Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

"ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ και ΤΟΥΡΚΩΝ" , Ηρακλής Μήλλας

"Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων" , Ηρακλή Μήλλα, εκδ. Αλεξάνδρεια 2001

ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ* ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ* ΕΘΝΙΚΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ




Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων


Λίγα λόγια για το συγγραφέα

Ο Ηρακλής Μήλλας γεννήθηκε το 1940 στην Τουρκία, έζησε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1971 και έκτοτε διαμένει στην Ελλάδα. Είναι απόφοιτος της Ροβερτείου, με διδακτορικό στην πολιτική επιστήμη από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας. Εργάστηκε ως μηχανικός στην Τουρκία, στην Ελλάδα και σε διάφορες αραβικές χώρες. Μετέφρασε και εξέδωσε στα τουρκικά τα "Άπαντα" του Γ. Σεφέρη και του Κ. Καβάφη, καθώς και έργα άλλων Ελλήνων ποιητών και μυθιστοριογράφων. Το 1991-1994 συνέβαλε στην ίδρυση του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας και δίδαξε σ' αυτό. Σήμερα διδάσκει τουρκική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Έχει εκδώσει μελέτες σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την τουρκική ιστοριογραφία, τα σχολικά βιβλία, την τουρκική λογοτεχνία και τα εθνικά στερεότυπα. Η εικόνα του Έλληνα στην τουρκική λογοτεχνία ήταν το θέμα της διδακτορικής του διατριβής.
 Βραβεύτηκε με το Βραβείο Ειρήνης και Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί το 1992  και ομαδικά με το Greek-Turkish Forum to 2001, με το Βραβείο Διδώ Σωτηρίου της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων το 2004 για το βιβλίο του Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων και από την Τουρκική Εταιρεία Εκδοτών το 2005 με το Βραβείο Ελεύθερης Σκέψης και Έκφρασης. 

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ του ΒΙΒΛΙΟΥ


Μεγάλωσα στην Κωνσταντινούπολη. Στα «σοκάκια» της έπαιξα σαν παιδί και σε 
πολύ µικρή ηλικία έµαθα τα τουρκικά σαν δεύτερη γλώσσα. Μετά από το «ρωµαίικο» 
δηµοτικό - το λέγαµε «η αστική σχολή» - πήγα στη Ροβέρτειο Σχολή, ένα 
αµερικανικό τότε γυµνάσιο και λύκειο, µε παράδοση εκατό και πλέον χρόνων, όπου 
δίδασκαν Αµερικάνοι δάσκαλοι και όπου οι µαθητές στην πλειοψηφία τους ήταν 
Τούρκοι. 
 Μπορεί αυτό το κοσµοπολίτικο περιβάλλον, εµπλουτισµένο µε Αρµένιους 
παιδικούς φίλους (ο Οννίκ π.χ.), µε Εβραίους και Λεβαντίνους γείτονες, µε 
Βούλγαρους γαλατάδες, µε Κούρδους χαµάληδες - «Κούρους» τους λέγαµε - µε τις 
«οικείες» Ορθόδοξες, Καθολικές και Προτεσταντικές εκκλησίες της συνοικίας µας 
δίπλα στα «απόµακρα» τζαµιά και τις συναγωγές, µε τραγικές εθνικές 
αντιπαραθέσεις, µε προσωπικές ιστορίες γενναίων γονέων θύµατα αυτών των 
αντιπαραθέσεων, ή µπορεί η εποχή, η δεκαετία του εξήντα, όπου από τις αρχές της 
κιόλας βρέθηκα µέσα στο φοιτητικό και αριστερό κίνηµα της, ως ο µόνος Ρωµιός - 
στην Ελλάδα θα πρέπει να πω, «ο µόνος Έλληνας» - ή µπορεί από άλλες αιτίες που 
ποτέ δεν θα µπορέσω να µάθω, ανέπτυξα, θέλω να πιστεύω, µια διάσταση να βλέπω 
τον «Άλλο» - και τον εαυτό µου σαν τον κατ’ εξοχήν «Άλλο» - µε ενσυναίσθηση. Για 
όσους δεν είναι γνώστες του όρου θα πρέπει να προσθέσω ότι «ενσυναίσθηση» 
σηµαίνει να µπορείς (και να θέλεις) να βλέπεις τον «Άλλο» όπως τον «Εαυτό σου», 
να τον βιώνεις. Η λέξη είναι νέα στα ελληνικά και κάποτε χρησιµοποιείται ο όρος 
«εµβίωση». Στα αγγλικά, empathy - που σηµαίνει κάθε άλλο παρά εµπάθεια. Ένας 
στην πράξη Χριστιανός θα καταλάβαινε «να αγαπάς τον πλησίον σου». 
 Χαίροµαι που έχω αυτήν την πολυπολιτισµική ταυτότητα και δεν βλέπω γιατί θα 
πρέπει τώρα, στα εξήντα µου, να την διαπραγµατευτώ, και µάλιστα µε «απλούς» 
ανθρώπους που δεν βίωσαν αυτόν τον πλούτο της ετερότητας. 
 Τώρα που αναπολώ τα περασµένα, βλέπω ότι υπήρξα ένα µέλος κάποιας 
µειονότητας το οποίο προσπαθούσε κάπου να ενταχθεί. Υποπτεύοµαι ότι ενδόµυχα 
είµαι ικανοποιηµένος ότι τελικά δεν τα κατάφερα. Όπως ο ροµαντικός J.J. Rousseau - 
και αυτό αποτελεί αυτογνωσία, όχι αυταρέσκεια - «αν δεν είµαι καλύτερος από τους 
άλλους είµαι τουλάχιστον διαφορετικός». Μπορεί να είναι µαζοχισµός ή κάποια 
αδυναµία προσαρµοστικότητας ή η επιµονή των «Άλλων» να µη µε δέχονται όπως 
πραγµατικά είµαι, µπορεί κάποιος συνδυασµός αυτών. Αλλά πιστεύω ότι ο 
αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει τον συγγραφέα, είναι θέµα εντιµότητας και 
αµεσότητας. ∆εν γράφω σαν ένας «τρίτος» παρατηρητής, σαν «αντικειµενικός 
επιστήµονας» - ήδη ποιος θα µπορούσε; - αλλά σαν άνθρωπος µε βιώµατα και 
αισθήµατα και βέβαια µε προκαταλήψεις και µε παραστάσεις, συχνά «λανθάνουσες». 
∆εν θέλω να κρύβοµαι πίσω από την αναφορά της «ουδετερότητας». Ο αναγνώστης 
θα κρίνει αν θέλει να µε ακολουθήσει στο δικό µου σκεπτικό και στον κόσµο µου και 
σε ποιο βαθµό τελικά είµαι δίκαιος στις κρίσεις µου. Συνεχίζω λοιπόν. 
 Προσπάθησα να ενταχθώ στην κοινωνία που µε περιέβαλε. Πήρα µέρος στην 
πολιτική ζωή της Τουρκίας από πολύ νέος (µέλος µε δράση στο Εργατικό Κόµµα, 
TĐP), στον στίβο υπήρξα πρωταθλητής Τουρκίας (το 1962 στα εκατό µέτρα), 
εργάσθηκα ως πολιτικός µηχανικός στην Κων/πολη και στην Σµύρνη (απόφοιτος 
Πανεπιστηµίου Ροβερτείου, σήµερα Βοσπόρου), µετάφρασα και εξέδωσα ελληνική 
ποίηση στα τουρκικά (τα Άπαντα του Σεφέρη, του Καβάφη, του Γκάτσου, και 
διάφορα βιβλία του Ελύτη, του Ρίτσου κ.α.), πολύ αργότερα ως «δηµόσιος λειτουργός 
του τουρκικού κράτους» ίδρυσα το Τµήµα Νεοελληνικών Σπουδών στην Άγκυρα και 
δίδαξα ελληνικά και ελληνική λογοτεχνία (1990-1994), εξέδωσα διάφορα βιβλία µε 
θέµα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την ιστορία της Ελλάδας, σχολικά βιβλία των δύο 
χωρών, κ.α.Σε µια προχωρηµένη ηλικία φοίτησα ξανά, στο Πανεπιστήµιο της 
Άγκυρας (µεταπτυχιακά και διδακτορικό στην πολιτική επιστήµη), είµαι από τους 
ιδρυτές του Τουρκικού Ιδρύµατος Ιστορίας και µέλος διάφορων µη-κυβερνητικών 
οργανώσεων. 
 Αυτή η δράση και πολλές προσωπικές φιλίες, αποτελούν την κεντροµόλο δύναµη 
η οποία επιτύχαινε την ένταξη. Αλλά υπήρξαν και φυγόκεντρες δυνάµεις. Το 
αυταρχικό και ξενοφοβικό τουρκικό κράτος και οι πρωτοβουλίες του. Ο Φόρος 
Περιουσίας το 1942, τα Σεπτεµβριανά το 1955, οι απελάσεις το 1964, γεγονότα που 
έπληξαν τον πατέρα µου και την οικογένεια. ∆εν άφησαν απλώς σηµάδια, σηµάδεψαν 
όλη την ζωή «µας». Οι εθνικιστές Τούρκοι που δεν θέλουν τους «ξένους» και τον 
«Άλλο» στην χώρα τους ήταν ένας καθηµερινός και δηµόσιος «µπελάς». Έκτοτε δεν 
σέβοµαι τους «ανησυχούντες για τα εθνικά θέµατα». Τέτοιοι «ήρθαν όταν κανένας 
δεν µιλούσε και µου µίλησαν». Και ο λόγος τους ήταν τραχύς και η σιωπή των «δικών 
µας» καταθλιπτικά τραγική. Εγώ όµως τότε εκεί «µίλησα» και έτσι µου δόθηκε η 
ευκαιρία για δέκα οκτώ µήνες να γνωρίσω τον τουρκικό λαό ακόµα καλύτερα σε ένα 
«στρατόπεδο εξόριστων», όπως ονοµάζονται οι χώροι όπου στέλνονται να 
υπηρετήσουν, σε άθλιες συνθήκες, οι νέοι που θεωρούνται εχθροί του κράτους. Ήταν 
µια εµπειρία - µοναδική για «Ρωµιό»- που κάποτε θα ήθελα να την αφηγηθώ. 
 Το 1971 εγκαταστάθηκα στην (χουντική τότε) Ελλάδα µε την γυναίκα µου και το 
πρώτο µας γιο. ∆ούλεψα στην Ελλάδα αλλά και σε διάφορες χώρες στο εξωτερικό 
ως µηχανικός και εργολάβος (Αραβία, Κατάρ, Ινδονησία κ.α.). Αυτό µου εξασφάλισε 
την οικονοµική µου ανεξαρτησία και την άνεση του αδέσµευτου λόγου. Είµαι 
