ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το ΑΦΗΓΗΜΑ της Έλλης Αλεξίου
«Η ΒΡΥΣΗ του ΜΠΡΑΗΜ-ΜΠΑΜΠΑ»
Χρόνος δεν είχε περάσει από τότε που ξέσπασε στον τόπο η διαταγή να σηκωθούν οι Τούρκοι να περάσουν στην Τουρκία κι οι Ρωμιοί πάλι από κει να περάσουν δώθε. Στην αρχή αρχή κανένας δεν μπορούσε να το πιστέψει ούτε να το χωνέψει ένα τέτοιο πράμα. Οι εφημερίδες γράφανε και ξαναγράφανε τα καθέκαστα με μεγάλα χτυπητά γράμματα και τις διάβαζαν Τούρκοι και Ρωμιοί μαζί, μαζεμένοι δω και κει, σε γωνιές δρόμων και σε καφενεία. Μα οι εφημερίδες γράφουν ό,τι θέλουν! Γίνονται τέτοια πράγματα; Γίνεται να ξεσηκώσεις ολόκληρο το λαό, να τον βγάλεις από το σπίτι του , να τον ξεριζώσεις από τον τόπο του; Τι `ναι κανένα μπαούλο, να το πάρεις να το μετατοπίσεις; Ξεχωρίζεις, λέγανε, το λάδι από το νερό, μα το γάλα από το νερό δεν ξεχωρίζει, γιατί με τόσα χρόνια συμβίωσης είχανε μπερδευτεί συναμεταξύ τους με λογής δεσμούς, εμπόρια , αγοραπωλησίες, φιλίες, ήτανε σα δύο φυτά διαφορετικά που τα σπέρνεις στην ίδια γλάστρα, και μ` όλο που νιώθουνε να`ναι ξένα, όμως περιπλέκουνε κάτω από τη γης οι ρίζες τους και πάνω από το χώμα τα κλαδιά τους, και άμα τραβήξειςνα ξεριζώσεις το `να , ακολουθά και τ` άλλο.
Τύχαινε να σου ψιθυρίσουν στ` αφτί ακόμα και το πως η τάδε Τουρκοπούλα αγαπάει τον τάδε Ρωμιό.
Ο Μπραήμ -μπαμπάς δεν έδειχνε πως σκοπεύει να φύγει. Ούτε ξεπουλούσε ούτε βιαζότανε. Κάθε που έφταναν τα τούρκικα καράβια και γέμιζαν λαό, κατέβαινε και αυτός στο λιμάνι, μαζί με τους Ρωμιούς, και παρακολουθούσε σα θεατής. Σαν να μην ήτανε δική του τούτη η υπόθεση.
Τούτη η υπόθεση όμως είχε διορίες και οι διορίες τελειώνανε σήμερα αύριο. Τότες πια ο Μπραήμ -μπαμπάς σηκώθηκε και πήγε στον Μητροπολίτη. Είχε κρεμάσει τις ελπίδες του ,κι ήτανε ήσυχος. Σα` δω πια κι από δω πως δε γίνεται τίποτα - έτσι θα το` χε πει από μέσα του - , θα χριστιανέψω.
« Εγώ, εφέντη μου», είπε στον Μητροπολίτη, «δεν μπορώ να φύγω, δε θέλω να φύγω! Γίνομαι καλύτερα χριστιανός».«Καταλαβαίνω», του ` πε κι ο Μητροπολίτης, « μόνο που μας έχει απαγορευτεί να εκχριστιανίζουμε τους ανταλλάξιμους. Τι να σου κάμω; Ήρθε κι άλλος ένας με τον ίδιο σκοπό».
«Τούρκικα δεν ξέρω. Είμαι γέρος ολομόναχος - η χανούμη μου δε λογαριάζεται πια, ένα κουβάρι είναι στην άκρη του καναπέ. Πού να πάω; Είδες του λόγου σου , εφέντη μου, κανέναν άνθρωπο να πιάσουνε να του ξεριζώσουνε την καρδιά του κι ύστερα να του πούνε σήκω περπάτα; Έτσι πασκίζουνε να μου το κάνουνε».
Την τελευταία μέρα, ο Μπραήμ -μπαμπάς δεν είχε πια τη δύναμη να κρατηθεί , καλά είχε βαστάξει ως την ώρα, μα τώρα πια είχε αφήσει λεύτερη την καρδιά του. Βγήκε στους δρόμους κι έκλαιγε φωναχτά σα μωρό παιδί - είχε ξεχειλίσει. Έπαιρνε στη σειρά τα μαγαζιά, και ρώταγε έναν έναν τους Ρωμιούς, και ζητούσε κλαίοντας , μιαν απόκριση:
« Έχεις, αδέρφι, κανένα παράπονο από λόγου μου; Σού` καμα κανένα κακό»;«Τι κακό να κάμεις μπέη μου; Εσύ ήσουνα σαν άγιος στον τόπο...»
Και πάλι ξαναρώταγε παρακάτω : « Μήπως, αφεντικά, έβλαψα κανένα σας χωρίς να το καταλάβω; Δίχως να το θέλω»;
Τι να του πουν;
«Αφού δεν έχομε έχθρητα συναμεταξύ μας, αφού σας θέλομε και μας θέλετε, γιατί δεν κάνετε χαρτί να στείλετε, να μείνω το ελάχιστο εγώ στον τόπο, που είμαι γέρος και δεν έχω πού να πάω; Εμείς δεν έχομε το ελεύθερο να ξεθάβουμε τον άνθρωπό μας, δεν το επιτρέπει η θρησκεία μας, σαν ελόγου σας, για να παίρναμε μαζί μας του λιγόχρονου τα κόκαλα!»
Τίποτα δεν πέτυχε με αυτά ο γέρο- Μπραήμ. Ανέβηκε στα πλοία, έστω και από τους τελευταίους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου