ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από το μυθιστόρημα της Έλσας Χίου," Η νενέ η Σμυρνιά"
( βραβείο ΙΠΕΚΤΣΙ)
...Και μη θαρρείς πως οι Τουρκάλες δεν πιστεύουνε στην Παναγιά!του`πε ακόμη η νενέ. Ήξερα γω δυο φιλενάδες, τη Φατμέ και την Αϊσά, που φέρνανε κρυφά τάματα στην Παναγιά.Σαν αρρώσταιναν τα παιδιά τους, στην Παναγιά έταζαν. Και επειδή δεν ξέρανε να πλάθουνε κεριά, στέλνανε στον πατέρα μου, τον παπα-Γιώργη, κερένια λαζαράκια με τη μορφή του παιδιού τους.
Καμιά θρησκεία δεν έχει μια τόσο γλυκιά και πονεμένη μανούλα σαν τη δική μας την Παναγιά, ν` ακούει με αγάπη όλες τις μάνες του κόσμου και να σκύβει στον καημό τους...
... Ο Νορντίν κι ο πατέρας του πήδηξαν στο καϊκι, βάλανε μπρος την πετρελαιομηχανή και σήκωσαν άγκυρα. Ο Αργύρης ένιωσε ένα σφίξιμο. Σαν να `χανε έναν παλιό καλόφιλο για πάντα. Του `χε δώσει δώρο μια φυσαρμόνικα, να παίζει στ` αδερφάκια του και να τα βάζει να χορεύουν. Σ` εκείνον έμειναν απ` τον Νορντίν οι κουκουναρένιοι πελαργοί με τα συρμάτινα πόδια, που τους στόλισε στη βιβλιοθήκη του κι από τότε στέκονται εκεί , τέσσερα χρόνια τώρα, στο ένα τους πόδι, θυμίζοντάς του το φίλο που ήρθε τόσο αναπάντεχα απ` την απέναντι ακτή...
... Ο Αλέξανδρος, ο Δημήτρης και η Εσλέμ, ακουμπισμένοι στα λευκά ρέλια, χαζεύανε το πέλαγος. Ο αέρας μπέρδευε τα μαλλιά τους κι έκανε τις σημαίες να πλαταγίζουν. Ο Αργύρης σήκωσε τα μάτια στην καπελαδούρα του άλμπουρου. Μια ολοκόκκινη σημαία με άσπρο μισοφέγγαρο και άστρο κυμάτιζε στον άνεμο. Στο πρυμιό κατάρτι ξεδιπλωνόταν η γαλανόλευκη. Θυμήθηκε τα λόγια της νενές: "Δυο μπουμπούκια παπαρούνας στο ίδιο κοτσάνι..." Να το! συλλογίστηκε. Όπως τώρα που τα καραβάκια μας αρμενίζουν με τις δυο σημαίες κι οι λαοί μας, Τούρκοι και Έλληνες, τρέφονται απ`το ίδιο πολύχρωμο πουγκί του τουρισμού. Πόσο αδερφωμένοι είναι στ` αλήθεια οι λαοί μας; Θα το μάθαινε το δίχως άλλο σ` αυτό το απρόσμενο ταξίδι που τον γέμιζε χαρά και σκέψεις...
... Ο Αργύρης χαμογέλασε στο φίλο του [Νορντίν] και του`σφιξε το χέρι... "Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί αγαπώ ένα τουρκόπουλο σαν εσένα. Ποιος μου λέει πως ο προ-προπαππούς σου δεν ήταν εκείνος ο άγριος καβαλάρης που πήρε το κεφάλι του δικού μου προ-προπαππού; Να`ναι ευχαριστημένες οι ψυχές τους για τη φιλία μας ή να τρίζουν τα κόκαλά τους από την οργή; Ποιος κάνει τους ανθρώπους άγριους φονιάδες; Και γιατί θα`πρεπε να μη σ` αγαπώ, ακόμα κι αν έχεις για πρόγονο έναν αιμοβόρο πολεμιστή; Σε λίγα χρόνια θα ντυθούμε κι εμείς στρατιώτες, Νορντίν. Εσύ στο από δω φυλάκιο κι εγώ στο από κει. Στο κανάλι που χωρίζει το νησί μου από τη στεριά σου. Με τα κιάλια θα παρακολουθούμε ο ένας τον άλλο. Θα μας έχουν μάθει να ρίχνουμε διάνα στο στόχο. Μπορεί να σε σκοτώσω ,Νορντίν, μπορεί να με σκοτώσεις. Γιατί αυτό, Νορντίν; Τίποτα δεν άλλαξε, Νορντίν, από την εποχή των προπαππούδων μας. Το μακελειό και ο θάνατος είναι ακόμη ζήτημα περιστάσεων. 'Αραγε δεν υπάρχει ελπίδα;Δεν υπάρχει σωτηρία;Να μπορούσαμε, λέει, εμείς, τα νέα παιδιά, οι νέοι άνθρωποι, να τ`αλλάζαμε όλα αυτά! Να φτιάχναμε τον καινούργιο στρατό , το στρατό της φιλίας και της αγάπης!"
Αυτά είπε ο Αργύρης με το βλέμμα του και με την καρδιά του στον Νορντίν χαμογελώντας του φιλικά. Κι ο Νορντίν, σαν να κατάλαβε, είπε χαμογελαστά κι εκείνος:
- Πάντα φίλοι, Αργκύρη. Πάντα φίλοι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου