωμιοί μεταξύ τους. Τα Κάλαντα των Χριστουγέννων τα αποκαλεί «Αya Vasili Erkete» ενώ η Αναστάσιμη Ακολουθία στη Θεολογική Σχολή αποκαλείται «Hristos Anesti». Αναπολεί το βάψιμο των αυγών, την Αφή του Αγίου Φωτός, τα κεριά στους ναούς και εκφράζει ορισμένες απορίες του για την ορθόδοξη πίστη. Και ενώ όλα αυτά παρατίθενται σε οκτώ σελίδες, ο συγγραφέας αφιερώνει μόλις μία σελίδα στην περιγραφή των εορτασμών των τουρκικών εθνικών επετείων και των μουσουλμανικών εορτών. Ερχόμενος στην οικονομική ζωή του νησιού, ο Nejat Gülen δεν θα μπορούσε να παραλείψει να αναφέρει την πρωτοπορία που επέδειξαν οι Ρωμιοί σε αυτόν τον τομέα. Από παλιά οι Ρωμιοί αποτελούσαν το σύνολο των καταστηματαρχών και των πλανοδίων πωλητών του νησιού. Αυτοί ήταν που διαλαλούσαν στα Ρωμέικα, την πραμάτειά τους στους δρόμους του νησιού [...] Το μπακάλικο του Λεωνίδα Σακκόπουλου στην οδό Ayyıldız διέφερε κατά πολύ από τα άλλα. Ο ίδιος έμοιαζε περισσότερο με υπάλληλο γραφείου. Ήταν εξαιρετικά ευγενικός. Η διακόσμηση του καταστήματος και η τοποθέτηση των προϊόντων διέφεραν κατά πολύ από τα άλλα. Δεν έβρισκες στο πάτωμα τσουβάλια με πατάτες, ρύζι ή ζάχαρη [...] στο κατάστημα υπήρχε ένας αέρας που παρέπεμπε σε ένα μισοσκότεινο φαρμακείο. Αν και πίσω από τον πάγκο του, ο Σακκόπουλος έδειχνε πόσο μπροστά βρισκόταν επαγγελματικά. Φορούσε πάντοτε στολή και άκουγε με επαγγελματική σοβαρότητα τον κάθε πελάτη. Οι Ρωμιοί πρωτοπορούσαν και διέπρεπαν σε όλα τα  επαγγέλματα. Ο Gülen τονίζει πως εκτός από τον İsmail, όλοι οι υπόλοιποι κουρείς του νησιού ήταν Ρωμιοί. Ρωμιοί ήταν επίσης πολλοί επιδιορθωτές υποδημάτων, νερουλάδες, κρεοπώλες, ψαράδες, αρτοποιοί, αμαξάδες.

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

"ΦΙΛΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ", Γιάννη Τοπτσόγλου

Σ` αυτούς 
που τολμούν να διαπραγματευτούν 
τα στερεότυπά τους...


ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ του ΒΙΒΛΙΟΥ

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οι περιπτώσεις εκμάθησης της τουρκικής γλώσσας, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, πήγαζαν από ανάγκες γνώσης της από διάφορες υπηρεσίες του κράτους. Η τουρκική ήταν η γλώσσα του εχθρού και η εκμάθησή της από ένστολα ή μη στελέχη υπουργείων είχε ως σκοπό να καλύψει ανάγκες ασφάλειας της χώρας.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, χωρίς βέβαια να έχουν εκλείψει οι παρόμοιες αιτίες, συμβαίνουν εξελίξεις αδιανόητες κατά το πρόσφατο παρελθόν. Έτσι , πλέον, από τη μια πλευρά σε κρατικό επίπεδο, χαράζονται πολιτικές προσέγγισης με την Τουρκία, ενώ από την άλλη, σε ένα μη κρατικό επίπεδο οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σημειώνουν αλματώδη βελτίωση που παλιότερα δε θα μπορούσε να προβλεφθεί από τον πλέον αισιόδοξο παρατηρητή.
Οι αδελφοποιήσεις πανεπιστημίων αλλά και πόλεων, η αθρόα είσοδος Ελλήνων επιχειρηματιών στην αγορά της Τουρκίας , οι εξαγορές τραπεζών , καθώς και η δημιουργία υπηρεσιών δημοσίων σχέσεων για τη στήριξη των παραπάνω δραστηριοτήτων,  η τουριστική πραγματικότητα, οι μεταφράσεις έργων Τούρκων λογοτεχνών, ερευνητών αλλά και οι κινηματογραφικές συμπαραγωγές ή η προβολή ενός τουρκικού σίριαλ στην ελληνική τηλεόραση είναι απτές συνήθειες. 
Αυτές και πολλές άλλες αφορμές καθιστούν πλέον τη γνώση της τουρκικής γλώσσας χρήσιμη και για σκοπούς άλλους πέραν της εθνικής ασφάλειας. Για παράδειγμα, οι κάτοχοι της τουρκικής γλώσσας διαθέτουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην αγορά εργασίας καθώς πολλές επιχειρήσεις ζητούν στελέχη που να γνωρίζουν τουρκικά. Με αυτό τον τρόπο η γλώσσα του εχθρού είναι πια η γλώσσα του γείτονα συνεργάτη, που από τα πράγματα δε θα μπορεί να είναι εχθρός. Άρα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και η γλώσσα του φίλου. 

Φιλική τουρκική γραμματική


***
Ο Γιάννης Τοπτσόγλου γεννήθηκε στην Πόλη το 1954. Είναι απόφοιτος του τμήματος Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιστάνμπουλ και κάτοχος του μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στα Ανθρώπινα Δικαιώματα και Συγκριτική Εκπαίδευση των Πανεπιστημίων της Αθήνας και του Λονδίνου. Είναι καθηγητής αγγλικής και τουρκικής γλώσσας. Έχει διδάξει την τουρκική στη Στρατιωτική Σχολή Ξένων Γλωσσών, στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και στη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού της Βουλής. Από το 1998 διδάσκει στο Κέντρο Σπουδών της Ελληνικής Επιτροπής Σπουδών Ν.Α. Ευρώπης (AIESEE).Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου με αντικείμενο την αξιολόγηση των τουρκικών βιβλίων Β/θμιας εκπαίδευσης των μειονοτικών σχολείων της Θράκης. Έχει μεταφράσει από την τουρκική τα βιβλία: "  Ο Πασάς και ο Στρατηγός" του Ερμπίλ Τουσάλπ και "Οι Τελευταίοι Εξόριστοι της Πόλης" των Χουλιά Ντεμίρ και Ριντβάν Ακάρ.



"ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ" της Μαρίας Ηλιού

Με αφορμή το ότι  η σκηνοθέτις Μαρία Ηλιού και ο ιστορικός Αλέξανδρος Κιτροέφ, αφού παρουσίασαν το 2012 στο Μουσείο Μπενάκη αλλά και στους κινηματογράφους το έργο: ΣΜΥΡΝΗ, Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΙΑΣ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ 1900-1922, παρουσιάζουν τώρα στους κινηματογράφους( ΕΛΛΗ ΚΑΙ ΚΗΦΙΣΙΑ1-2CINEMAX-CYTA στην Αθήνα, Κυριακές πρωί στο ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ στην Πειραιώς, στον κινηματογράφο ΟΛΥΜΠΙΟΝ στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και στον κινηματογράφο ATLAS στην οδό του ΠΕΡΑ [ Istiklal ] στην Κωνσταντινούπολη ) το δεύτερο μέρος με τίτλο ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ σε σχέση με το Διωγμό και την Ανταλλαγή των πληθυσμών της Τουρκίας και της Ελλάδας το 1922-1924, παραθέτουμε ένα κείμενο της Μαρίας Ηλιού όπως αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΒΗΜΑ της Κυριακής 8-9-2013.

ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Της Μαρίας Ηλιού


« Μια προσωπική αφήγηση
Από τη σκηνοθέτιδα
της ταινίας για την 
Ανταλλαγή των πληθυσμών.
Το παιδικό βίωμα και η 
Άλλη ματιά στην Ιστορία»


Εδώ και χρόνια δεν μπορώ να ξεχάσω αυτήν την εικόνα: Σε έναν ήσυχο κήπο, το θετό μου πατέρα, τον Τάκη που με μεγάλωσε μετά το θάνατο του πατέρα μου, του Σμυρνιού Ανδρέα, να μου διηγείται πως στην ηλικία των επτά, είδε ξαφνικά τον δικό του πατέρα, Έλληνα προύχοντα του Πόντου, νεκρό, να αιωρείται κρεμασμένος από ένα δέντρο στην αυλή του διοικητηρίου της Κερασούντας. Η καρδιά μου –ήμουν ίσως δέκα χρονών- κόντευε να σπάσει από τη φρίκη.

Και ύστερα ερχόταν η διήγηση πως ο μικρός Τάκης τότε, κατάφερε να σωθεί και να φύγει κρυφά από τον Πόντο με τη βοήθεια ενός Τούρκου γείτονα.

Για πολλά χρόνια για τη δική μας οικογένεια υπήρχε μόνο η Καταστροφή και ο πόνος του Διωγμού των δικών μας ανθρώπων. Η υπόσχεση στον Τάκη όταν έφευγα για σπουδές κινηματογράφου στην Ιταλία να κάνω κάποτε μια ταινία για τον Διωγμό έμεινε για τρεις δεκαετίες ανεκπλήρωτη.

Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης μου, σε ένα ταξίδι σε ένα Φεστιβάλ κινηματογράφου στην Σμύρνη, είδα με έκπληξη τον οικονομολόγο Muffit Bodur να δακρύζει μιλώντας για το πως αναγκάστηκε η Μουσουλμανική οικογένεια της γυναίκας του να φύγει από τη Θεσσαλονίκη με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών του 1923.

Όταν άρχισα να ζω και να εργάζομαι πιο πολύ στο εξωτερικό παρά στην Ελλάδα, μετά από έρευνα σε διάφορα αρχεία, όπως το αρχείο του Ερυθρού Σταυρού στη Γενεύη, πολλές από τις βεβαιότητες που είχα από παλιά κατέρευσαν. Σίγουρα οι διαδοχικοί διωγμοί των Ελλήνων από την Μικρά Ασία ήταν τρομακτικά τραγικοί και βίαιοι με αποκορύφωμα τον μεγάλο διωγμό του ‘22 και σε νούμερα που ξεπερνούν το εκατομμύριο μόνο για το 1922 αλλά και η αναγκαστική αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Ανταλλαγής- κάτι που συνήθως δεν σκεφτόμαστε από αυτήν την πλευρά του Αιγαίου- ήταν επίσης μια ιστορία ξεριζωμού.

Η παλιά μου επιθυμία και υπόσχεση να κάνω μια ταινία για τον Διωγμό των δικών μας ανθρώπων, άρχισε να ολοκληρώνεται μέσα μου: Nαι θα ήταν μια ταινία για τον Διωγμό αλλά θα ήταν συγχρόνως και μια ταινία για την Ανταλλαγή των πληθυσμών της Τουρκίας και της Ελλάδας, τόσο των Ελλήνων ορθοδόξων, όσο και των Τούρκων μουσουλμάνων.

Η ευκαιρία ήρθε πριν από λίγα χρόνια όταν στην Αμερική την ίδια περίοδο που δουλεύαμε για το Σμύρνη: Η Καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, ανακάλυψα άγνωστα φιλμάκια και φωτογραφίες από το Διωγμό αλλά και από την Ανταλλαγή των πληθυσμών.

Συγχρόνως είχε ήδη ξεκινήσει από Το Ταξίδι, το Ελληνικό Όνειρο στην Αμερική ( παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2007), μια ευτυχισμένη συνεργασία με τον ιστορικό Αλέξανδρο Κιτροέφ. Συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε για τη Σμύρνη αλλά και για το Από τις δυο πλευρές του Αιγαίου και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ήταν σα να σκάβαμε το ίδιο τούνελ από δυο διαφορετικές πλευρές. O Αλέξανδρος από τη μεριά του ιστορικού και εγώ από την μεριά του κινηματογραφιστή που οι εικόνες γίνονται μέσα του αφηγηματικό υλικό.

Κι έτσι έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε τόσο για τον Διωγμό όσο και για την Ανταλλαγή, τιμώντας τον κόσμο που χάθηκε, τον κόσμο που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις εστίες του, αλλά επίσης τιμώντας και την επιστήμη της ιστορίας.

Το ντοκιμαντέρ και η έκθεση αυτή παρουσιάζονται 90 χρόνια μετά τον Διωγμό του 1922.

Από τη μια φέρνουμε πίσω τις ξεχασμένες εικόνες σε κλειστά ντουλάπια από Ευρωπαϊκά και Αμερικανικά αρχεία, από την άλλη μια νέα προσέγγιση στην ιστορία του Διωγμού και της Ανταλλαγής: Mια οπτική που κρατά αποστάσεις τόσο από μια εθνικιστική αφήγηση όσο και από νεώτερες απόπειρες που υπερτονίζουν τις κοινές εμπειρίες ξεχνώντας τις διαφορές. Ξεχνώντας πως πριν την Ανταλλαγή ζήσαμε ένα Διωγμό.



Αυτή η ταινία εκπληρώνει μια υπόσχεση αλλά έγινε και με την πεποίθηση πως δεν υπάρχει προνόμιο στον πόνο.

Συγχρόνως η ταινία έγινε με την πεποίθηση και την ανάγκη της αναγνώρισης ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα με τραγικές συνθήκες το 1922, πρόσφεραν πολλά σε αυτήν χώρα μεταμορφώνοντας την για πολλές δεκαετίες με τη διαφορετική τους ματιά και με τη δημιουργικότητά τους.

H προηγούμενη, πρόσφατη ταινία και έκθεση Σμύρνη και η νέα Από τις δυο πλευρές του Αιγαίου λειτουργούν ανεξάρτητα αλλά και αποτελούν μια ενότητα.

Η πρώτη μιλούσε για τους Έλληνες και τους Αρμένιους που χάθηκαν στην Καταστροφή αλλά συγχρόνως θύμιζε ότι η Σμύρνη είναι μια πόλη και μια έννοια που συνδέεται με τον κοσμοπολιτισμό και τη χαρά της ζωής. Η δεύτερη που διηγείται την ιστορία του Διωγμού και του ξεριζωμού, έγινε με την ελπίδα πως τόσα χρόνια μετά τα δραματικά γεγονότα του 1922-1924 μπορούμε να διηγηθούμε ολόκληρη την ιστορία και από τις δυό πλευρές του Αιγαίου.

Ελπίζω πραγματικά πως έφτασε η στιγμή να αναγνωρίσουμε πως τα παιδιά και τα εγγόνια των προσφύγων και από τις δυό μεριές της θάλασσας μπορούν να διηγηθούν από κοινού τις ιστορίες τους, έτσι όπως με τα συχνά ταξίδια στο Αιγαίο, με την ειρήνη ανάμεσα στα δυό κράτη, μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε με μια νέα ματιά την ιστορία μας.




Το ντοκιμαντέρ «ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ»  βασίζεται στην ιδέα ότι έφτασε η στιγμή να αναγνωρίσουμε πως τα παιδιά και τα εγγόνια των ελληνορθόδοξων και μουσουλμάνων προσφύγων, μπορούν να διηγηθούν από κοινού τις ιστορίες τους, πως έφτασε η στιγμή να διηγηθούμε ολόκληρη την ιστορία και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου και όχι μόνο τη μισή.

Ιστορικοί από την Αμερική, την Ευρώπη, την Ελλάδα και την Τουρκία, μιλούν για την μεγάλη Ιστορία ενώ πρόσφυγες, πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς, και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, αφηγούνται τις προσωπικές τους ιστορίες. Οι οικογενειακές μικροϊστορίες εκτυλίσσονται στα παράλια της Μικράς Ασίας, στον Πόντο και την Καππαδοκία, αλλά και τη βόρειο Ελλάδα και την Κρήτη. Μάλιστα δύο από τους ομιλητές, η Καλλιόπη, κόρη ελληνορθόδοξων προσφύγων από την Καππαδοκία, διηγείται την ιστορία της στα Τουρκικά και ο Husnu, γιός Μουσουλμάνων προσφύγων από την Κρήτη διηγείται την ιστορία της οικογένειάς του στα Κρητικά.


Οι εκτοπισμένοι πληθυσμοί και τα παιδιά τους δημιούργησαν μια προσφυγική ταυτότητα που τους βοήθησε να αντιμετωπίσουν το τραύμα της υποχρεωτικής μετανάστευσης. Οι μνήμες των χαμένων πατρίδων έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη δημιουργία προσφυγικής ταυτότητας μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο που είχε την ίδια γλώσσα και θρησκεία. Το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών στην Ελλάδα και το Ίδρυμα της Συνθήκης της Λοζάνης στην Τουρκία συνέβαλαν στη διατήρηση της κληρονομιάς και της μνήμης των προσφύγων και των ανταλλαγμένων πληθυσμών. Τις τελευταίες δεκαετίες μια νέα έννοια μνήμης και νοσταλγίας έχει αναδυθεί και οι απόγονοι των προσφύγων κάνουν τακτικά επισκέψεις στις ιδιαίτερες πατρίδες των προγόνων τους στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

"ΑΝΑΤΟΛΗ ΑΝΑΤΟΛΩΝ", Ε. ΖΑΧΟΥ-ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΟΥ

Από το βιβλίο "Ανατολή Ανατολών" του Ε. Ζάχου - Παπαζαχαρίου, εκδ. "Αλήστου Μνήμης"
ένα τραγούδι για την Κωνσταντινούπολη


                                ΓΙΑ ΙΣΤΑΜΠΟΥΛ ΞΕΚΙΝΗΣΑ


Για Ισταμπούλ ξεκίνησα
να πάω να σερνιανήσω
και μέσα στην Αγια Σοφιά
να μπω να προσκυνήσω.

Στο Βόσπορο κατέβηκα
και στα παλιά μουράγια
να δω σημάδια λεβεντιάς
τριγύρω στα σεράγια.

Πέρα απ` το Καπαλί Τσαρσί 
στο Μπαγιαζίτ Μεϊντάνι 
μιλιούνια κόσμος τριγυρνά
κι αλισβερίσι κάνει.

Στου Μπέγιογλου τα καπηλιά
ξενύχτι περιμένει
να δεις την κόκκινη μηλιά 
τα μήλα φορτωμένη.

Χλωμιάζουν τ` άστρα της νυχτιάς 
και στης αυγής τ` αγιάζι
ακούγετ` απ` το μιναρέ
γλυκό σαμπάχ ναμάζι. *

Και μού ` παν όποιος πιει νερό
στου Μπέικοζ τη βρύση
στην Πόλη και στο Βόσπορο
γρήγορα θα γυρίσει.

... Η Ισταμπούλ είναι όμορφη , γιατί είναι γεμάτη παραμύθια και γεμάτη μουσική. 
Κι αυτό πρέπει να μας φτάνει , γιατί είναι το κυριότερο...

* σαμπάχ ναμάζι ~~~ πρωινή προσευχή




ΚΑΠΑΛΙ ΤΣΑΡΣΙ

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

ΑΡΘΡΟ του ΗΡΑΚΛΗ ΜΗΛΛΑ

Η μητέρα - πατρίδα

Το πρωτότυπο γράφτηκε στα τουρκικά και δημοσιεύτηκε στην «Αγκός» και την «Αζινλίκτσα» τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2011.

Αζινλίκτζα 
Τεύχος: 66 - Σεπτέμβριος 2011
Ηρακλής Μήλλας

Η έννοια της πατρίδας είναι νέα και συμπίπτει με τη γέννηση του εθνικισμού. Η λέξη «πατρίδα» είναι βέβαια παλιά, ωστόσο ο όρος αυτός απέκτησε νέα σημασία κατά τη σύγχρονη εποχή. Όταν παλιότερα κάποιος ρωτούσε: «Ποια είναι η πατρίδα σου;», οι άνθρωποι απαντούσαν με το όνομα του χωριού ή 
της πόλης από την οποία προέρχονταν. Στις μέρες μας η «πατρίδα» («patrie» στα γαλλικά, «homeland»στα αγγλικά, «vatan» στα τουρκικά) αναφέρεται στο εθνικό κράτος. Στα πλαίσια της εθνικής και εθνικιστικής ρητορικής,  η φιλολογία περί «πατρίδας» έχει μια σημαντική λειτουργία: το να αγαπάς την πατρίδα αποτελεί το επιθυμητό, το να πεθάνεις για την πατρίδα θεωρείται το πλέον φυσικό, όποιος δεν εργάζεται προς όφελός της πατρίδας θεωρείται προδότης, όταν γίνεται λόγος για την πατρίδα όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες (όπως έλεγε ο   κτλ. Στις μέρες μας, μας είναι πλέον δύσκολο να σκεφτούμε κάποιον που να μην είναι συνδεδεμένος με κάποια πατρίδα. Για παράδειγμα, για να συμμετάσχει κάποιος σε ένα διεθνή αθλητικό διαγωνισμό ή σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού, αναγκάζεται να ταυτιστεί με μια σημαία. Πλέον δεν μπορούμε να σκεφτούμε ένα συγγραφέα, ένα πιανίστα ή ένα αθλητή που να μην έχει σχέση με μια εθνική σημαία.

Στο θέμα αυτό, έχουν γραφτεί πολλά. Δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί αυτή η εμμονή χωρίς προηγουμένως να ξεπεραστεί η εθνικιστική κοσμοθεωρία. Υπάρχουν ερευνητές που ονομάζουν τις ιδεατές αυτές σχέσεις «φαντασιακές» και τις κοινωνίες αυτές «φαντασιακές κοινότητες». Οι άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους ως εθνικό σύνολο και ως τμήμα μιας πατρίδας.

Τα εθνικά κράτη δημιουργήθηκαν σε αυτή την βάση. Αυτή η ταύτιση γέννησε τα εθνικά κράτη και τα εθνικά κράτη με τη σειρά τους συνέβαλλαν στη διάδοση αυτής της ταύτησης. Τα εθνικά κράτη εργάστηκαν συστηματικά προς αυτή την ιδεολογική κατεύθυνση: η κεντρική παιδεία, ιδιαίτερα η εθνική ιστορία που γράφτηκε ανάλογα, οι εθνικές εορτές, η εθνική και επίσημη κοινή γλώσσα, τα εθνικά σύμβολα και συνθήματα, συμβάλλουν στη διάδοση της έννοιας της πατρίδας και ειδικά αυτής της ταυτότητας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που εν τέλει οι πολίτες θεωρούν το περιβάλλον αυτό και την εν λόγω θεώρηση, ως κάτι πολύ φυσιολογικό. Ούτε καν υποψιάζονται ότι τους έχουν εξοικειώσει με αυτήν την κατάσταση.   
Υπάρχει επίσης και η έννοια της «μητέρας-πατρίδας» (anavatan), η οποία καθιστά τα πράγματα ακόμα ποιο περίπλοκα. Στην Τουρκία ιδιαίτερα όπου η έννοια αυτή είναι διαδεδομένη, χρησιμοποιείται με διάφορες σημασίες. Κάποτε είναι ένα φαντασιακό μέρος εγκατάστασης: η Κεντρική Ασία. Οι άνθρωποι εντοπίζουν τις ρίζες τους σε αυτή τη μητέρα-πατρίδα. Ακόμα μάλιστα και οι «δυτικοί» Τούρκοι, αυτοί π.χ., που έχουν τις ρίζες τους στην Αλβανία, στη Βοσνία κ.ο.κ. ομνύοντας στον εθνικισμό, θεωρούν μητέρα-πατρίδα τους την κεντρική Ασία και τους ανθρώπους που ζουν εκεί  όμοιους τους, συγγενείς τους, άτομα με τα οποία μοιράζονται κοινές ρίζες. Κάποιες φορές η μητέρα-πατρίδα είναι κάποια πρώην οθωμανική κατάκτηση. Σε αυτή την περίπτωση, πατρίδα θεωρείται η Τουρκία και μητέρα-πατρίδα είναι φερ΄ειπείν η Βουλγαρία ή τα Ιωάννινα. Όμως η Κύπρος που αποτελούσε παλιότερα οθωμανική κατάκτιση, αποτελεί τη «μικρή πατρίδα» (yavru vatan). Ο Ντενκτάς θεωρούσε την Τουρκία πατρίδα, και την Κύπρο … δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να θυμηθώ ακριβώς… την θεωρούσε μάλλον μια επαρχία της Τουρκίας.

Η σύγχυση εντείνεται όταν οι εθνικές μειονότητες αναζητούν τα δικαιώματα τους. Δυσκολεύομαι να καταλάβω τι επιθυμούν οι μειονότητες και τι μπορούν να αποκτήσουν. Δεν τους αρκεί να είναι ίσοι πολίτες στην χώρα που ζουν. Διότι θεωρούν τους εαυτούς τους εκτός του εθνικού παραδείγματος (paradigm) της χώρας αυτής και νιώθουν πιο κοντά στη «μητέρα-πατρίδα».

Κάποιες φορές αναζητούν τα δικά τους σύμβολα, το δικό τους εκπαιδευτικό σύστημα, την δική τους ιστορία. Θέλουν δε να τα διασφαλίσει αυτά η μητέρα-πατρίδα με τα δικά της όργανα. Είναι αδύνατο όμως να ζήσουν ως πολίτες μιας άλλης χώρας. Διότι και οι νόμοι και οι εθνικιστές της χώρας όπου ζουν αυτό δεν το επιτρέπουν. Έτσι, επειδή η έννοια της πατρίδας μέσα σε ένα εθνικό κράτος και η αντίληψη της μητέρας-πατρίδας της μειονότητας είναι αντιφατικές, το εθνικό κράτος βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο πολίτης που βρίσκεται υπό την καθοδήγηση, τον έλεγχο και τη διοίκηση μιας άλλης χώρας, αποτελεί μια ασυμβίβαστη κατάσταση. Όσο θα παραμένει το μοντέλο του εθνικού κράτους, η έννοια ενός τέτοιου «πολίτη», θα παραμείνει ακατανόητη. Η αναζήτηση και η αναγνώριση του δίκιου σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με τέτοιου είδους έννοιες και αντιλήψεις, είναι τόσο δύσκολο όσο δύσκολο είναι να ψάχνεις μέσα στη σούπα να διακρίνεις και στη συνέχεια να αφαιρέσεις τα βασικά συστατικά της.

Όσο υπάρχουν αυτές οι έννοιες της πατρίδας και της μητέρας-πατρίδας, δεν πρόκειται να αποσαφηνιστεί και η έννοια των δικαιωμάτων της μειονότητας. Επίσημα, οι μειονότητες επιδιώκουν «πολιτιστικά δικαιώματα». Εάν κοιτάξουμε ωστόσο με μεγαλύτερη προσοχή, το ζητούμενο είναι η διασφάλιση και η αναγνώριση της εθνικής ταυτότητας. Όταν η εθνική ταυτότητα περιορίζεται στο 
πεδίο του πολιτισμού είναι «αποδεκτή», όταν όμως τα αιτήματα μετατρέπονται σε πολιτικές επιρροές ενός άλλου εθνικού κράτους, οι αξιώσεις αυτές περί δικαίου μπορεί να προκαλέσουν εθνικές προστριβές. Όσο τα εθνικά κράτη διαμορφώνουν έννοιες όπως «μητέρα-πατρίδα» και «μικρή πατρίδα» και προσπαθούν να διευρύνουν τις διοικητικές τους αρμοδιότητες ο ισχυρισμός περί πολιτιστικών δικαιωμάτων χάνει το νόημά του και έρχεται στο προσκήνιο ένα κλίμα ανάμειξης στα εσωτερικά ζητήματα των χωρών.

Δυστυχώς αυτό το «εθνικό» μπέρδεμα  βλάπτει τις μειονότητες. Στα πλαίσια αυτού του στροβίλου, είναι πολύ δύσκολο για τις μειονότητες να μην επηρεαστούν, να μην κλυδωνιστούν, να μη παραπλανηθούν και να  μην εμπλακούν σε εθνικισμούς. Εν τέλει, πάλι οι ίδιες πληρώνουν το τίμημα. Όταν αντί για πολιτιστικά δικαιώματα κυνηγούν πολιτικά και ιδεολογικά δικαιώματα, τα κέρδη γίνονται πλέον «φαντασιακά». Πρόκειται δηλαδή για μια πύρρειo νίκη. Δεν αποκτούν αυτό που είναι καλό και ωφέλιμο, αλλά κάτι το δυσλειτουργικό και συμβολικό…και αυτό σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο.

ΟΜΙΛΙΑ του Ηρακλή Μήλλα


H ‘Θετική’ Εικόνα του Ρωμιού στην Τουρκική Λογοτεχνία

Ομιλία του Ηρακλή Μήλλα στην ημερίδα Της Εταιρείας Μελέτης της Καθ’ημάς Ανατολής, ‘Τούρκοι Λογοτέχνες γράφουν και μιλούν για τους Ρωμιούς’ – 21/1/2006.

     Η θετική εικόνα του Κωνσταντινουπολίτη ‘Ρωμιού’ και γενικότερα του Έλληνα στην τουρκική λογοτεχνία έχει διάφορες αναγνώσεις, σύμφωνα με την έννοια που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στο επίθετο ‘θετικός’. Κάποιος ‘θετικός’ για τον μεν μπορεί να μην είναι καθόλου καλός και αγαθός για τον δε. Και εφόσον ο κεντρικός προβληματισμός τοποθετείται μέσα σε ένα εθνικό/εθνοτικό πλαίσιο – δηλαδή μιλούμε για ‘Τούρκους’ και ‘Ελληνες’, δηλαδή για εθνικές/εθνοτικές κατηγορίες – ο ‘μεν’ και ο ΄δε΄ σε αυτήν την περίπτωση είναι, πολύ γενικά, οι Τούρκοι και οι Ελληνες.  Πριν όμως αναφερθώ σε αυτές τις διαφορετικές αναγνώσεις των ‘θετικών’ εικόνων θα σχολιάσω ένα γενικότερο προβληματισμό: γιατί μας ενδιαφέρουν οι εικόνες;

Μια ερώτηση για την ‘εικόνα’

    Συχνά ακούμε να εκφράζεται, π.χ., στα μέσα ενημέρωσης (ΜΜΕ) ή στον χώρο της εικονολογίας το ερώτημα ‘πώς μας βλέπουν άραγε οι γείτονες μας, οι Τούρκοι;’ Το ερώτημα τίθεται και γενικότερα: πώς μας βλέπουν οι Άλλοι, ο Κόσμος; Αυτή η ερώτηση (μας) έμμεσα εμπεριέχει μερικές παραδοχές (μας) που για πολλούς είναι θεμιτές και αυτονόητες αλλά που πλέον στις μέρες μας θεωρούνται πολύ ενδιαφέρουσες επειδή αποκαλύπτουν βασικές μας αντιλήψεις οι οποίες περνούν συνήθως απαρατήρητες. Παραθέτω τις εξής παραδοχές που εμπεριέχει το  ερώτημα ‘ποια είναι άραγε η εικόνα μας;’:

1- Η ερώτηση υποδηλώνει ότι ο ‘Άλλος’ (π.χ., οι Τούρκοι ή οι Τούρκοι συγγραφείς) έχει κάποια εικόνα ή έστω μια σειρά από εικόνες σχετικά με ‘μας’. Αυτό είναι ένα από τα πιστεύω μας. Δηλαδή δεν θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρχουν πολλές, ακόμα και άπειρες εικόνες μεταξύ των εκατομμυρίων Τούρκων σχετικά με τους αντίστοιχους πολλούς Ελληνες. Θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει – σε μια άλλη εποχή ή συγκυρία - μια διαφορετική παραδοχή,  ότι π.χ., οι εικόνες είναι τόσες όσοι και οι άνθρωποι, και τότε η έρευνα σχετικά με τις εικόνες θα αποδεικνυόταν άσκοπη. Ορισμένοι δε θέτουν το ερώτημα ως ‘ποια είναι η εικόνα μας;’ σαν αυτή να πρέπει να είναι μόνο μια: θετική ή αρνητική.  

2- Αυτή η θέση όμως προδίδει ότι ‘εμείς’ έχουμε μια συγκεκριμένη εικόνα για τον ‘Άλλο’: είναι άτομα που θα πρέπει να έχουν μια εικόνα για μας. Δηλαδή είναι ένα ‘έθνος’ με κοινές πεποιθήσεις και πιστεύω. Αυτή είναι μια παραδοχή που θεωρείται αυτονόητη επειδή δεν αμφισβητείται μέσα στο περιβάλλον όπου βιώνουμε (habitus για των Norbert Elias). Αυτή η μία εικόνα του ‘Άλλου’ σηματοδοτεί τη δική μας πεποίθηση ότι τα άτομα που αποτελούν τα έθνη έχουν  κοινές θέσεις και απόψεις. Με άλλα λόγια, έχουμε προκαταλήψεις: πιστεύουμε σε στερεότυπα τα οποία βασίζονται σε ένα εθνικό παράδειγμα (paradigm).

3- Αλλά το οξύμωρον είναι ότι πολλές φορές οι εθνικιστές συγγραφείς - όλων των εθνών – επαληθεύουν αυτές τις προκαταλήψεις δημιουργώντας εθνικιστικές αφηγήσεις όπου αναπαράγουν στερεότυπα του ‘Άλλου’ και του ‘Εμείς’. Αυτά τα κείμενα, με τη σειρά τους, χρησιμοποιούνται από την ‘άλλη πλευρά’ δήθεν για να τεκμηριωθεί ότι ο ‘Άλλος’ έχει στερεότυπα. Η πραγματικότητα είναι ότι οι εθνικιστές συγγραφείς είναι κυρίως αυτοί που κατασκευάζουν εθνικά στερεότυπα, όχι όλοι οι συγγραφείς. Έτσι η ερώτηση ‘τι εικόνα έχουν για μας;’ μπορεί να έχει μια εγκυρότητα αλλά μόνο για τις εθνικές αφηγήσεις και για τις καταστάσεις όπου το υποκείμενο αλλά και το αντικείμενο αποδέχεται τις παραδοχές ενός εθνικιστικού παραδείγματος.

4- Η ερώτηση σχετικά με την ‘εικόνα μας’ επίσης δηλώνει εκ των προτέρων ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να αναγνωρίσουμε τις απόψεις του ‘Άλλου’. Ούτε το πώς εμείς φαινόμαστε σε κάποιον που μας κοιτά από απέναντι. Δεν ρωτάμε ‘πώς φαινόμαστε από απέναντι;’, αλλά τι ‘εικόνα’ σχηματίζει η άλλη πλευρά. Όποια και αν είναι αυτή η εικόνα τελικά χρεώνεται στους μηχανισμούς του ‘Άλλου’. Δεν είναι φωτογράφος/καθρέπτης αλλά ζωγράφος ο ‘Άλλος’. Ο ‘Άλλος’ υποτίθεται ότι φτιάχνει / κατασκευάζει μια υποθετική εικόνα για μας. Δεν είναι απλός δέκτης την εικόνας μας, αλλά ο δημιουργός της

5- Βέβαια είναι και έκδηλη η αγωνία. Ανησυχούμε για την γνώμη που έχει ο ‘Κόσμος’ για ‘μας’. Αυτό δε σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε ότι ζούμε μέσα σε ένα χώρο όπου η γνώμη του άλλου για μας έχει κάποια σημασία. Πιστεύουμε ότι η γνώμη του άλλου θα έχει επιπτώσεις στην ζωή μας. Και έτσι ζούμε μια ένταση: από την μια θέλουμε να μάθουμε πώς φαινόμαστε από ‘απέναντι’ και από την άλλη δεν αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να μας κρίνει ο ‘Άλλος’.

6- Τελικά θα πρέπει να προσέξουμε ότι σπάνια, αν ποτέ, ρωτάμε το ερώτημα αντίστροφα: ‘τι εικόνα έχουμε εμείς για τον ‘Άλλο’;’ Και δεν ρωτάμε επειδή εμείς πιστεύουμε ότι δεν έχουμε μια ‘εικόνα’ αλλά μόνο ‘γνώση’ ή ‘άποψη’ σχετικά με τον ‘Άλλο’. ‘Ξέρουμε’ και δεν ‘φανταζόμαστε’, ‘κρίνουμε’ και δεν ‘κατασκευάζουμε στερεότυπα’. Οι εικόνες και τα στερεότυπα χρεώνονται πάντα στον ‘Άλλο’. Ποτέ δεν ακούστηκε η φράση ‘εγώ έχω τα εξής στερεότυπα:…’. 

7- Αλλά όχι μόνο ελάχιστους απασχολεί τι εικόνα μπορεί ‘εμείς’ να έχουμε για τον ‘Άλλο’ αλλά δεν χρησιμοποιούμε και τις ίδιες αναλυτικές κατηγορίες όταν πρόκειται για ‘μας’. Δεν αναφερόμαστε σε εικόνες όταν ‘εμείς’, σαν μέλη μια εθνικής κοινότητας, μιλάμε για την ίδια εθνική ομάδα για την οποία όταν αναφέρεται ο ‘Άλλος’ γίνεται λόγος για ‘εικόνες’. Δηλαδή δεν λέμε ‘τι εικόνα έχει ένας ελληνας συγγραφέας, π.χ., ο Βενέζης, για τους Έλληνες;’. Για ‘εμάς’, τους Έλληνες π,χ., μπορεί να έχει ‘εικόνα’ μόνο ο ‘Άλλος’. Εμείς σε κάθε περίπτωση έχουμε μόνο ‘γνώση’ και ‘γνώμη’. ‘Εμείς’ εικόνες δεν έχουμε ούτε για ‘μας’ ούτε για τον ‘Άλλο’. 

Πότε είναι ‘θετικός’ ο ‘Άλλος’ στην τουρκική λογοτεχνία;


     Ο θετικός χαρακτήρας μπορεί να γίνει πιο κατανοητός όταν τον αντιπαραβάλλουμε με τον αρνητικό. Τον απόλυτα αρνητικό Έλληνα τον βρίσκουμε στην εθνική και εθνικιστική λογοτεχνία της Τουρκίας. Είναι αρνητικός σε δύο άξονες: πολιτικά είναι εχθρός (των Τούρκων) και ηθικά είναι ευτελής, υποδεέστερος ‘μας’. Συγγραφείς όπως οι Ömer Seyfettin (1884-1920), Hüseyin Rahmi Güntekin (1864-1944), Halide Edip Adıvar (1889-1964), Yakup Kadri Karaosmanoğlu (1889-1974), Tarık Buğra (1918-1994), Samim Kocagöz (1916-1993), Attila İlhan (1925-2005) και πολλοί ποιητές είναι οι δημιουργοί αυτών των αρνητικών Ελλήνων και Ρωμιών . Αρκεί να αναφέρω ότι στα μυθιστορήματα τριών συγγραφέων (Y. K. Karaosmanoğlu, H. E. Adıvar και T. Buğra) συνολικά παρουσιάζοντα 82 Έλληνες και Ελληνίδες από τους οποίους οι 78 είναι πολύ αρνητικοί πολιτικά και ηθικά (Μήλλας 1999 και 2001). 

     Θα περιμέναμε ότι οι θετικοί Ελληνες στην τουρκική λογοτεχνία θα ήταν το αντίθετο. Θα είχαν δηλαδή τα αντίθετα χαρακτηριστικά: πολιτικά φίλοι και ηθικά σεβάσμιοι. Αυτό όμως δεν συμβαίνει για έναν προφανή λόγο. Η εικόνα του Έλληνα σε μια ξένη εθνική λογοτεχνία δεν χαράζει μόνο την εικόνα του ‘Άλλου’ αλλά ταυτόχρονα και συγκριτικά και του ‘Εμείς’. Στα εθνικά κείμενα κάθε χώρας όπου οι ήρωες αναφέρονται ως μέλη εθνικών ομάδων, οι εικόνες εμπεριέχουν ιστορικούς συνειρμούς που αναφέρονται σε κάποιο πραγματικό ή φανταστικό εθνικό παρελθόν. Σε αυτό το παρελθόν η κάθε εθνική ‘πλευρά’, δηλαδή ο κάθε ήρωας, παίζει κάποιο ρόλο και έτσι τελικά οικοδομεί μια εθνική αφήγηση. Ένας ‘Ελληνας’ που θα παρουσιαζόταν ως ιστορικά δικαιωμένος απέναντι στους ‘Τούρκους’ και ειδικά ηθικά ανώτερος από ή ισάξιο με τον ‘Τούρκο’ αποτελεί μια απειλή για την τουρκική εθνική ταυτότητα (για τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό).

     Την εικόνα του Ελληνα η οποία είναι το αντίθετο αυτής των Τούρκων εθνικιστών μυθιστοριογράφων την βρίσκουμε στην ελληνική λογοτεχνία και στα έργα των ελλήνων εθνικιστών ή ‘εθνικών’ συγγραφέων. Σε αυτά τα έργα ο Έλληνας είναι – σε σύγκριση με τον Τούρκο - φυσικά καλός και αγαθός και πάντα ανώτερος του ‘Άλλου’. Όπως και η χειρότερη εικόνα του Τούρκου παρουσιάζεται πάλι σε αυτά τα έργα. Με άλλα λόγια η ‘θετική’ εικόνα του Έλληνα στην τουρκική λογοτεχνία ούτε είναι ούτε μπορεί να είναι η ίδια με αυτήν την θετική εικόνα του Έλληνα που συναντάμε στα ελληνικά εθνικά λογοτεχνικά κείμενα. Αυτή η διαφορά των εικόνων, του θετικού/αρνητικού  ‘Άλλου’ και του ‘Εμείς’, δεν σηματοδοτεί παρά την διαφορά των ομάδων που αυτοχαρακτηρίζονται ως Έλληνες και Τούρκοι: είναι η έκφραση διαφοράς δύο εθνικών ταυτοτήτων. 

     Τι χαρακτηριστικά όμως έχουν οι ‘θετικοί’ Έλληνες στην ‘Άλλη’ λογοτεχνία; Αν ομαδοποιήσουμε διάφορες περιπτώσεις που συναντάμε στα τουρκικά μυθιστορήματα βλέπουμε τις εξής επτά περιπτώσεις:

     1- Η ‘εξαίρεση’ στην εθνική μυθιστοριογραφία: Όπως ανέφερα παραπάνω σε αυτή την περίπτωση δεν βλέπουμε θετικούς Ρωμιούς ή Έλληνες. Υπάρχουν όμως ελάχιστες εξαιρέσεις όπου σκιαγραφούνται ορισμένοι ‘Άλλοι’ οι οποίοι εμφανίζονται ως σοφοί ή ειλικρινείς για να δηλώσουν πόσο αρνητικοί είναι οι ίδιοι, δηλαδή το έθνος ή η φυλή των Έλλήνων και πόσο ανώτεροι οι Τούρκοι. Αυτοί οι ‘θετικοί’ ήρωες μπορεί να χαρακτηριστούν κατασκευές που ικανοποιούν μια εθνική αφήγηση και με τις λίγες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν ένα κανόνα που θέλει να προβάλλει ο συγγραφέας: ο ‘Άλλος’ είναι αρνητικός σε σχέση πάντα με ‘εμάς’.

     Ως παραδείγματα αυτών των περιπτώσεων έχουμε τον Ευθύμη της Μικράς Ασίας στη δεύτερη δεκαετία του περασμένου αιώνα, στο Μικρό Αγά (Küçük Ağa) του Tarık Buğra (1963) όπου ο σώφρον Ρωμιός γέρος λέει πόσο καλά οι Τούρκοι φέρονται σε όλους τους λαούς ενώ πόσο οι Έλληνες είναι αγνώμονες (σ. 108). Στο μυθιστόρημα του Yakup Kadri Karaosmanoğlu Το Πανόραμα (Panorama) (1953) κάποιος Ρωμιός Γιώργος λυπάται  πραγματικά για το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ, και αυτός ακόμα αναγνωρίζοντας  την αξία του (σ.349). Αυτού του είδους οι θετικοί ‘Άλλοι’ εμφανίζονται συστηματικά και σε πολύ μεγάλο αριθμό σε μια άλλη ομάδα μυθιστοριογράφων που ονομάζω Ανατολιστές.

2- Ο ‘αφελώς θετικός Άλλος’ στους Ανατολιστές

     Οι συγγραφείς όπως οι Halikarnas Balıkçısı (1886-1973), Kemal Tahir (1910-1973), Hassan İzzettin Dinamo (1909-1989), Yılmaz Karakoyunlu (1936-) και άλλοι πολλοί, στα μυθιστορήματά τους σκιαγραφούν θετικούς Ρωμιούς – δηλαδή Έλληνες που ζουν στην Μικρά Ασία και στην Κων/πολη, με ένα ιδιόρρυθμο τρόπο: αυτοί οι Ρωμιοί, οι οποίοι φαίνονται να είναι έντιμοι και ευφυείς,  προτιμούν σε πολλούς άξονες τους Τούρκους από τους Έλληνες. Εκτιμούν την ηγεμονία, την εντιμότητα, τον ανδρισμό, την επιείκεια κ.α., των Τούρκων. Οι Ρωμιές ερωτεύονται και υμνούν τους Τούρκους. Ορισμένοι εξισλαμίζονται. Οι δε Τούρκοι προστατεύουν τους Ρωμιούς και συμπεριφέρονται με ‘ανεκτικότητα’ σε αυτούς. Ο σκοπός αυτής της αφήγησης είναι προφανής: επιβεβαιώνουν την ανωτερότητα της τουρκικής πλευράς, ένα εθνικό ιστορικό θετικό παρελθόν και τελικά νομιμοποιούν την τουρκική κυριαρχία.

     Αυτός ο θετικός ρωμιός, που τον χαρακτηρίζω ‘αφελώς θετικό Άλλο’ επειδή η όλη προσπάθεια εμπεριέχει μια αφέλεια, είναι σχεδόν πάντα παρών στα μυθιστορήματα αυτών των συγγραφέων. Αλλά η τάση να παρουσιάζονται ως ‘δικοί μας άνθρωποί’ πολίτες διαφορετικής εθνότητας διαπερνά όλη την τουρκική λογοτεχνία. Βέβαια αυτός ο ‘Άλλος’ πλέον έχει χάσει την κοινοτική και εθνική του ταυτότητα του, έχει οικειοποιηθεί μια νέα ταυτότητα και έχει γίνει ένα με τον ‘Άλλο’. Είναι ‘θετικός’ για τον ‘Άλλο’ αλλά αγνώριστος μια ΄μας΄ - δεν είναι πλέον Ρωμιός/Έλληνας. Κλασικά παραδείγματα βλέπουμε στα έργα των Halikarnas Balıkçısı και Kemal Tahir. Αλλά θα αναφέρω το μυθιστόρημα του Γιλμάζ Καράκουγιουνλου, Φθινοπωρινός Πόνος (1992) το οποίο έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά. Σε αυτό το έργο οι Τούρκοι ήρωες κάνουν ότι το δυνατόν για να προστατεύσουν του μη-μουσουλμάνους από τις επιθέσεις των φανατικών την νύκτα τις 6/7 Σεπτεμβρίου και οι μειονοτικοί τελικά εκφράζουν την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους.

3- Ο θετικός Ρωμιός ως θρήσκος

     Ο Ρωμιός σπάνια εμφανίζεται στα τουρκικά μυθιστορήματα τα οποία χαρακτηρίζονται ‘ισλαμικά’ και που εμπνέονται από την θρησκεία. Όταν εμφανίζεται είναι σχεδόν πάντα αρνητικός. Σε αυτά η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ‘Άλλου’ και του ‘Εμείς’ περνά από το Ισλάμ ή όχι-Ισλάμ. Αλλά υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις όπου παρατηρούμε ότι ο διαχωρισμός θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικός: θρήσκος ή μη-θρήσκος. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ‘Άλλος’ μπορεί να είναι ένας άθεος Τούρκος και ο θρήσκος ‘ξένος’ να είναι ‘δικός μας’. Στο μυθιστόρημα της Saliha Ayverdi βλέπουνε τον Ρωμιό ιερέα Αλέξανδρο να υποστηρίζει μια Ρωμιά αμαρτωλή και να μιλά με σοφία (Ayverdi, σ. 152). Δηλαδή ο Ρωμιός σε αυτήν την περίπτωση είναι θετικός με την ιδιότητα του θρήσκου.

4- Ο θετικός ως ταξικός σύμμαχος – οι Μαρξιστές

     Για τους Μαρξιστές συγγραφείς οι Ρωμιοί πολύ συχνά είναι όχι μόνο θετικοί αλλά και υπόδειγμα για μίμηση επειδή το ελληνικό στοιχείο προπορεύεται σε έναν ταξικό αγώνα κατά του κοινού εχθρού: του καπιταλισμού, των εκμεταλλευτών, του ιμπεριαλισμού. Ο Nazım Hikmet (1902-1963), ο Sabahattin Ali (1907-1948), o Orhan Kemal (1914-1970), η Suat Derviş (1905-1972), ο Mehmet Kemal (1920-2002), η Pınar Kür (1943-) και άλλη πολλοί είναι εκφραστές αυτής της θέσης. Π.χ., ο Orhan Kemal στα μυθιστόρηματά του Πατρικό Σπίτι (Baba Evi) (1949) και Ξένοιαστα Χρόνια (Avare Yıllar)(1950) αναφέρεται στους Ρωμιούς της Πόλης όχι μόνο σαν καλούς φίλους αλλά και σαν πολύ θετικούς επειδή ξέρουν πώς να μάχονται για μια καλύτερη κοινωνία. Οι Ρωμιοί είναι ειλικρινείς και αξιοθαύμαστοι. Το ίδιο και οι Ρωμιές. Και οι άλλοι Μαρξιστές συγγραφείς σκιαγραφούν με τον ίδιο τρόπο τους ‘θετικούς’ Ρωμιούς. Ο ‘Άλλος’ σε αυτήν την περίπτωση δεν ξεχωρίζει εθνικά ή θρησκευτικά αλλά μόνο ταξικά και ιδεολογικά. Για αυτόν τον λόγο μπορεί βέβαια να είναι ο Τούρκος.

5- Οι ‘ανθρωπιστές’ και μια πληθώρα θετικών Ρωμιών

     Μια μεγάλη ομάδα Τούρκων μυθιστοριογράφων, όπως οι Reşat Nuri Güntekin (1889-1956), Sait Faik Abasıyanık (1906-1954), Haldun Taner (1915-1986),

Salim Şengil (1913-), Nezihe Meriç (1925-), Bilge Karasu (1930-1995), Aziz Nesin (1915-1996), Sevgi Soysal (1936-1976), Feride Çiçekoğlu (1951-), Orhan Pamuk (1952-), Oya Baydar (1939-), Nedim Gürsel (1951-), Αhmet Altan (1950-), Yiğit Okur, Sergun Ağar, Rıdvan Akar, Selçuk Erez, Barış Balcıoğlu, Kemal Anadol και πολλοί άλλοι των οποίων έργα δεν μπόρεσα να διαβάσω, σκιαγραφούν μια θετική εικόνα των Ρωμιών τις Πόλης. Αυτή την ομάδα την ονομάζω ‘ανθρωπιστές’ ως μια συντομογραφία, αλλά και επειδή προσεγγίζουν τους ρωμιούς / έλληνες με βάση την ανθρώπινη τους ταυτότητα. Δεν προβάλλουν την εθνική, την θρησκευτική, την ιδεολογική ταυτότητα των Ρωμιών ηρώων τους, αλλά τονίζουν χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να συναντηθούν σε οποιοδήποτε άνθρωπο.

     Αν παρατηρήσουμε τα έργα τους πιο προσεκτικά διακρίνουμε ότι διαφέρουν μεταξύ τους σε αρκετά σημεία. Αλλά έχουν και κοινά τα οποία δικαιολογούν αυτήν ομαδοποίηση. Όλοι τους, όπως και οι Μαρξιστές συγγραφείς, αναγνωρίζουν την άδικη και ξενοφοβική συμπεριφορά του τουρκικού κράτους και αρκετές φορές και της τουρκικής κοινωνίας κατά των Ρωμιών και των μη-μουσουλμάνων της Πόλης. Με αυτήν την έννοια είναι ‘διαφωνούντες’. Και η εικόνα του Ρωμιού, λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας αποκτά μια συγκεκριμένη διάσταση. Προβάλλεται με ένα ορισμένο τρόπο και σκοπό. Παρατηρούμε τα εξής, χωρίς να σημαίνει ότι αυτά τα χαρακτηριστικά απαντώνται σε όλες τις περιπτώσεις:

α) Αναγνωρίζεται η εθνοτική ταυτότητα των Ρωμιών. Δηλαδή παρουσιάζονται ως μια ομάδα με την δική της παράδοση, γλώσσα, θρησκεία αλλά και με εθνικές ταυτίσεις.  

β) Οι Ρωμιοί παρουσιάζονται ως αυτόχθονες στην Πόλη, 

γ) Ως αδικημένοι από την τουρκική πολιτεία, και τονίζονται ορισμένες βιαιότητας κατά τους,

δ) Ως αστοί και όχι αγρότες, και με τις αντίστοιχες πολιτιστικές θετικές επιπτώσεις, 

ε) Οι Ρωμιές ως πιο σύγχρονες από τις Τουρκάλες,

ζ) Ως ένα κοινωνικό στοιχείο που εκλαμβάνεται ως πλησιέστερο στον ‘δυτικό’ πολιτισμό,

η) Και τα τελευταία χρόνια αυτοί οι Ρωμιοί παρουσιάζονται με ένα έντονο νοσταλγικό τρόπο, τονίζοντας ότι έφυγαν επειδή υποχρεώθηκαν να φύγουν, και από αυτό βγήκε χαμένη η Πόλη.

     Παρατηρούμε ότι αυτή η εικόνα του Ρωμιού εμπεριέχει δύο βασικά χαρακτηριστικά, αλλά και ότι λειτουργεί και ως μέσον για να εκφραστούν μερικά πολιτικά, ιδεολογικά και πολιτιστικά πιστεύω:

α) Κριτική στο κράτος και στις κυβερνητικές επιλογές, και βασικά κατά του εθνικισμού και της ξενοφοβίας,

β) μια δήλωση προτίμησης για μια πιο κοσμοπολίτικη, ‘δυτικού τύπου’, πιο ανοικτή κοινωνία, όπως και ενός αυτοπροσδιορισμού. 

     Με άλλα λόγια η θετική εικόνα του Ρωμιού σε αυτή την περίπτωση δεν είναι ο αυτοσκοπός αλλά ένας μοχλός για μια εξωτερίκευση μιας ταυτότητας με πολύ συγκεκριμένες θέσεις και αποδέκτες. Είναι αυτά τα έργα που συνήθως μεταφράζονται στα ελληνικά, και αυτό για ευνόητους λόγους: είναι έργα των πιο ‘σύγχρονων’ τούρκων συγγραφέων, και η εικόνα του έλληνα σε αυτά είναι κολακευτικά θετική. Ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί να βρει πολλά παραδείγματα στα έργα αυτών των συγγραφέων που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.[5]

6- Οι Οθωμανιστές και οι ΄σύγχρονοι’ Ρωμιοί

     Οι συγγραφείς που αποκαλώ ‘οθωμανιστές’ δημιούργησαν τα έργα τους τα χρόνια
1870-1910. Είναι μια κατηγορία που πλέον δεν υπάρχει. Αναφέρομαι στους Şemsettin Sami (1850-1904), Samipaşazade Sezai (1866-1945), Recaizade Mahmut Ekrem (1847-1914), Ahmet Mithat (1844-1912), Savfet Nezihi (1871-1939), Mehmet Rauf (1875-1931), Halit Ziya Uşaklıgil (1866-1945). Αυτοί οι συγγραφείς έπαψαν να γράφουν όταν οι εθνικιστικοί άνεμοι των Νεοτούρκων άρχισαν να πνέουν. Ήταν πολίτες της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εκλάμβαναν όλους τους πολίτες αυτής της χώρας ως ισότιμους. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι διανοούμενοι εκείνης της εποχής συμμεριζόταν αυτήν την αντίληψη. Αλλά αυτοί οι συγγραφείς δεν είχαν ακόμα ενστερνιστεί την εθνική ιδεολογία, δεν είχαν μια εθνική ταυτότητα και αυτό εκφράστηκε πολύ παραστατικά όταν περιέγραφαν τους ήρωες τους στα μυθιστορήματά τους.

     Οι Ρωμιοί της Πόλης στα μυθιστορήματα αυτά παρουσιάζονται ως μέλη μιας ‘δυτικοποιημένης’ χριστιανικής κοινότητας, χωρίς αρνητικά αλλά και χωρίς ιδιαίτερα θετικά χαρακτηριστικά. Αυτό που τους χαρακτηρίζει είναι ο ‘ευρωπαϊκός’ τρόπος ζωής τους, ένα στοιχείο που το εκτιμούν αυτοί οι συγγραφείς. Οι ήρωες είναι φυσιολογικοί άνθρωποι με ελαττώματα και με προτερήματα. Όπως περίπου και οι μουσουλμάνοι ήρωες. Οι Ρωμιοί δεν εκλαμβάνονται ως μέλη του ελληνικού έθνους αλλά ως πολίτες της χώρας. Πάντως δεν αποδίδονται στους Ρωμιούς και Ρωμιές αρνητικά στερεότυπα. Αυτή η αφήγηση είναι σε πολλά σημεία αντίθετη με την εθνική/ εθνικιστική λογοτεχνική αφήγηση που θα ακολουθήσει μετά το 1910.

7- Ο μειονοτικός: ποιος είναι ο Άλλος;

     Τελικά μια τελευταία κατηγορία συγγραφέων που διαφέρουν αισθητά ως προς την εικόνα του Ρωμιού είναι οι μειονοτικοί συγγραφείς, δηλαδή οι Εβραίοι, Αρμένιοι και Ρωμιοί που έγραψαν και εξέδωσαν τα έργα τους στα τουρκικά. Και αυτοί θα πρέπει να συμπεριληφθούν στην ‘τουρκική λογοτεχνία’ εφόσον ο χαρακτηρισμός της λογοτεχνίας δεν προσδιορίζεται από την ταυτότητα αλλά από την γλώσσα. Αυτοί οι συγγραφείς είναι λίγοι: ο Ευαγγελινός Μισαηλίδης, ο Kriton Dinçmen, o Zaven Biberyan, Mıgırdıç Margosyan, Mario Levi.

     Σε αυτή την περίπτωση παρατηρούμε ένα διαφορετικό φαινόμενο. Είναι πλέον δύσκολο να μιλήσουμε για εικόνες, στερεότυπα ή άλλες γενικεύσεις για τους Ρωμιούς χαρακτήρες σε αυτά τα κείμενα – όπως αυτό επιτεύχθηκε στις άλλες περιπτώσεις προηγουμένως. Δεν βλέπουμε ο ‘Ρωμιός’ να γίνεται αντιληπτός και να παρουσιάζεται ως ένα μέλος μιας κοινότητας με κοινά χαρακτηριστικά, θετικά ή αρνητικά. Οι ήρωες ζωντανεύουν ως άτομα τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους, αν και μπορεί να φαίνονται να είναι μέλη μια γενικότερης ομάδας. Δεν χαρακτηρίζονται ‘γενικά’. Η ερώτηση ‘ποια είναι η εικόνα των Ρωμιών;’ είναι δύσκολα να απαντηθεί επειδή το πλαίσιο μέσα στο οποίο τίθεται το ερώτημα έχει πλέον αλλάξει. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η ερώτηση είχε νόημα εφόσον οι εικόνες ήταν ένα αποτέλεσμα μιας αναφοράς και σύγκρισης: η τουρκική κοινότητα ήταν η ‘σταθερή’ και ‘Άλλος’ κρινόταν με βάση αυτή την σταθερή αναφορά. Με τους συγγραφείς των μειονοτήτων οι αναφορές φαίνεται να έχουν αντιστραφεί. Ο ‘Άλλος’ είναι πλέον ‘ο Τούρκος’ και το σταθερό σημείο των αναφορών ‘Εμείς’, δηλαδή οι μειονοτικοί, οι Ρωμιοί. Σε αυτήν την περίπτωση – και μέχρι που διαμορφώθηκε η μεταμοντέρνα σκέψη - δεν βλέπουμε να συνηθίζεται η ερώτηση ‘τι εικόνα έχουμε εμείς για μας;’.


Τι σημαίνει μια ‘εικόνα’ σε ένα σύγχρονο λογοτεχνικό κείμενο;

     Πέρα από τις παραπάνω διαπιστώσεις και περιγραφές μπορούμε άραγε να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα σχετικά με τις ‘εικόνες’ και το ερώτημα ‘πώς μας  βλέπεί ο ‘Άλλος’; Με επιφυλάξεις για μελλοντικές τροποποιήσεις μετά από περαιτέρω έρευνα θα επιχειρούσα τα εξής: 

1- Βέβαια οι εικόνες εδώ περιορίζονται σε σύγχρονα λογοτεχνικά κείμενα και σε μια σύγχρονη εποχή όπου τα εθνικά κράτη, οι εθνικές λογοτεχνίες και ο εθνικισμός είναι τα κυρίαρχα συστατικά. Και αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να συγκρατήσουμε από τα ανωτέρω. Σε παλαιότερες εποχές άλλες παράμετροι θα ήταν κυρίαρχοι όταν δημιουργούταν οι εικόνες του ‘Άλλου’.

2- Επίσης δεν θα πρέπει να μας διαφύγει ότι στα λογοτεχνικά κείμενα που αναφέρθηκα οι ήρωες είναι ‘θετικοί’ (ή αρνητικοί) σε κάθε περίπτωση με διαφορετικές αναφορές.

Α) Όταν οι συγκρίσεις γίνονται μεταξύ ατόμων της ‘δικής μας κοινότητας’ (επειδή για να είναι κάποιος θετικός ή αρνητικός θα πρέπει να υπάρχει σύγκριση) δεν υπάρχει πρόβλημα να παρουσιάσουμε αρνητικούς ή θετικούς ήρωες. Φαίνεται πολύ φυσικό να υπάρχουν και ‘κακοί’ μεταξύ μας, όταν απουσιάζει ο ‘Άλλος’. Οι συγκρίσεις γίνονται βάση ηθικών, πολιτικών, ιδεολογικών και άλλων συμπεριφορών. Οι ήρωες πάντως παραμένουν μέσα στην κοινότητα ‘μας’, χωρίς να συγκρίνονται με τον ‘Άλλο’.

Β) Όταν όμως το σημείο αναφοράς είναι το ‘έθνος’ και στις συγκρίσεις υπεισέρχεται ο ‘Άλλος’, τότε λειτουργούν άλλοι μηχανισμοί. Η έννοια της ‘εικόνας’, όπως είδαμε παραπάνω, αποκτά μια ιδιόμορφη θέση. Ο ‘Άλλος’ και ‘Εμείς’ περιορίζονται μέσα σε μια εθνική αφήγηση που είναι κυρίαρχη σε κάθε εθνική ομάδα. Οι ήρωες που λειτουργούν ως σύμβολα και ως μεταφορές ακολουθούν ορισμένους περιορισμούς.. Βλέπουμε να αναπαράγονται και εθνικά στερεότυπα. 

3- Αυτά τα εθνικά στερεότυπα, όπως είδαμε παραπάνω, περιορίζονται (είναι λιγότερα) σε ορισμένες περιπτώσεις. Όταν π.χ., μια εθνική ταυτότητα

α) δεν έχει ακόμη πλήρως διαμορφωθεί (Οθωμανιστές), ή

β) όταν γίνεται μια προσπάθεια υπέρβασής της για ιδεολογικούς λόγους (ανθρωπιστές., Μαρξιστές).

4. Αλλά εφόσον ο ‘Άλλος’ υπάρχει ως εκπρόσωπος μιας εθνικής ομάδας που είναι διαφορετική από ‘εμάς’, υπάρχει κάπου μια ‘ένταση’ η οποία εκφράζεται στο κείμενο, πέρα από τα στερεότυπα, με ‘κενά’. Εννοώ με αντιφάσεις και αποσιωπήσεις. Συχνά, ιδιαίτερα οι ‘ανθρωπιστές’, τονίζουν τι δεν είναι ο ‘Άλλος’, π.χ., δεν είναι εθνικιστής, φανατικός κ.α., ως απάντηση στις καταγγελίες των ‘εθνικιστών’, αλλά  δεν περιγράφουν τον ‘Άλλο’ σε βάθος και πολυδιάστατα όπως γίνεται σε ‘τοπικές’ λογοτεχνίες, δηλαδή σε κείμενα που έχουν ‘δική μας’ αφετηρία και ‘δικούς μας’ συγγραφείς.

5- Οι αρνητικοί ήρωες (στην ‘δική’ μας λογοτεχνία) σπάνια συναντιούνται με τους θετικούς ‘Άλλους’. Όταν γίνεται λόγος για τον ‘Άλλο’, παρουσιάζονται σχεδόν πάντα οι ‘θετικοί δικοί μας’. (για σπάνιες εξαιρέσεις βλ. Βενέζης και Reşat Nuri Güntekin στο Μήλλας 2001).

6.  Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και ορισμένοι κακοί δικοί μας οι οποίοι αντιπαραβάλλονται με τον καλό ‘Άλλο’. Αλλά όταν ορισμένοι συγγραφείς παρουσιάζουν τους ‘δικούς τους’ ως αρνητικούς και τον ‘Άλλο’ ως καταπιεσμένο από ‘μας’, και σε αυτή την περίπτωση ακόμη, ο συγγραφέας, μαζί με ορισμένους θετικούς ‘δικούς του’ ήρωες, λειτουργεί λυτρωτικά για ‘αυτόν’. Θέλει να παρουσιάσει ότι διαφοροποιείται από ορισμένους αρνητικούς και προβάλλει και τους ‘θετικούς’ της ‘δικής του’ πλευράς.

 7. Με άλλα λόγια, στην εποχή του εθνικισμού, η περίπτωση του θετικού ‘Άλλου’ δεν είναι καθόλου αθώα. Θέλει προσοχή γιατί μπορεί να σηματοδοτεί διαφορετικές παραμέτρους από αυτές που υπαινίσσεται. Η εθνική ταυτότητα του συγγραφέα και του αναγνώστη, με τις έννοιες που αποδίδουν οι ίδιοι στο κείμενο, είναι μέρος της έννοιας του κειμένου.

     Υπάρχει ένας φαύλος κύκλος ή ένα οξύμωρο σχήμα: Η αναγνώριση του εθνικά ‘θετικού Άλλου’ δεν μπορεί παρά να συνυπάρχει μέσα στο εθνικό παράδειγμα (paradigm), όπου η κάθε εθνική πλευρά εκφράζει μια δική της πραγματικότητα. Ο προβληματισμός ‘η εικόνα του ‘Άλλου’, όποια και αν είναι η απάντηση, βασίζεται στην αναγνώριση της ύπαρξης των εθνών και εθνοτικών ομάδων. Μέσα σε αυτό το παράδειγμα οι φαντασιακές σχέσεις και τα στερεότυπα αποτελούν συστατικό στοιχείο του όλου προβληματισμού. Και η υπέρβαση τους δεν επιτυγχάνεται με την οικειοποίηση τους.