τυχερός που δεν επιβίωσα ως κρατικοδίαιτος. 
 Λίγο το Πολίτικο ιδίωµα και η προφορά «µας», λίγο ορισµένες τοπικές κοινωνικές 
«µας» συνήθειες και παραδόσεις, λίγο η έλλειψη του κοσµοπολίτικου κόσµου που 
άφησα πίσω δεν µου εξασφάλισαν, νοµίζω, την πλήρη ένταξη µου ούτε στο 
γενικότερο χώρο της Αθήνας. Το σύνδροµο του «µειονοτικού» µάλλον µε 
ακολούθησε. Με ξαφνιάζουν, π.χ., καταστάσεις που για τους πολλούς είναι κοινός 
τόπος, το «σύνηθες», το φυσικό, το φυσιολογικό. Και αυτό το µάτι του «ξένου», το 
οποίο πουθενά δεν µε εγκατάλειψε, παρατηρεί συµπεριφορές που δεν αρέσει στους 
πολλούς να υποδεικνύονται. 
 Ενδιαφέρθηκα για πρώτη φορά µε την εικόνα του «Άλλου» το 1987 όταν ο γιος 
µας ο οποίος πήγαινε στο δηµοτικό άρχισε να χαρακτηρίζει τους Τούρκους 
«περίεργα». Έτσι έµαθα για τα σχολικά βιβλία. Μετά µε ξάφνιασε η εικόνα του 
Έλληνα σε ένα διήγηµα κάποιου γνωστού Τούρκου συγγραφέα. Το 1991 εξέδωσα τα 
πρώτα µου δοκίµια για την εικόνα του Έλληνα - την εικόνα «µου» - στην τουρκική 
λογοτεχνία. Το θέµα άρχισε να µε συνεπαίρνει: αυτές οι εικόνες, οι κατασκευές, τα 
στερεότυπα αποτελούσαν έννοιες µε τις οποίες µπορούσα να ερµηνεύσω τις 
φυγόκεντρες δυνάµεις που ανέφερα παραπάνω και που τόσο µε είχαν ενοχλήσει. 
 Το θέµα που πραγµατεύοµαι εδώ αποτελεί µια προσωπική αναζήτηση που αφορά 
όµως πολλούς, όλους µας ουσιαστικά. Η εικόνα του «Άλλου» δεν είναι µια 
φωτογραφία, είναι µια κατασκευή, όπως ένας πίνακας ζωγραφικής, η οποία προδίδει 
τον δηµιουργό της. Η εικόνα είναι αυτό που φέρουµε µέσα µας, δηλώνει τα γνωστικά 
µας όρια. Η εικόνα του «Άλλου» σχετίζεται µε την ταυτότητα µας, µε τον τρόπο που 
θέλουµε να είµαστε, και αυτό συχνά δηλώνεται µε το τι δεν θα θέλουµε να είµαστε: ο 
«Άλλος». 
Μετά από αυτά τα αυτοβιογραφικά, τώρα λίγα λόγια για το κείµενο που 
ακολουθεί. Η διάταξη του βιβλίου είναι απλή. Στο πρώτο µέρος παρουσιάζω το «πώς 
µας βλέπουν οι Τούρκοι» και στο δεύτερο πώς οι Έλληνες βλέπουν τον «Άλλο». 
Κάθε µέρος αποτελείται από τέσσερις υποδιαιρέσεις: α) οι αναζητήσεις για µια 
εθνική ταυτότητα, β) η εικόνα του «Άλλου» στα σχολικά βιβλία, γ) στην 
ιστοριογραφία και δ) στην λογοτεχνία, βασικά στα µυθιστορήµατα. Μια σχετική 
βιβλιογραφία ακολουθεί κάθε κεφάλαιο όπου παρουσιάζονται τα κείµενα που 
αναφέρονται στο συγκεκριµένο κεφάλαιο. 
 ∆εν υπάρχει όµως µια συµµετρική οµοιότητα µεταξύ του πρώτου και του 
δεύτερου µέρους. Για δύο λόγους. Πρώτον, το δεύτερο µέρος είναι συντοµότερο, 
πράγµα που σηµαίνει ότι η εργασία επικεντρώνεται στην τουρκική περίπτωση και ή 
ελληνική αποτελεί µάλλον µια πιλοτική µελέτη. Η δεύτερη διαφορά έγκειται στο 
ύφος της γραφής. Το πρώτο µέρος ακολουθεί πιο πιστά την «ακαδηµαϊκή» παράδοση 
(την οποία ορισµένοι αποκαλούν «επιστηµονική»), έναν σχετικά αποστασιοποιηµένο 
λόγο όπου παρουσιάζονται τα φαινόµενα Ενώ στο δεύτερο µέρος µια πιο «ελεύθερη» 
γραφή, επειδή εδώ ο λόγος είναι πλέον «µεταξύ µας», αναζητούνται δίαυλοι 
επικοινωνίας µε τον αναγνώστη και επιχειρείται µια σύγκριση και αξιολόγηση των 
φαινοµένων, συχνά µέσα από προσωπικές τοποθετήσεις. Χωρίς αυτό βέβαια να 
σηµαίνει ότι το δεύτερο µέρος είναι λιγότερο έγκυρο. 
 Ο κορµός της εργασίας βασίζεται σε ανάλυση κειµένου µε γνώµονα το «Εγώ» και 
τον «Άλλο». Η µελέτη σχετίζεται µε πολλές σφαίρες έρευνας: ιστορία, πολιτική 
επιστήµη, κοινωνική ψυχολογία, λογοτεχνική κριτική και ιστορία λογοτεχνίας, 
διεθνείς σχέσεις, φιλοσοφία, σηµειολογία, ανθρωπολογία, κ.α. Λόγω χώρου, 
αναγκαστικά, υποθέτω ότι ο αναγνώστης είναι γνώστης ως ένα σηµείο τουλάχιστον, 
των βασικών αρχών αυτών των θεµάτων. Προσπάθησα να επικεντρωθώ στα 
γεγονότα και να «παρουσιάσω» τα φαινόµενα παρά να τα «ορίσω» µέσα σε ένα 
θεωρητικό σχολιασµό. Υπάρχουν πολλές µελέτες που αναφέρονται στον «Άλλο», δεν 
υπήρχε όµως µια µελέτη για τον Έλληνα και τον Τούρκο και για την σχέση τους στο 
επίπεδο των παραστάσεων, των εικόνων, των στερεοτύπων, των κατασκευών. Αυτός 
είναι ο σκοπός αυτής της εργασίας. 
 Μπορεί να επιχειρηθούν διάφορες αναγνώσεις. Ο ειδικός θα βρει πηγές και 
αναφορές χρήσιµες για περαιτέρω έρευνα. Το ∆εύτερο Κεφάλαιο αποτελεί µια 
εµπεριστατωµένη µελέτη σχετικά µε το εκπαιδευτικό σύστηµα της σύγχρονης 
Τουρκίας. Το Τρίτο Κεφάλαιο ενδεχοµένως να ενδιαφέρει ειδικότερα τους 
ιστορικούς. Το Τέταρτο Κεφάλαιο αποτελεί µια παρουσίαση του τουρκικού 
µυθιστορήµατος από το 1870 µέχρι σήµερα και των αναζητήσεων στον λογοτεχνικό 
κόσµο της Τουρκίας. Όποιος προτιµά µπορεί να αγνοήσει τα κύρια ονόµατα και τις 
παραποµπές και να παρακολουθήσει τις αναζητήσεις των Τούρκων και των Ελλήνων 
στο χώρο της «εθνικής ταυτότητας», του «Άλλου» και των εικόνων. 
 ∆εν αναφέροµαι στις διµερείς πολιτικές µας σχέσεις ούτε στην ιστορία αυτών των 
σχέσεων. Αλλά πιστεύω ότι πολιτικές και «ιστορίες», όλες είναι απόρροια αυτών των 
εικόνων. Αυτό γίνεται αντιληπτό από «εµάς» ευκολότερα όταν παρατηρούµε την 
«Άλλη» πλευρά, βλέπουµε να «έχουν προκαταλήψεις» (και το αντίστροφο για τους 
«Άλλους»). Η παιδεία, η ιστοριογραφία και η λογοτεχνία, εκατέρωθεν, έπαιξαν και 
συνεχίζουν να παίζουν ένα σηµαντικό ρόλο σε όλες τις λειτουργίες που αφορούν τις 
κρίσεις µας, τις «γνώσεις» µας και τις αποφάσεις µας και που σχετίζονται µε τον 
«Άλλο». Με αυτήν την έννοια αυτή η εργασία είναι άκρως πολιτική. Είναι µια 
παρέµβαση στα κοινά. Και βασικά ένα βοήθηµα για αυτούς που πιστεύουν µε 
αυτοπεποίθηση ότι η δική τους σκέψη είναι στην ουσία ανεπηρέαστη από τα πάτρια
 στερεότυπα.

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ του ΒΙΒΛΙΟΥ


Οι εθνικές εντάσεις του παρελθόντος συνέβαλαν στην δηµιουργία µιας αρνητικής 
εικόνας του «Άλλου», αλλά αυτή η εικόνα µε την σειρά της είναι µια από τις αιτίες 
των εντάσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι προθέσεις και το ποιόν του «Άλλου» 
εκτιµούνται σύµφωνα µε τα στερεότυπα που κατασκευάζει η εκάστοτε κοινωνία. 
Αναγνωρίζουµε το περιβάλλον µας µε τα γνωστικά συστήµατα που διαθέτουµε. 
Αυτές οι κοινωνικές κατασκευές, οι προκαταλήψεις, λειτουργούν (εκλαµβάνονται) 
ως «γνώση», ως «πληροφορία» ως µια «αλήθεια». Αναπαράγονται µέσα στα σχολικά 
βιβλία, στην ιστοριογραφία, στην λογοτεχνία, κ.α. 
 ∆εν είµαστε µόνο υποχρεωµένοι να ζούµε µε τον «Άλλο» για λόγους γεωγραφίας, 
αλλά να ζούµε και µε τις εθνικές εικόνες µας, µε τα στερεότυπα µας, µε έναν «Άλλο» 
που φτιάξαµε σύµφωνα µε τις ανάγκες µας. 
 Στο Πρώτο Μέρος παρουσίασα τους «Τούρκους» και τις αναζητήσεις τους µέσα 
από τους κρατικούς µηχανισµούς (τα σχολικά βιβλία), την διανόηση (την 
ιστοριογραφία) και την (πιο λαϊκή) λογοτεχνική έκφραση. ∆εν θα επαναλάβω τα 
γενικά συµπεράσµατα σχετικά µε την εικόνα που έχουν για τον Έλληνα και την 
ταυτότητα τους. Ο αναγνώστης µπορεί να ανατρέξει στο τέλος του Τέταρτου 
Κεφαλαίου. Θα υπενθυµίσω µόνο δύο βασικά πορίσµατα που δεν θα πρέπει να µας 
διαφύγουν. 
 Πρώτον, ο «Έλληνας» αποτελεί µια πηγή ανασφάλειας και ανησυχίας. Ο 
ανθελληνικός λόγος (η αρνητική εικόνα του Έλληνα) στον τουρκικό λόγο λειτουργεί 
αµυντικά κατά µιας «απειλής». Οι εθνικιστές Τούρκοι εκλαµβάνουν τον Έλληνα όχι 
µόνο σαν έναν ιστορικό κληρονόµο των εδαφών τους αλλά και σαν µια δύναµη που 
τα τελευταία διακόσια χρόνια επιτυχαίνει, µε την βοήθεια της ∆ύσης, να υλοποιεί την 
Μεγάλη Ιδέα. Ο «Άλλος», σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι µια πολιτική (και βασική 
κρατική) κατασκευή: µια µακροχρόνια απειλή κατά των κυριαρχικών «µας» 
δικαιωµάτων. Τα σχολικά βιβλία, ο λόγος των εθνικιστών και των Ανατολιστών 
συγγραφέων δεν αφήνουν περιθώρια αµφισβήτησης αυτής της εικόνας. 
 ∆εύτερον, αυτή η εικόνα του Έλληνα δεν είναι η µόνη. Υπάρχουν διάφορες. Η 
τουρκική κοινωνία καθώς ακόµη αναζητεί να ορίσει την ταυτότητα της (βλ. 
Κεφάλαιο Πρώτο και Τέταρτο), έχει κατασκευάσει και µια θετική εικόνα του 
«Άλλου». Αυτό το είδαµε στον λόγο των σύγχρονων ιστορικών όπως και σε 
µεγαλύτερο βαθµό στους Ανθρωπιστές συγγραφείς. Εάν ο αναγνώστης τελικά έβγαλε 
το γενικό συµπέρασµα (εάν συγκράτησε) ότι η εικόνα του Έλληνα στον τουρκικό 
λόγο είναι µόνο εξαιρετικά αρνητική και διεστραµµένη, αυτό ενδεχοµένως να είναι 
ένα αποτέλεσµα των «δικών µας» στερεοτύπων: παρατηρούµε ότι διδαχτήκαµε να 
βλέπουµε. Η πρόθεση µου ήταν άλλη. Να δείξω ότι το κακό και το καλό δεν 
διαµοιράζεται στις δύο πλευρές των συνόρων αλλά βρίσκεται µέσα σε κάθε χώρο. 
 Ούτε εξοµοίωσα τις δύο κοινωνίες. Μεταξύ των Ελλήνων π.χ., δεν υπάρχει κανένα 
αίσθηµα ανασφάλειας σχετικά µε τα εδαφικά «δικαιώµατα». Οι Έλληνες αισθάνονται 
να ζουν στα πάτρια εδάφη τους, σαν ένας αρχαίος λαός της περιοχής. Ο εχθρός το 
πολύ να είναι κάποιος ξένος εισβολέας. Με άλλα λόγια έδειξα απλώς ότι α) υπάρχουν 
κοινά σηµεία όπως και β) διαφορετικά. Το πρώτο όµως ενοχλεί όσους βλέπουν το 
«Εµείς» σαν τους µοναδικούς της υφηλίου. Βλέπω δύο συγκοινωνούντα δοχεία που 
είναι όµως διαφορετικά. Οι εθνοκεντρικοί διανοούµενοι, δηλαδή αυτοί που έχουν 
ανεπτυγµένη την «εθνική τους συνείδηση», αναπαράγουν τον λόγο όλων των 
εθνικιστών: ήµασταν και είµαστε οι καλύτεροι (ή οι εν δυνάµει καλύτεροι), οι 
δικαιότεροι, ο «Άλλος» είναι κακός, κ.α. Αυτός ο λόγος δεν ξαφνιάζει και είναι το 
κοινό χαρακτηριστικό όλων των εθνών, µπορεί ο αναγκαίος λόγος για την ύπαρξη 
των εθνών. 
 Παρουσίασα διεξοδικά τις ιδιαιτερότητες της Τουρκίας. Από την άλλη πλευρά, 
όπως είδαµε, στον ελληνικό λόγο η Τουρκοκρατία έχει µια ιδιάζουσα θέση. Είναι η 
περίοδος δυστυχίας του έθνους, όπου τα πάντα ήταν φονικά, ένα διάλειµµα στον Άδη. 
Αυτό είναι ένα από τα «σταθερά» στοιχεία του ελληνικού λόγου σχετικά µε το 
παρελθόν. Παρ’ όλο που συχνά βλέπουµε περιγραφές µιας ευχάριστης 
καθηµερινότητας των Ελλήνων σε τουρκοκρατούµενες περιοχές, όταν ο χρόνος 
αναφέρεται σε περιόδους µετά το 1821, και διαβάζουµε για Έλληνες που επέλεγαν να 
φύγουν από τον ελλαδικό χώρο και να πάνε να ζήσουν (ευτυχισµένα) στην 
οθωµανική επικράτεια, η «Τουρκοκρατία», αυτή του πριν το 1821, είναι πάντα 
χωρίς εξαίρεση αρνητική και µόνο. Έτσι και ο «ιστορικός Τούρκος», αυτός της 
«κλασικής Τουρκοκρατίας», είναι ο «αρνητικός», (ενώ, όπως είδαµε, ο 
«συγκεκριµένος», ο γνωστός, απεικονίζεται πιο ρεαλιστικά, πιο σύνθετα). 
 Η Τουρκοκρατία, σύµφωνα µε τον Βικέλα, ενδυνάµωσε την ελληνική εθνική 
συνείδηση, µας ένωσε: το έθνος και η ιστορία του βασίζονται στην µνήµη των 
«διωγµών και σφαγών» των προγόνων. Ο Βενέζης είναι το ίδιο σαφής: είµαστε ένα 
έθνος µνήµης. Πρέπει να θυµόµαστε όσα υποφέραµε από «τον Τούρκο». Χωρίς αυτά 
(τα αρνητικά) κλονίζεται η «εθνική συνείδηση». Αυτό εκφράζεται πολύ συχνά και 
από τους «ανησυχούντες» όταν τίθεται θέµα ελληνοτουρκικής προσέγγισης: «δηλαδή 
να ξεχάσουµε την ιστορία µας; Θα πρέπει να αλλάξουµε τα σχολικά µας βιβλία, για να 
ικανοποιήσουµε τους Τούρκους;» Έχουν δίκιο, αν δεχτούµε ότι αυτή η ερµηνεία της 
ιστορίας είναι η µοναδική ή η απαραίτητη για την ύπαρξη του «έθνους». 
 Η Τουρκοκρατία είναι όντως µια εθνική µεταφορά ριζωµένη στην συνείδηση του 
ελληνικού λαού. Έχει µια λειτουργικότητα. Ταυτίζεται αρµονικά µε παµπάλαιες 
λαϊκές παραδόσεις και µε υπαρξιακούς συνειρµούς και επιτυγχάνει µια κοινωνική 
συναίνεση. Τα γεγονότα αποκτούν νόηµα µέσα από γνωστά περιστατικά και 
σύµβολα. Η Ανάσταση του έθνους και του Κυρίου παραλληλίζονται. Μια 
παραδοσιακή φρασεολογία χρησιµοποιείται για τα πάθη και την δικαίωση του 
«έθνους»: ήταν όλα σύµφωνα µε «τας γραφάς», «ήταν θέληµα Θεού η Πόλη να 
τουρκέψει» λέει ένα λαϊκό ποίηµα. Και ο Γολγοθάς, τα πάθη, είναι τα χρόνια της 
σκλαβιάς. Αλλά το µαρτύριο και οι θυσίες είναι η προϋπόθεση για την δικαίωση, για 
την ελευθερία. ∆εν νοείται λύτρωση χωρίς µαρτύριο. ∆ικαίωση χωρίς ήρωες ή 
αγίους. Τι επανάσταση θα ήταν το 21 αν δεν ήταν κατά κάποιου εχθρού, κάποιου 
αρνητικού «Άλλου»; Η Τουρκοκρατία «πρέπει» να είναι αρνητική για να αποκτήσει 
νόηµα το νέο έθνος-κράτος. 
 Έτσι γίνεται κατανοητή και η επιµονή στη γενική αρνητική εικόνα του «Άλλου» 
της Τουρκοκρατίας και οι ανησυχίες ορισµένων για πιθανές αλλαγές της «ιστορίας 
µας». Αυτή η εικόνα έχει σχέση µε µια εθνική ταυτότητα. (Ο δε Seaton-Watson 
υποστηρίζει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες βιώνουν πλέον την αθανασία µέσα από την 
διαχρονικότητα του έθνους.) Είναι λάθος να τίθεται το πρόβληµα σαν µια 
αντικειµενική αναζήτηση κάποιας ιστορικής αλήθειας ή αλλαγής κάποιων σχολικών 
εγχειριδίων. Ο «ιστορικός Άλλος» είναι µια εικόνα επίµονη και έχει ισχυρά 
ερείσµατα. 
 Οι πρακτικές επιπτώσεις αυτών των εικόνων στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής 
δεν αποτέλεσαν µέρος αυτής της µελέτης. Στην Τουρκία η σχέση «εικόνες του Άλλου 
- πολιτικές συµπεριφορές µας» δεν απασχόλησε την βιβλιογραφία παρά µόνο 
περιστασιακά. Στην Ελλάδα είµαστε πιο τυχεροί. Ο Αλέξης Ηρακλείδης µε Την 
Ελλάδα Και Ο «Εξ Ανατολών Κίνδυνος» (Πόλις, 2001) προσεγγίζει το θέµα σε βάθος 
και µε ένα πρωτοποριακό τρόπο: «η ελληνοτουρκική διένεξη δεν οφείλεται τόσο στις 
διαφορές καθεαυτές όσο σε ψυχολογικούς και εσωτερικούς παράγοντες: στην έντονη 
αµοιβαία καχυποψία, στους εκατέρωθεν φόβους για την εθνική ασφάλεια (που συχνά 
αγγίζουν τα όρια της ψύχωσης), στην ανασφαλή εθνική ταυτότητα, στις εσωτερικές 
πολιτικές σκοπιµότητες, στον εκβιασµό που ασκούν οι «ανησυχούντες» ιέρακες που 
ζουν από την αντιπαράθεση, και µερικές φορές, και στο εθνικό λαϊκό παραλήρηµα» (σ. 
329). Αυτή η εργασία, πιστεύω, καλύπτει το θέµα των ελληνοτουρκικών πολιτικών 
διενέξεων και αποτελεί µια συνέχεια του προβληµατισµού µου. 
 Πιστεύω επίσης ότι η προσπάθεια των Υπουργών Γ. Παπανδρέου - Ι. Τζεµ να 
βελτιώσουν τις σχέσεις των δύο λαών, να βελτιώσουν τις εικόνας που έχουν οι λαοί 
για τον «Άλλο», είναι µακροπρόθεσµα εποικοδοµητική. Θα πρέπει µέσα από την 
επικοινωνία των ατόµων και των φορέων η εικόνα να αλλάξει: αντί ενός ιστορικού ή 
ενός ιδεατού «Άλλου» να παρουσιαστεί ο συγκεκριµένος, ο υπαρκτός γείτονας. Με 
όλα του τα ελαττώµατα θα είναι καλύτερος. 
 Ο χορός της φωτιάς των εικόνων συνεχίζεται όµως, καίοντας και ελάχιστα 
φωτίζοντας. Το θέµα είναι σύνθετο. Είναι ιδεολογικό και έχει σχέση µε τις 
προσωπικές µας επιλογές στο χώρο των ταυτοτήτων. Η απεξάρτηση από τα εθνικά 
στερεότυπα είναι τελικά ένα προσωπικό στοίχηµα. Όχι χωρίς τίµηµα. Κερδίζεις την 
ελευθερία κρίσης και χάνεις την βολή της κοινωνικής συγκατάβασης.

"ΠΟΛΗ", Ανδρέας Καρκαβίτσας


Αποσπάσματα από το : "Ταξίδια στον Πόντο, την Πόλη, τη Σμύρνη" , εκδ. Μαλλιάρης - Παιδεία , 1991




.... Για  πρώτη φορά σήμερα επάτησα τη Σταμπούλ. Δεν πέρασα τη Γέφυρα. Από το πλοίο , μ` ένα γοργοκίνητο, χρυσαλειμμένο καϊκι, εβγήκα στο Σιρκεντζί, μπροστά στο μεγάλο σταθμό του ευρωπαϊκού σιδηροδρόμου. Από εκεί ανηφόρισα αμέσως, έχοντας αριστερά τα δυτικά τείχη του σαραγιού, ραγισμένα κι αραχνιασμένα εδώ κι εκεί, και δεξιά συγκρατητά σπίτια ποκιλοπρόσωπα, ώσπου εβγήκα κατάμπροστα στην Αγια-Σοφιά.
Τυχερός στάθηκα που πρωτοείδα τη Σταμπούλ χιονισμένη. Είναι αυτή το κύριο μέρος της Πόλης, όπου συγκεντρώνεται όλη η προελληνική παράδοσις του αρχαίου Βυζαντίου και η χιλιοπρόσωπη ζωή της ελληνικής αυτοκρατορίας αλλά και της τούρκικης αυτοκρατορίας και κοινωνίας η ράθυμη έκφρασις και η σπάταλη μεγαλοπρέπεια. Εδώ η απλότης της Σπάρτης και η πολυτέλεια των Εκβατάνων. Εδώ η ειδωλολατρία της Ελλάδος και η ιδεολατρία της Ιουδαίας. Εδώ ο ρωμαϊκός Άρης και η ελληνική ταπείνωσις. Εδώ η αναβίωσις του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού η ενσάρκωσις του Χριστιανισμού και του Μωαμεθανισμού το ριζοθεμέλιωμα. Εδώ ο ανταγωνισμός Ευρώπης και Ασίας, πεισματικός και αδιάκοπος. Ιδέες, σύμβολα, θρησκεύματα, τίτλοι, φορέματα, του ανθρώπου κάθε ματαιότης και κάθε οργασμός, σαν σε χωνευτήρι αχόρταστο, ρίχνονται και περνούν και χάνονται σαν ίσκιοι. 
... Τώρα έχασκα στο κομψοτεχνημένο  παλάτι  και τώρα στο κομψοχαλασμένο ερείπιο. Επρόσεχα στο συγνεφιασμένο γιασμάκι της χανούμισσας και στην αιθεροπλάνητη φωνή του μουεζίνη. Έβλεπα τα χιλιόχρωμα φορέματα και τα μυριοέκφραστα πρόσωπα, τη γαλανή Προποντίδα και το γαλανότερο ουρανό κι είχα στα πόδια μου την Ευρώπη και την Ασία αντίκρυ μου. Και σ` αυτές τις ώρες, γλύκα βαθιά και μυστική εκρυφοδρομούσε στις φλέβες κι επερίχυνεν αθάνατο νερό όλη μου την ύπαρξη.











Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

ΜΝΗΜΕΣ της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ, Αχμέτ Ουμίτ ( συνέχεια )

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ

Η πόλη των κλεμμένων ελπίδων

…Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Η Ιστανμπούλ ήταν σκεπασμένη με ομίχλη… Κι η θάλασσα το ίδιο… Σκεπασμένο με ομίχλη και το σκάφος μας… Αυτό που διακρίναμε ήταν οι μιναρέδες του Σουλταναχμέτ, ο τρούλος της Αγια-Σοφιάς, οι πύργοι του Τόπκαπι. Η πόλη έδινε την εντύπωση ότι ποτέ δεν είχε λεηλατηθεί, ποτέ δεν είχε καταστραφεί, ποτέ δεν είχε μολυνθεί. Η φύση είχε σκεπάσει με μια κατάλευκη ομίχλη ό,τι άσχημο υπήρχε στην πόλη. Σαν ένα στιγμιαίο όραμα λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος… Σαν ένα μαγικό νέφος… Μια παραμυθένια εικόνα… Σαν μια ολοκαίνουρια αρχή… Νέα, ελπιδοφόρα, όμορφη…


Αγναντεύαμε την πόλη από τη θάλασσα. Ατενίζαμε τα παιδικά μας χρόνια στους δρόμους του Μπάλατ όπου παίζαμε ξεφωνίζοντας... Στα νερά του Κεράτιου... Που καβγαδίζαμε με τα παιδιά των διπλανών γειτονιών... Τα δαμάσκηνα που κλέβαμε απ` τον κήπο του παπά, ο θησαυρός που ψάχναμε στις φυλακές του Ανεμά, το φάντασμα στο Παλάτι του Πορφυρογέννητου, ο Χριστός του Πατριαρχείου, η γιορτινή προσευχή στο Σουλεϊμάνιγιε το ευλογημένο νερό του αγιάσματος, οι τάφοι των ακολούθων του Μωάμεθ, ο σταυρός που ανασύρεται από τη θάλασσα.. Οι τάφοι στο Μπάλατ. Οι μυρωδιές φαγητών στα σοκάκια... Οι γείτονες που προμηθεύονται ό,τι τους λείπει απ` τον διπλανό...

