Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα φανάρια του γκαζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις Λέσχες, τα προβέγγερα και τις <<γιαβάν σουπέδες>>. Κοπέλες ξεντεκολτεδιασμένες, μελαψές και πεταχτές σεργιανούσαν, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανιτό κρέας και θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί κι οι σουλατσαδόροι, σπόρους τσεμπλεμπούδες, παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια, μα καιγλασσάδες και ζαχαρωτά και γλυφιτσούρια.
Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί. Δεν μου κανε καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα και έζησα εδώ τα δεκαέξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. <<Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!>>.
Διδώ Σωτηρίου, <<Ματωμένα χώματα>>,ΚΕΔΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου