"Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων" , Ηρακλή Μήλλα, εκδ. Αλεξάνδρεια 2001
ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ* ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ* ΕΘΝΙΚΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ
Λίγα λόγια για το συγγραφέα
ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ* ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ* ΕΘΝΙΚΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ
Λίγα λόγια για το συγγραφέα
Ο Ηρακλής Μήλλας γεννήθηκε το 1940 στην Τουρκία, έζησε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1971 και έκτοτε διαμένει στην Ελλάδα. Είναι απόφοιτος της Ροβερτείου, με διδακτορικό στην πολιτική επιστήμη από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας. Εργάστηκε ως μηχανικός στην Τουρκία, στην Ελλάδα και σε διάφορες αραβικές χώρες. Μετέφρασε και εξέδωσε στα τουρκικά τα "Άπαντα" του Γ. Σεφέρη και του Κ. Καβάφη, καθώς και έργα άλλων Ελλήνων ποιητών και μυθιστοριογράφων. Το 1991-1994 συνέβαλε στην ίδρυση του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας και δίδαξε σ' αυτό. Σήμερα διδάσκει τουρκική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Έχει εκδώσει μελέτες σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την τουρκική ιστοριογραφία, τα σχολικά βιβλία, την τουρκική λογοτεχνία και τα εθνικά στερεότυπα. Η εικόνα του Έλληνα στην τουρκική λογοτεχνία ήταν το θέμα της διδακτορικής του διατριβής.
Βραβεύτηκε με το Βραβείο Ειρήνης και Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί το 1992 και ομαδικά με το Greek-Turkish Forum to 2001, με το Βραβείο Διδώ Σωτηρίου της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων το 2004 για το βιβλίο του Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων και από την Τουρκική Εταιρεία Εκδοτών το 2005 με το Βραβείο Ελεύθερης Σκέψης και Έκφρασης.
Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ του ΒΙΒΛΙΟΥ
Μεγάλωσα στην Κωνσταντινούπολη. Στα «σοκάκια» της έπαιξα σαν παιδί και σε
πολύ µικρή ηλικία έµαθα τα τουρκικά σαν δεύτερη γλώσσα. Μετά από το «ρωµαίικο»
δηµοτικό - το λέγαµε «η αστική σχολή» - πήγα στη Ροβέρτειο Σχολή, ένα
αµερικανικό τότε γυµνάσιο και λύκειο, µε παράδοση εκατό και πλέον χρόνων, όπου
δίδασκαν Αµερικάνοι δάσκαλοι και όπου οι µαθητές στην πλειοψηφία τους ήταν
Τούρκοι.
Μπορεί αυτό το κοσµοπολίτικο περιβάλλον, εµπλουτισµένο µε Αρµένιους
παιδικούς φίλους (ο Οννίκ π.χ.), µε Εβραίους και Λεβαντίνους γείτονες, µε
Βούλγαρους γαλατάδες, µε Κούρδους χαµάληδες - «Κούρους» τους λέγαµε - µε τις
«οικείες» Ορθόδοξες, Καθολικές και Προτεσταντικές εκκλησίες της συνοικίας µας
δίπλα στα «απόµακρα» τζαµιά και τις συναγωγές, µε τραγικές εθνικές
αντιπαραθέσεις, µε προσωπικές ιστορίες γενναίων γονέων θύµατα αυτών των
αντιπαραθέσεων, ή µπορεί η εποχή, η δεκαετία του εξήντα, όπου από τις αρχές της
κιόλας βρέθηκα µέσα στο φοιτητικό και αριστερό κίνηµα της, ως ο µόνος Ρωµιός -
στην Ελλάδα θα πρέπει να πω, «ο µόνος Έλληνας» - ή µπορεί από άλλες αιτίες που
ποτέ δεν θα µπορέσω να µάθω, ανέπτυξα, θέλω να πιστεύω, µια διάσταση να βλέπω
τον «Άλλο» - και τον εαυτό µου σαν τον κατ’ εξοχήν «Άλλο» - µε ενσυναίσθηση. Για
όσους δεν είναι γνώστες του όρου θα πρέπει να προσθέσω ότι «ενσυναίσθηση»
σηµαίνει να µπορείς (και να θέλεις) να βλέπεις τον «Άλλο» όπως τον «Εαυτό σου»,
να τον βιώνεις. Η λέξη είναι νέα στα ελληνικά και κάποτε χρησιµοποιείται ο όρος
«εµβίωση». Στα αγγλικά, empathy - που σηµαίνει κάθε άλλο παρά εµπάθεια. Ένας
στην πράξη Χριστιανός θα καταλάβαινε «να αγαπάς τον πλησίον σου».
Χαίροµαι που έχω αυτήν την πολυπολιτισµική ταυτότητα και δεν βλέπω γιατί θα
πρέπει τώρα, στα εξήντα µου, να την διαπραγµατευτώ, και µάλιστα µε «απλούς»
ανθρώπους που δεν βίωσαν αυτόν τον πλούτο της ετερότητας.
Τώρα που αναπολώ τα περασµένα, βλέπω ότι υπήρξα ένα µέλος κάποιας
µειονότητας το οποίο προσπαθούσε κάπου να ενταχθεί. Υποπτεύοµαι ότι ενδόµυχα
είµαι ικανοποιηµένος ότι τελικά δεν τα κατάφερα. Όπως ο ροµαντικός J.J. Rousseau -
και αυτό αποτελεί αυτογνωσία, όχι αυταρέσκεια - «αν δεν είµαι καλύτερος από τους
άλλους είµαι τουλάχιστον διαφορετικός». Μπορεί να είναι µαζοχισµός ή κάποια
αδυναµία προσαρµοστικότητας ή η επιµονή των «Άλλων» να µη µε δέχονται όπως
πραγµατικά είµαι, µπορεί κάποιος συνδυασµός αυτών. Αλλά πιστεύω ότι ο
αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει τον συγγραφέα, είναι θέµα εντιµότητας και
αµεσότητας. ∆εν γράφω σαν ένας «τρίτος» παρατηρητής, σαν «αντικειµενικός
επιστήµονας» - ήδη ποιος θα µπορούσε; - αλλά σαν άνθρωπος µε βιώµατα και
αισθήµατα και βέβαια µε προκαταλήψεις και µε παραστάσεις, συχνά «λανθάνουσες».
∆εν θέλω να κρύβοµαι πίσω από την αναφορά της «ουδετερότητας». Ο αναγνώστης
θα κρίνει αν θέλει να µε ακολουθήσει στο δικό µου σκεπτικό και στον κόσµο µου και
σε ποιο βαθµό τελικά είµαι δίκαιος στις κρίσεις µου. Συνεχίζω λοιπόν.
Προσπάθησα να ενταχθώ στην κοινωνία που µε περιέβαλε. Πήρα µέρος στην
πολιτική ζωή της Τουρκίας από πολύ νέος (µέλος µε δράση στο Εργατικό Κόµµα,
TĐP), στον στίβο υπήρξα πρωταθλητής Τουρκίας (το 1962 στα εκατό µέτρα),
εργάσθηκα ως πολιτικός µηχανικός στην Κων/πολη και στην Σµύρνη (απόφοιτος
Πανεπιστηµίου Ροβερτείου, σήµερα Βοσπόρου), µετάφρασα και εξέδωσα ελληνική
ποίηση στα τουρκικά (τα Άπαντα του Σεφέρη, του Καβάφη, του Γκάτσου, και
διάφορα βιβλία του Ελύτη, του Ρίτσου κ.α.), πολύ αργότερα ως «δηµόσιος λειτουργός
του τουρκικού κράτους» ίδρυσα το Τµήµα Νεοελληνικών Σπουδών στην Άγκυρα και
δίδαξα ελληνικά και ελληνική λογοτεχνία (1990-1994), εξέδωσα διάφορα βιβλία µε
θέµα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την ιστορία της Ελλάδας, σχολικά βιβλία των δύο
χωρών, κ.α.Σε µια προχωρηµένη ηλικία φοίτησα ξανά, στο Πανεπιστήµιο της
Άγκυρας (µεταπτυχιακά και διδακτορικό στην πολιτική επιστήµη), είµαι από τους
ιδρυτές του Τουρκικού Ιδρύµατος Ιστορίας και µέλος διάφορων µη-κυβερνητικών
οργανώσεων.
Αυτή η δράση και πολλές προσωπικές φιλίες, αποτελούν την κεντροµόλο δύναµη
η οποία επιτύχαινε την ένταξη. Αλλά υπήρξαν και φυγόκεντρες δυνάµεις. Το
αυταρχικό και ξενοφοβικό τουρκικό κράτος και οι πρωτοβουλίες του. Ο Φόρος
Περιουσίας το 1942, τα Σεπτεµβριανά το 1955, οι απελάσεις το 1964, γεγονότα που
έπληξαν τον πατέρα µου και την οικογένεια. ∆εν άφησαν απλώς σηµάδια, σηµάδεψαν
όλη την ζωή «µας». Οι εθνικιστές Τούρκοι που δεν θέλουν τους «ξένους» και τον
«Άλλο» στην χώρα τους ήταν ένας καθηµερινός και δηµόσιος «µπελάς». Έκτοτε δεν
σέβοµαι τους «ανησυχούντες για τα εθνικά θέµατα». Τέτοιοι «ήρθαν όταν κανένας
δεν µιλούσε και µου µίλησαν». Και ο λόγος τους ήταν τραχύς και η σιωπή των «δικών
µας» καταθλιπτικά τραγική. Εγώ όµως τότε εκεί «µίλησα» και έτσι µου δόθηκε η
ευκαιρία για δέκα οκτώ µήνες να γνωρίσω τον τουρκικό λαό ακόµα καλύτερα σε ένα
«στρατόπεδο εξόριστων», όπως ονοµάζονται οι χώροι όπου στέλνονται να
υπηρετήσουν, σε άθλιες συνθήκες, οι νέοι που θεωρούνται εχθροί του κράτους. Ήταν
µια εµπειρία - µοναδική για «Ρωµιό»- που κάποτε θα ήθελα να την αφηγηθώ.
Το 1971 εγκαταστάθηκα στην (χουντική τότε) Ελλάδα µε την γυναίκα µου και το
πρώτο µας γιο. ∆ούλεψα στην Ελλάδα αλλά και σε διάφορες χώρες στο εξωτερικό
ως µηχανικός και εργολάβος (Αραβία, Κατάρ, Ινδονησία κ.α.). Αυτό µου εξασφάλισε
την οικονοµική µου ανεξαρτησία και την άνεση του αδέσµευτου λόγου. Είµαι
τυχερός που δεν επιβίωσα ως κρατικοδίαιτος.
Λίγο το Πολίτικο ιδίωµα και η προφορά «µας», λίγο ορισµένες τοπικές κοινωνικές
«µας» συνήθειες και παραδόσεις, λίγο η έλλειψη του κοσµοπολίτικου κόσµου που
άφησα πίσω δεν µου εξασφάλισαν, νοµίζω, την πλήρη ένταξη µου ούτε στο
γενικότερο χώρο της Αθήνας. Το σύνδροµο του «µειονοτικού» µάλλον µε
ακολούθησε. Με ξαφνιάζουν, π.χ., καταστάσεις που για τους πολλούς είναι κοινός
τόπος, το «σύνηθες», το φυσικό, το φυσιολογικό. Και αυτό το µάτι του «ξένου», το
οποίο πουθενά δεν µε εγκατάλειψε, παρατηρεί συµπεριφορές που δεν αρέσει στους
πολλούς να υποδεικνύονται.
Ενδιαφέρθηκα για πρώτη φορά µε την εικόνα του «Άλλου» το 1987 όταν ο γιος
µας ο οποίος πήγαινε στο δηµοτικό άρχισε να χαρακτηρίζει τους Τούρκους
«περίεργα». Έτσι έµαθα για τα σχολικά βιβλία. Μετά µε ξάφνιασε η εικόνα του
Έλληνα σε ένα διήγηµα κάποιου γνωστού Τούρκου συγγραφέα. Το 1991 εξέδωσα τα
πρώτα µου δοκίµια για την εικόνα του Έλληνα - την εικόνα «µου» - στην τουρκική
λογοτεχνία. Το θέµα άρχισε να µε συνεπαίρνει: αυτές οι εικόνες, οι κατασκευές, τα
στερεότυπα αποτελούσαν έννοιες µε τις οποίες µπορούσα να ερµηνεύσω τις
φυγόκεντρες δυνάµεις που ανέφερα παραπάνω και που τόσο µε είχαν ενοχλήσει.
Το θέµα που πραγµατεύοµαι εδώ αποτελεί µια προσωπική αναζήτηση που αφορά
όµως πολλούς, όλους µας ουσιαστικά. Η εικόνα του «Άλλου» δεν είναι µια
φωτογραφία, είναι µια κατασκευή, όπως ένας πίνακας ζωγραφικής, η οποία προδίδει
τον δηµιουργό της. Η εικόνα είναι αυτό που φέρουµε µέσα µας, δηλώνει τα γνωστικά
µας όρια. Η εικόνα του «Άλλου» σχετίζεται µε την ταυτότητα µας, µε τον τρόπο που
θέλουµε να είµαστε, και αυτό συχνά δηλώνεται µε το τι δεν θα θέλουµε να είµαστε: ο
«Άλλος».
Μετά από αυτά τα αυτοβιογραφικά, τώρα λίγα λόγια για το κείµενο που
ακολουθεί. Η διάταξη του βιβλίου είναι απλή. Στο πρώτο µέρος παρουσιάζω το «πώς
µας βλέπουν οι Τούρκοι» και στο δεύτερο πώς οι Έλληνες βλέπουν τον «Άλλο».
Κάθε µέρος αποτελείται από τέσσερις υποδιαιρέσεις: α) οι αναζητήσεις για µια
εθνική ταυτότητα, β) η εικόνα του «Άλλου» στα σχολικά βιβλία, γ) στην
ιστοριογραφία και δ) στην λογοτεχνία, βασικά στα µυθιστορήµατα. Μια σχετική
βιβλιογραφία ακολουθεί κάθε κεφάλαιο όπου παρουσιάζονται τα κείµενα που
αναφέρονται στο συγκεκριµένο κεφάλαιο.
∆εν υπάρχει όµως µια συµµετρική οµοιότητα µεταξύ του πρώτου και του
δεύτερου µέρους. Για δύο λόγους. Πρώτον, το δεύτερο µέρος είναι συντοµότερο,
πράγµα που σηµαίνει ότι η εργασία επικεντρώνεται στην τουρκική περίπτωση και ή
ελληνική αποτελεί µάλλον µια πιλοτική µελέτη. Η δεύτερη διαφορά έγκειται στο
ύφος της γραφής. Το πρώτο µέρος ακολουθεί πιο πιστά την «ακαδηµαϊκή» παράδοση
(την οποία ορισµένοι αποκαλούν «επιστηµονική»), έναν σχετικά αποστασιοποιηµένο
λόγο όπου παρουσιάζονται τα φαινόµενα Ενώ στο δεύτερο µέρος µια πιο «ελεύθερη»
γραφή, επειδή εδώ ο λόγος είναι πλέον «µεταξύ µας», αναζητούνται δίαυλοι
επικοινωνίας µε τον αναγνώστη και επιχειρείται µια σύγκριση και αξιολόγηση των
φαινοµένων, συχνά µέσα από προσωπικές τοποθετήσεις. Χωρίς αυτό βέβαια να
σηµαίνει ότι το δεύτερο µέρος είναι λιγότερο έγκυρο.
Ο κορµός της εργασίας βασίζεται σε ανάλυση κειµένου µε γνώµονα το «Εγώ» και
τον «Άλλο». Η µελέτη σχετίζεται µε πολλές σφαίρες έρευνας: ιστορία, πολιτική
επιστήµη, κοινωνική ψυχολογία, λογοτεχνική κριτική και ιστορία λογοτεχνίας,
διεθνείς σχέσεις, φιλοσοφία, σηµειολογία, ανθρωπολογία, κ.α. Λόγω χώρου,
αναγκαστικά, υποθέτω ότι ο αναγνώστης είναι γνώστης ως ένα σηµείο τουλάχιστον,
των βασικών αρχών αυτών των θεµάτων. Προσπάθησα να επικεντρωθώ στα
γεγονότα και να «παρουσιάσω» τα φαινόµενα παρά να τα «ορίσω» µέσα σε ένα
θεωρητικό σχολιασµό. Υπάρχουν πολλές µελέτες που αναφέρονται στον «Άλλο», δεν
υπήρχε όµως µια µελέτη για τον Έλληνα και τον Τούρκο και για την σχέση τους στο
επίπεδο των παραστάσεων, των εικόνων, των στερεοτύπων, των κατασκευών. Αυτός
είναι ο σκοπός αυτής της εργασίας.
Μπορεί να επιχειρηθούν διάφορες αναγνώσεις. Ο ειδικός θα βρει πηγές και
αναφορές χρήσιµες για περαιτέρω έρευνα. Το ∆εύτερο Κεφάλαιο αποτελεί µια
εµπεριστατωµένη µελέτη σχετικά µε το εκπαιδευτικό σύστηµα της σύγχρονης
Τουρκίας. Το Τρίτο Κεφάλαιο ενδεχοµένως να ενδιαφέρει ειδικότερα τους
ιστορικούς. Το Τέταρτο Κεφάλαιο αποτελεί µια παρουσίαση του τουρκικού
µυθιστορήµατος από το 1870 µέχρι σήµερα και των αναζητήσεων στον λογοτεχνικό
κόσµο της Τουρκίας. Όποιος προτιµά µπορεί να αγνοήσει τα κύρια ονόµατα και τις
παραποµπές και να παρακολουθήσει τις αναζητήσεις των Τούρκων και των Ελλήνων
στο χώρο της «εθνικής ταυτότητας», του «Άλλου» και των εικόνων.
∆εν αναφέροµαι στις διµερείς πολιτικές µας σχέσεις ούτε στην ιστορία αυτών των
σχέσεων. Αλλά πιστεύω ότι πολιτικές και «ιστορίες», όλες είναι απόρροια αυτών των
εικόνων. Αυτό γίνεται αντιληπτό από «εµάς» ευκολότερα όταν παρατηρούµε την
«Άλλη» πλευρά, βλέπουµε να «έχουν προκαταλήψεις» (και το αντίστροφο για τους
«Άλλους»). Η παιδεία, η ιστοριογραφία και η λογοτεχνία, εκατέρωθεν, έπαιξαν και
συνεχίζουν να παίζουν ένα σηµαντικό ρόλο σε όλες τις λειτουργίες που αφορούν τις
κρίσεις µας, τις «γνώσεις» µας και τις αποφάσεις µας και που σχετίζονται µε τον
«Άλλο». Με αυτήν την έννοια αυτή η εργασία είναι άκρως πολιτική. Είναι µια
παρέµβαση στα κοινά. Και βασικά ένα βοήθηµα για αυτούς που πιστεύουν µε
αυτοπεποίθηση ότι η δική τους σκέψη είναι στην ουσία ανεπηρέαστη από τα πάτρια
στερεότυπα.
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ του ΒΙΒΛΙΟΥ
Οι εθνικές εντάσεις του παρελθόντος συνέβαλαν στην δηµιουργία µιας αρνητικής
εικόνας του «Άλλου», αλλά αυτή η εικόνα µε την σειρά της είναι µια από τις αιτίες
των εντάσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι προθέσεις και το ποιόν του «Άλλου»
εκτιµούνται σύµφωνα µε τα στερεότυπα που κατασκευάζει η εκάστοτε κοινωνία.
Αναγνωρίζουµε το περιβάλλον µας µε τα γνωστικά συστήµατα που διαθέτουµε.
Αυτές οι κοινωνικές κατασκευές, οι προκαταλήψεις, λειτουργούν (εκλαµβάνονται)
ως «γνώση», ως «πληροφορία» ως µια «αλήθεια». Αναπαράγονται µέσα στα σχολικά
βιβλία, στην ιστοριογραφία, στην λογοτεχνία, κ.α.
∆εν είµαστε µόνο υποχρεωµένοι να ζούµε µε τον «Άλλο» για λόγους γεωγραφίας,
αλλά να ζούµε και µε τις εθνικές εικόνες µας, µε τα στερεότυπα µας, µε έναν «Άλλο»
που φτιάξαµε σύµφωνα µε τις ανάγκες µας.
Στο Πρώτο Μέρος παρουσίασα τους «Τούρκους» και τις αναζητήσεις τους µέσα
από τους κρατικούς µηχανισµούς (τα σχολικά βιβλία), την διανόηση (την
ιστοριογραφία) και την (πιο λαϊκή) λογοτεχνική έκφραση. ∆εν θα επαναλάβω τα
γενικά συµπεράσµατα σχετικά µε την εικόνα που έχουν για τον Έλληνα και την
ταυτότητα τους. Ο αναγνώστης µπορεί να ανατρέξει στο τέλος του Τέταρτου
Κεφαλαίου. Θα υπενθυµίσω µόνο δύο βασικά πορίσµατα που δεν θα πρέπει να µας
διαφύγουν.
Πρώτον, ο «Έλληνας» αποτελεί µια πηγή ανασφάλειας και ανησυχίας. Ο
ανθελληνικός λόγος (η αρνητική εικόνα του Έλληνα) στον τουρκικό λόγο λειτουργεί
αµυντικά κατά µιας «απειλής». Οι εθνικιστές Τούρκοι εκλαµβάνουν τον Έλληνα όχι
µόνο σαν έναν ιστορικό κληρονόµο των εδαφών τους αλλά και σαν µια δύναµη που
τα τελευταία διακόσια χρόνια επιτυχαίνει, µε την βοήθεια της ∆ύσης, να υλοποιεί την
Μεγάλη Ιδέα. Ο «Άλλος», σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι µια πολιτική (και βασική
κρατική) κατασκευή: µια µακροχρόνια απειλή κατά των κυριαρχικών «µας»
δικαιωµάτων. Τα σχολικά βιβλία, ο λόγος των εθνικιστών και των Ανατολιστών
συγγραφέων δεν αφήνουν περιθώρια αµφισβήτησης αυτής της εικόνας.
∆εύτερον, αυτή η εικόνα του Έλληνα δεν είναι η µόνη. Υπάρχουν διάφορες. Η
τουρκική κοινωνία καθώς ακόµη αναζητεί να ορίσει την ταυτότητα της (βλ.
Κεφάλαιο Πρώτο και Τέταρτο), έχει κατασκευάσει και µια θετική εικόνα του
«Άλλου». Αυτό το είδαµε στον λόγο των σύγχρονων ιστορικών όπως και σε
µεγαλύτερο βαθµό στους Ανθρωπιστές συγγραφείς. Εάν ο αναγνώστης τελικά έβγαλε
το γενικό συµπέρασµα (εάν συγκράτησε) ότι η εικόνα του Έλληνα στον τουρκικό
λόγο είναι µόνο εξαιρετικά αρνητική και διεστραµµένη, αυτό ενδεχοµένως να είναι
ένα αποτέλεσµα των «δικών µας» στερεοτύπων: παρατηρούµε ότι διδαχτήκαµε να
βλέπουµε. Η πρόθεση µου ήταν άλλη. Να δείξω ότι το κακό και το καλό δεν
διαµοιράζεται στις δύο πλευρές των συνόρων αλλά βρίσκεται µέσα σε κάθε χώρο.
Ούτε εξοµοίωσα τις δύο κοινωνίες. Μεταξύ των Ελλήνων π.χ., δεν υπάρχει κανένα
αίσθηµα ανασφάλειας σχετικά µε τα εδαφικά «δικαιώµατα». Οι Έλληνες αισθάνονται
να ζουν στα πάτρια εδάφη τους, σαν ένας αρχαίος λαός της περιοχής. Ο εχθρός το
πολύ να είναι κάποιος ξένος εισβολέας. Με άλλα λόγια έδειξα απλώς ότι α) υπάρχουν
κοινά σηµεία όπως και β) διαφορετικά. Το πρώτο όµως ενοχλεί όσους βλέπουν το
«Εµείς» σαν τους µοναδικούς της υφηλίου. Βλέπω δύο συγκοινωνούντα δοχεία που
είναι όµως διαφορετικά. Οι εθνοκεντρικοί διανοούµενοι, δηλαδή αυτοί που έχουν
ανεπτυγµένη την «εθνική τους συνείδηση», αναπαράγουν τον λόγο όλων των
εθνικιστών: ήµασταν και είµαστε οι καλύτεροι (ή οι εν δυνάµει καλύτεροι), οι
δικαιότεροι, ο «Άλλος» είναι κακός, κ.α. Αυτός ο λόγος δεν ξαφνιάζει και είναι το
κοινό χαρακτηριστικό όλων των εθνών, µπορεί ο αναγκαίος λόγος για την ύπαρξη
των εθνών.
Παρουσίασα διεξοδικά τις ιδιαιτερότητες της Τουρκίας. Από την άλλη πλευρά,
όπως είδαµε, στον ελληνικό λόγο η Τουρκοκρατία έχει µια ιδιάζουσα θέση. Είναι η
περίοδος δυστυχίας του έθνους, όπου τα πάντα ήταν φονικά, ένα διάλειµµα στον Άδη.
Αυτό είναι ένα από τα «σταθερά» στοιχεία του ελληνικού λόγου σχετικά µε το
παρελθόν. Παρ’ όλο που συχνά βλέπουµε περιγραφές µιας ευχάριστης
καθηµερινότητας των Ελλήνων σε τουρκοκρατούµενες περιοχές, όταν ο χρόνος
αναφέρεται σε περιόδους µετά το 1821, και διαβάζουµε για Έλληνες που επέλεγαν να
φύγουν από τον ελλαδικό χώρο και να πάνε να ζήσουν (ευτυχισµένα) στην
οθωµανική επικράτεια, η «Τουρκοκρατία», αυτή του πριν το 1821, είναι πάντα
χωρίς εξαίρεση αρνητική και µόνο. Έτσι και ο «ιστορικός Τούρκος», αυτός της
«κλασικής Τουρκοκρατίας», είναι ο «αρνητικός», (ενώ, όπως είδαµε, ο
«συγκεκριµένος», ο γνωστός, απεικονίζεται πιο ρεαλιστικά, πιο σύνθετα).
Η Τουρκοκρατία, σύµφωνα µε τον Βικέλα, ενδυνάµωσε την ελληνική εθνική
συνείδηση, µας ένωσε: το έθνος και η ιστορία του βασίζονται στην µνήµη των
«διωγµών και σφαγών» των προγόνων. Ο Βενέζης είναι το ίδιο σαφής: είµαστε ένα
έθνος µνήµης. Πρέπει να θυµόµαστε όσα υποφέραµε από «τον Τούρκο». Χωρίς αυτά
(τα αρνητικά) κλονίζεται η «εθνική συνείδηση». Αυτό εκφράζεται πολύ συχνά και
από τους «ανησυχούντες» όταν τίθεται θέµα ελληνοτουρκικής προσέγγισης: «δηλαδή
να ξεχάσουµε την ιστορία µας; Θα πρέπει να αλλάξουµε τα σχολικά µας βιβλία, για να
ικανοποιήσουµε τους Τούρκους;» Έχουν δίκιο, αν δεχτούµε ότι αυτή η ερµηνεία της
ιστορίας είναι η µοναδική ή η απαραίτητη για την ύπαρξη του «έθνους».
Η Τουρκοκρατία είναι όντως µια εθνική µεταφορά ριζωµένη στην συνείδηση του
ελληνικού λαού. Έχει µια λειτουργικότητα. Ταυτίζεται αρµονικά µε παµπάλαιες
λαϊκές παραδόσεις και µε υπαρξιακούς συνειρµούς και επιτυγχάνει µια κοινωνική
συναίνεση. Τα γεγονότα αποκτούν νόηµα µέσα από γνωστά περιστατικά και
σύµβολα. Η Ανάσταση του έθνους και του Κυρίου παραλληλίζονται. Μια
παραδοσιακή φρασεολογία χρησιµοποιείται για τα πάθη και την δικαίωση του
«έθνους»: ήταν όλα σύµφωνα µε «τας γραφάς», «ήταν θέληµα Θεού η Πόλη να
τουρκέψει» λέει ένα λαϊκό ποίηµα. Και ο Γολγοθάς, τα πάθη, είναι τα χρόνια της
σκλαβιάς. Αλλά το µαρτύριο και οι θυσίες είναι η προϋπόθεση για την δικαίωση, για
την ελευθερία. ∆εν νοείται λύτρωση χωρίς µαρτύριο. ∆ικαίωση χωρίς ήρωες ή
αγίους. Τι επανάσταση θα ήταν το 21 αν δεν ήταν κατά κάποιου εχθρού, κάποιου
αρνητικού «Άλλου»; Η Τουρκοκρατία «πρέπει» να είναι αρνητική για να αποκτήσει
νόηµα το νέο έθνος-κράτος.
Έτσι γίνεται κατανοητή και η επιµονή στη γενική αρνητική εικόνα του «Άλλου»
της Τουρκοκρατίας και οι ανησυχίες ορισµένων για πιθανές αλλαγές της «ιστορίας
µας». Αυτή η εικόνα έχει σχέση µε µια εθνική ταυτότητα. (Ο δε Seaton-Watson
υποστηρίζει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες βιώνουν πλέον την αθανασία µέσα από την
διαχρονικότητα του έθνους.) Είναι λάθος να τίθεται το πρόβληµα σαν µια
αντικειµενική αναζήτηση κάποιας ιστορικής αλήθειας ή αλλαγής κάποιων σχολικών
εγχειριδίων. Ο «ιστορικός Άλλος» είναι µια εικόνα επίµονη και έχει ισχυρά
ερείσµατα.
Οι πρακτικές επιπτώσεις αυτών των εικόνων στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής
δεν αποτέλεσαν µέρος αυτής της µελέτης. Στην Τουρκία η σχέση «εικόνες του Άλλου
- πολιτικές συµπεριφορές µας» δεν απασχόλησε την βιβλιογραφία παρά µόνο
περιστασιακά. Στην Ελλάδα είµαστε πιο τυχεροί. Ο Αλέξης Ηρακλείδης µε Την
Ελλάδα Και Ο «Εξ Ανατολών Κίνδυνος» (Πόλις, 2001) προσεγγίζει το θέµα σε βάθος
και µε ένα πρωτοποριακό τρόπο: «η ελληνοτουρκική διένεξη δεν οφείλεται τόσο στις
διαφορές καθεαυτές όσο σε ψυχολογικούς και εσωτερικούς παράγοντες: στην έντονη
αµοιβαία καχυποψία, στους εκατέρωθεν φόβους για την εθνική ασφάλεια (που συχνά
αγγίζουν τα όρια της ψύχωσης), στην ανασφαλή εθνική ταυτότητα, στις εσωτερικές
πολιτικές σκοπιµότητες, στον εκβιασµό που ασκούν οι «ανησυχούντες» ιέρακες που
ζουν από την αντιπαράθεση, και µερικές φορές, και στο εθνικό λαϊκό παραλήρηµα» (σ.
329). Αυτή η εργασία, πιστεύω, καλύπτει το θέµα των ελληνοτουρκικών πολιτικών
διενέξεων και αποτελεί µια συνέχεια του προβληµατισµού µου.
Πιστεύω επίσης ότι η προσπάθεια των Υπουργών Γ. Παπανδρέου - Ι. Τζεµ να
βελτιώσουν τις σχέσεις των δύο λαών, να βελτιώσουν τις εικόνας που έχουν οι λαοί
για τον «Άλλο», είναι µακροπρόθεσµα εποικοδοµητική. Θα πρέπει µέσα από την
επικοινωνία των ατόµων και των φορέων η εικόνα να αλλάξει: αντί ενός ιστορικού ή
ενός ιδεατού «Άλλου» να παρουσιαστεί ο συγκεκριµένος, ο υπαρκτός γείτονας. Με
όλα του τα ελαττώµατα θα είναι καλύτερος.
Ο χορός της φωτιάς των εικόνων συνεχίζεται όµως, καίοντας και ελάχιστα
φωτίζοντας. Το θέµα είναι σύνθετο. Είναι ιδεολογικό και έχει σχέση µε τις
προσωπικές µας επιλογές στο χώρο των ταυτοτήτων. Η απεξάρτηση από τα εθνικά
στερεότυπα είναι τελικά ένα προσωπικό στοίχηµα. Όχι χωρίς τίµηµα. Κερδίζεις την
ελευθερία κρίσης και χάνεις την βολή της κοινωνικής συγκατάβασης.