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Κοιτάζαμε τη Χαντάν.. Το κορίτσι με τα καλλίγραμμα πόδια και τη μαύρη σχολική ποδιά. Τα ατελείωτα σχολικά καθήκοντα. Το χαστούκι του δάσκαλου που έσκαγε στο μάγουλό μας.. Οι αναμνήσεις μας βυθισμένες κι αυτές στην ομίχλη... Τέσσερα παιδιά του δημοτικού που περπατούν στα στενά σοκάκια του Μπάλατ.. Η φιλία, που μένει αλώβητη μπροστά στον έρωτα... Η τόλμη του Ντεμίρ, η ευσυνειδησία του Νεβζάτ, η ποίησή μου... Η ομορφιά της Χαντάν... Ατενίζαμε τη Χαντάν, τα μάτια της που ήταν νοτισμένα, σαν την Ιστανμπούλ που ξυπνούσε μέσα απ` την ομίχλη.

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Κοιτάζαμε τον πατέρα του Νεβζάτ, το λάτρη της ποίησης , τη μητέρα του που λάτρευε την Ιστορία... Κοιτάζαμε τη Γκιουζιντέ, τη γυναίκα του Νεβζάτ, την κόρη τους τη Αϊσούν... Τη χαρά της Αϊσούν που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει... Κοιτάζαμε τον τρελά ερωτευμένο με την άρρωστη γυναίκα του , πατέρα του Ντεμίρ... Το γεράκι που το έλεγαν Χιουζούν... Τον πατέρα μου που όταν έπινε δύο ποτηράκια τραγουδούσε σαν το αηδόνι, την πάντοτε γεμάτη συμπάθεια και αγάπη μητέρα μου... Κοιτάζαμε τη Χαντάν... Το κορίτσι που αγαπούσαμε όλοι... Τη γυναίκα μου... Τα απραγματοποίητα όνειρά της... Το γιο μου , τον Ουμούτ... Τη χαρά που έμεινε στη μέση...


Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα, ο Νεβζάτ, ο Ντεμίρ κι εγώ.  ( Γεκτά ) .. Την ποίηση που δημιούργησε η φύση ... Το έκτρωμα που δημιούργησε ο σύγχρονος άνθρωπος... Κοιτάζαμε τους ουρανοξύστες που ορθώνονταν ξεδιάντροπα μπροστά μας , σαν μαχαιριά από μπετόν καρφωμένη στην καρδιά της πόλης... Κοιτάζαμε τις γέφυρες σαν πέδιλα περασμένα στους αστραγάλους της θάλασσας... Κοιτάζαμε τις άδειες αλάνες που, ώρα με την ώρα, λεπτό το λεπτό λιγόστευαν... Κοιτάζαμε τα δάση που, δέντρο προς δέντρο, κλαδί προς κλαδί, ανθό προς ανθό, καταστρέφονταν... Κοιτάζαμε τους ανθρώπους που έχασαν το φιλότιμο, την αγάπη, την ελπίδα, την τιμή τους... Που έχασαν τον ίδιο τους τον εαυτό... Μια κακόμοιρη κοινωνία που θεωρεί την οικονομική επιτυχία ως ευτυχία... 

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Ο Νεβζάτ, ο Ντεμίρ κι εγώ... Κοιτάζαμε τα πρόσωπα των νεκρών μας... Κοιτάζαμε στα μάτια τους τη μοίρα μας... Κοιτάζαμε την απελπισία μας, την κακομοιριά που μεγάλωνε στις παλάμες μας, το φόβο που άνθιζε στο αίμα μας... Κοιτάζαμε τη ζωή που πήραν απ` το χέρια μας... Τις ηλιόλουστες μέρες, τα γεμάτα ελπίδες πρωινά, τα χαρούμενα ανοιξιάτικα βράδια... Τις αναμνήσεις μας που έσβηναν, τα νεκρά οράματα, την πόλη μας που απομακρυνόταν σαν κουρασμένο καράβι φορτωμένο με τα γκρεμισμένα όνειρά μας... Κοιτάζαμε τον εαυτό μας που χάσαμε μαζί με την πόλη μας...
Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Τη θρυλική χώρα του βασιλιά Βύζαντα, την αυτοκρατορική πρωτεύουσα του Κωνσταντίνου, τα τείχη του Θεοδοσίου του Β΄ που θύμιζαν πέτρινο περιδέραιο, τη μοναδική Αγία Σοφία του Ιουστινιανού, το παλάτι Τόπκαπι απ` όπου διοικούσε ο σουλτάνος Φατίχ, το μεγαλοπρεπές τέμενος Σουλεϊμάνιγιε του σουλτάνου Σουλεϊμάν... Κοιτάζαμε τους μονάρχες, τους σπουδαίους διοικητές, τους ευπατρίδες, τους σκλάβους, τα στρατολογημένα παιδιά... Τις γυναίκες κοιτάζαμε ... Την Πουλχερία, τη Θεοδώρα, τη Χιουρρέμ Σουλτάν... Κοιτάζαμε τους ήρωες, τους δειλούς, τους δημιουργούς, τους καταστροφείς, τους ευφυείς, τους βλάκες, τους στοργικούς, τους ανηλεείς... Κοιτάζοντας την πόλη, παρακολουθούσαμε την περιπέτεια της ανθρωπότητας.

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Τα φόρουμ, τους κίονες, τα αγάλματα, τους θεούς, τους ναούς, τις εκκλησίες, τα τεμένη, τα παλάτια, τις επαύλεις, τις κρήνες, τις βρύσες, τους τάφους, τα ιεροδιδασκαλεία, τα μαγειρεία, τους ταρσανάδες, τις αποβάθρες, τους σταθμούς, τα πανεπιστήμια, τα παραλιακά αρχοντικά, τα λησμονημένα ξύλινα σπίτια, τα εγκαταλελειμμένα λιθόκτιστα... Τα στενά  σοκάκια που κατηφόριζαν στη θάλασσα, τις μεγάλες λεωφόρους, τα πάρκα που πολιορκούσαν υψηλές πολυκατοικίες... Και τους μαστόρους που, με την ευφυία τους, με το μόχθο τους, με τη λεπτή δουλειά τους, έχτισαν την πόλη... Τον αρχιμάστορα Μιμάρ Σινάν....

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Τη δική μας Ιστανμπούλ, την πόλη των κλεμμένων ονείρων... Την πρωτεύουσα των λεηλατημένων αναμνήσεων... Την πρωτεύουσα της λαφυραγωγημένης ευτυχίας... Τον πύργο των γκρεμισμένων ελπίδων... Τη βασίλισσα της θλίψης... Την ομορφιά που την άρπαξε η βία... Την κομψότητα όπου ανάρτησαν τη σημαία της δολιότητας... Την ευφορία την οποία αντικατέστησε η απληστία... Την πόλη μας , το δρομάκι μας, τον κήπο μας, το σπίτι μας, τον τάφο μας, όλα αυτά για τα οποία δεν μπορούμε παρά να προσφέρουμε και το ίδιο μας το αίμα...

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Ο Νεβζάτ, ο Ντεμίρ κι εγώ... Η πόλη ήταν βυθισμένη στην ομίχλη...












ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ( συνέχεια )


ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ



[ ΕΠΙΛΟΓΗ από τα ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του 1955-1963 ]



ΝΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ


Να δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά τουλάχιστον για μια μέρα
σαν χρυσοπλούμιστο μπαλόνι να τους τον δώσουμε να παίξουν
να παίξουν λέγοντας τραγούδια ανάμεσα στ` αστέρια
να δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά
σαν ένα μεγάλο μήλο να τους τον δώσουμε σαν ένα ζεστούτσικο καρβέλι

Τουλάχιστον για μια μέρα να χορτάσουν 
τον κόσμο να δώσουμε στα παιδιά 
και για μια μέρα ο κόσμος να μάθει τι θα πει αδερφοσύνη
τα παιδιά θα πάρουν απ` τα χέρια μας τον κόσμο
απέθαντα θα φυτέψουν δέντρα.

(1962)

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΣΑΜΠΡΙ ΣΟΡΑΝ


Ποιητής και διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στην Πόλη το 1918 και πέθανε το 1975. Χρημάτισε δημόσιος υπάλληλος. Από το 1950 ως το 1962 κυκλοφόρησαν τέσσερις ποιητικές συλλογές του.




ΟΜΟΡΦΙΑ


Τι πιο ωραίο 
Ένας άνθρωπος
Το συνάνθρωπό του να χαιρετάει
Και ο άλλος ν` απαντάει
«Πώς είστε;»
Να ρωτάει πώς παν τα κέφια του
Να του δίνει το χέρι
Να του σφίγγει το χέρι.

Τι πιο ωραίο 
Ένας άνθρωπος 
Να ζει μες στη φιλία και την αδερφοσύνη.


Το δίκιο στ` άδικο ν` αντιστέκεται 
Να νικάει η καλοσύνη την κακία
Η λευτεριά να γδικιέται τη σκλαβιά
Τον πόλεμο να νικάει η ειρήνη
Τι πιο ωραίο

Είναι ωραίο 
Γύρω τους οι άνθρωποι να βρίσκουν ένα τραπέζι
Είναι ωραίο παιδί μου είναι ωραίο
Χωρίς τη φτώχεια να γνωρίσεις
Να μεγαλώσεις μες την ευτυχία

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ



anthologia_tourkikis_proodeeftikis_poiisis.jpg



ΠΡΟΛΟΓΟΣ 
[γραμμένος στα τούρκικα, μετά από παράκληση του Έρμου Αργαίου, από το γνωστό φιλέλληνα Τούρκο  λογοτέχνη κρητικής καταγωγής Αχμέτ Γιορουλμάζ, που μεταφράζει στα τούρκικα Έλληνες συγγραφείς ].


Είναι ιστορικά αποδειγμένο πως, όταν ο Ελληνικός και ο Τούρκικος λαός εξουσίαζαν μόνοι τους τον τόπο τους, οι δυο γειτονικοί αυτοί λαοί διάνυσαν μια Ειρηνική περίοδο.
Και όταν λέμε «εξουσίαζαν μόνοι τους τον τόπο τους», εννοούμε ότι ξένες δυνάμεις, δηλαδή ο διεθνής ιμπεριαλισμός-, δεν αναμίχτηκαν για ένα διάστημα στις σχέσεις ανάμεσα στους δυο λαούς. Έτσι, οι δυο αυτές εθνότητες έζησαν σ' ένα κλίμα αμοιβαίου αλληλοσεβασμού, αλληλοκατανόησης και ανάμεσά τους επικρατούσε ένα πνεύμα ειρηνικής συνύπαρξης. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σε έργα Ελλήνων συγγραφέων, που αναφέρουν διάφορα σχετικά περιστατικά. Αλλά, και Τούρκοι ουμανιστές συγγραφείς, καταπιάστηκαν με το ίδιο θέμα...
Πάντως, είναι γεγονός ότι, με το να μπουν στη μέση τα συμφέροντα των ξένων ιμπεριαλιστών, οξύνθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στα γειτονικά έθνη, πράγμα που είχε σαν συνέπεια την επικράτηση μιας εχθρικής ατμόσφαιρας.
Εμείς όμως, οι λαοί των δύο χωρών πρέπει να δώσουμε προσοχή στο κάλεσμα των πνευματικών ανθρώπων, για να ζήσουμε αδελφικά και ειρηνικά. Γι' αυτό, κι εδώ στην Τουρκία, αντιδρώντας στις δολοπλοκίες των ιμπεριαλιστών, και χωρίς να χάσουμε την ψυχραιμία μας, διαβάζουμε έργα Ελλήνων συγγραφέων μεταφρασμένα στα τούρκικα, όπως της Έλλης Αλεξίου, του Ν. Καζαντζάκη, του Θέμου Κορνάρου, του Ρίτσου, του Σεφέρη, της Διδώς Σωτηρίου, και άλλων.
Όταν ο φίλος μου Έρμος Αργαίος κυκλοφόρησε πριν δυο χρόνια στην Αθήνα την Ανθολογία «15 Προοδευτικοί Τούρκοι ποιητές», να σας πω την αλήθεια, είπα στον εαυτό μου ότι η Τουρκό-ελληνική φιλία βρίσκεται σε καλό δρόμο. Αυτό το καινούριο βιβλίο με ποιήματα Τούρκων ποιητών, που κρατάτε στα χέρια σας και που μετάφρασε στα Ελληνικά πάλι ο Έρμος Αργαίος, φέρνει το χαιρετισμό και το μήνυμα των προοδευτικών Τούρκων προς τον Ελληνικό λαό: «Καλημέρα γείτονα! Έχουμε τα ίδια βάσανα αλλά και τις ίδιες ελπίδες...».
Εμείς εδώ, δηλαδή στην Τουρκία, εργαζόμαστε για να γνωρίσουμε στο λαό μας τα έργα των συγγραφέων και ποιητών της γειτονικής Ελλάδας. Κάντε κι εσείς το ίδιο, γιατί ο μοναδικός δρόμος της ειρήνης, είναι αυτός: να αλληλογνωριστούμε!
Αϊβαλί 11/9/1978
ΑΧΜΕΤ ΓΙΟΡΟΥΛΜΑΖ


ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ του Ζεκί Ντεφινέ

( Ο Ζεκί Ντεφινέ γεννήθηκε το 1903 στο Τσάγκιρι της Κασταμονής. 
Δίδαξε ως καθηγητής Φιλολογίας στο Λύκειο Γαλατάσεραϊ της Πόλης ).

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ ΑΪΒΑΛΙ

                      Αφιερώνεται στον Έρμο Αργαίο

Του Μαγιού με τα κεράσια και τα τριαντάφυλλα
Η ζεστασιά καθώς θ` αρχίσει στο Αϊβαλί να κατεβαίνει
Απ` τους μπαχτσέδες και την ποίησή του 
Εσείς, εγώ, ο Γιορουλμάζ
Με ρακί καζανιαστό
 Και κονιάκ ελληνικό
Έτσι μια μέρα να σμίξουμε η πεντάδα 
Στου Σεϊτάνσοφρά σε μια γωνιά
Της θάλασσας καθώς θ` αρχίζει η φωταψία ένα δείλι.

Έτσι κάπου να κάτσουμε 
Και τον ήλιο μας κανείς μη μας τον κρύψει
Του απομεσήμερου τον ορίζοντα να σκοτεινιάσει 
Κανείς να μην τολμήσει το τραπέζι μας μακριά να πάρει
Απ` τις όμορφες εκείνες που ζούμε ώρες 
Σε τέτοιον τόπο να σταλιάσουμε
Όπου ποτήρι κανενός τη φιλία μας θα σκιάσει.

Να πιούμε παρέα γεμίζοντας
Απ` του ολόγιομου φεγγαριού κομμένο το ποτήρι στην Ανατολή
Και απ` την ίδια χρυσή κούπα πίνοντας κρασί
Ο Ποσειδώνας με το Διόνυσο στη Δύση
Την ίδια στιγμή σηκώνοντας τα ποτήρια 
Και στέλνοντας μηνύματα 
Να πιούμε στην υγειά της ανθρωπιάς και της φιλίας
Κι ας λένε πως αυτό είναι μια ουτοπία...
Να πίνουμε αιώνια αδελφωμένοι
Τραγουδώντας και απαγγέλλοντας ποιήματά μας
Και της κιθάρας οι μελωδίες στ` αυτιά μας να ηχούνε
(1977 )





Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

ΠΟΙΗΜΑ του ΟΡΧΑΝ ΒΕΛΗ ΚΑΝΙΚ/ ORHAN VELİ KANIK

"ΑΚΟΥΩ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ" , Ορχάν Βελή Κανίκ

Κλείνω τα μάτια μου κ’ ακούω την Κωνσταντινούπολη
Στην αρχή φυσάει ένα ελαφρό αεράκι
Αργοσαλεύουν
Τα φύλλα στα δέντρα
Από μακριά, πολύ μακριά
Το ασταμάτητο κουδούνισμα των νερουλάδων
Κλείνω τα μάτια μου κι ακούω την Κωνσταντινούπολη

Κλείνω τα μάτια μου κι ακούω την Κωνσταντινούπολη
Η κλειστή αγορά μες στην δροσιά
Πολύβουο το Μαχμούτ πασά
Οι αυλές γεμάτες περιστέρια
Σφυροκοπήματα έρχονται απ΄τα ντόκ
Το όμορφο ανοιξιάτικο αγεράκι σκορπάει μυρωδιές ιδρώτα
Κλείνω τα μάτια μου κι ακούω την Κωνσταντινούπολη

Κλείνω τα μάτια μου κι ακούω την Κωνσταντινούπολη
Μια κοκέτα περνάει το καλντερίμι
Βρισιές , πειράγματα, τραγούδια , μουρμουρίσματα
Κάτι πέφτει απ το χέρι της στο χώμα
Μάλλον είναι ένα τριαντάφυλλο
Κλείνω τα μάτια μου κι ακούω την Κωνσταντινούπολη

Κλείνω τα μάτια μου κι ακούω την Κωνσταντινούπολη
Ένα πουλί σπαρταράει στα πεζούλια της
Αν το μέτωπό σου είναι ζεστό ή όχι, εγώ το ξέρω
Αν τα χείλη σου αν είναι υγρά ή όχι, εγώ το ξέρω
Ένα άσπρο φεγγάρι γεννιέται πίσω απ΄τις φιστικιές
Το νοιώθω από τους χτύπους της καρδιάς σου
Ακούω την Κωνσταντινούπολη



“İSTANBUL’U DİNLİYORUM” , Orhan Veli Kanık

İstanbul’u dinliyorum, gözlerim kapalı.
Önce hafiften bir rüzgar esiyor,
Yavaş yavaş sallanıyor
Yapraklar ağaçlarda,
Uzaklarda, çok uzaklarda
Sucuların hiç durmayan çıngırakları,
İstanbul’u dinliyorum, gözlerim kapal

İstanbul’u dinliyorum, gözlerim kapalı.
Serin serin Kapalı Çarşı
Cıvıl cıvıl Mahmutpaşa,
Güvercin dolu avlular.
Çekiç sesleri geliyor doklardan,
Güzelim bahar rüzgarında ter kokuları,
İstanbul’u dinliyorum, gözlerim kapalı.

İstanbul’u dinliyorum, gözlerim kapalı.
Bir yosma geçiyor kaldırımdan,
Küfürler, şarkılar, türküler, laf atmalar.
Bir şey düşüyor elinden yere,
Bir gül olmalı,
İstanbul’u dinliyorum, gözlerim kapalı.

İstanbul’u dinliyorum, gözlerim kapalı.
Bir kuş çırpınıyor eteklerinde,
Alnın sıcak mı değil mi, biliyorum,
Dudakların ıslak mı değil mi, biliyorum,
Beyaz bir ay doğuyor, fıstıkların arasından
Kalbinin vuruşundan anlıyorum,
İstanbul’u dinliyorum.

Λίγα λόγια για τον ποιητή και την ποίησή του.



Ο Ορχάν Βελή Κανίκ (Orhan Veli Kanık), γεννήθηκε το 1914 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του, που ήταν διευθυντής της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας, φρόντισε να του εξασφαλίσει  υψηλού επιπέδου κοσμική εκπαίδευση, αλλά ο ατίθασος Orhan εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο το1935. Εργάστηκε στην Ταχυδρομική Υπηρεσία της Άγκυρας, μέχρι την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την επιστράτευσή του. Μετά την αποστράτευσή του, στα 1945, εξασφάλισε θέση μεταφραστή στο Τουρκικό Υπουργείο Παιδείας, αλλά δεν μπόρεσε να εργαστεί περισσότερο από δύο χρόνια. Η ζωή των δρόμων τον τραβούσε σαν μαγνήτης και αποφάσισε να την ακολουθήσει.
 Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο του 1950, από εγκεφαλική αιμορραγία, σε ηλικία μόλις 36 χρόνων. 
Θεωρείται ένας από τους τέσσερις ποιητές ( Nazim Hikmet, Melih Cevdet Anday,Oktay Rifat ,Orhan Veli)  οι οποίοι ανανέωσαν την τουρκική ποίηση , που ακολούθησε την πτώση του Σουλτάνου και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Η σύντομη ζωή του, ο αλκοολισμός και οι θυελλώδεις έρωτές του, δημιούργησαν το μύθο ενός ρομαντικού ποιητή που κυνηγούσε τις ακραίες εμπειρίες, με στόχο την υπαρξιακή ανάταση. Υπήρξε όμως κάτι περισσότερο από έναν πρόωρα χαμένο «καταραμένο» ποιητή,  μια σημαντικότατη φυσιογνωμία της μοντέρνας τουρκικής ποίησης.
Τραγούδησε τη ζωή σε όλο το σκοτεινό μεγαλείο της και ο αναγνώστης μπορεί να εκπλαγεί κάποτε, αναρωτώμενος πώς μπορούσε ένας άνθρωπος ν’ αντέξει τόση σκληρότητα γυμνή και να την ντύσει με λόγια που ,όταν ξεπεράσει κανείς τον επιφανειακό μηδενισμό τους, σπαρταρούν από τρυφερότητα και θέληση για ζωή.
Η βάση της ποίησής του αποτελείται από καθημερινά στιγμιότυπα, αστεία, εκφράσεις του δρόμου κι έναν βαθύ, σχεδόν αθέατο λυρισμό. Τα ποιήματά του αιφνιδιάζουν με τα θέματά τους, αποφεύγοντας τις ισχυρές και ρητορικά περίπλοκες μεταφορές. Τα πιο επιτυχημένα από αυτά, ξαναδίνουν στην τουρκική γλώσσα τη ζωντάνια και την παραστατικότητα. Υπερασπίζεται μια ποίηση χωρίς εκτεταμένα στυλιστικά στοιχεία και επίθετα, και προτιμά ένα στυλ γραφής που είναι πιο κοντά στον  ελεύθερο στίχο. Διακρίνεται για τη μοναδική φωνή του και το συναισθηματικό βάθος που υποφώσκει στην φαινομενικά εύκολη φύση των στίχων του. 
Έχει εκτιμηθεί ως ποιητής τόσο από το ευρύ κοινό όσο και από τους ακαδημαϊκούς κύκλους.