"Ρωμιός εγώ
Τούρκος εσύ" , Θάνου Κονδύλη
Ο Παντελής και ο Σελίμ, Έλληνας από την Κάλυμνο ο ένας, Τούρκος από τα Μικρασιατικά παράλια ο άλλος, δέθηκαν πρώιμα με μια δυνατή φιλία, η οποία σιγά σιγά εξελίχθηκε σε αδελφική αγάπη. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, η μοίρα θα τους παίξει ένα περίεργο παιχνίδι. Οι δύο φίλοι, παλικάρια πια, θα βρεθούν αντιμέτωποι, χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν. Τι θα συμβεί τελικά; Θα καταφέρουν η φιλία, η μπέσα και το φιλότιμο να ξεπεράσουν τη μισαλλοδοξία και τις προκαταλήψεις αιώνων;
... Όμως , παρά τα τόσα χρόνια που συναντιόνταν στο ίδιο εκείνο μέρος κοντά στα δυο νησάκια από τον καιρό των πατεράδων τους ακόμα, ποτέ δεν είχαν γνωριστεί από κοντά ο Ηλίας κι ο Ιμπραϊμ. Μοναχά μέσα από τις βάρκες τους συναντιόνταν και σπάνια αντάλλασσαν κουβέντα, κυρίως όταν τελείωναν με τον κόπο της ημέρας και έφευγαν για το σπιτικό τους φορτωμένοι τις πιο πολλές φορές με τον καρπό της θάλασσας. Σαν να υπήρχε κάπου εκεί , ανάμεσά τους, ένα αόρατο τείχος που τους σταματούσε. Ένας άγραφος νόμος που δεν υπήρχε σε κανένα νομικό βιβλίο. Κι όμως υπήρχε στις καρδιές τους και στα πρόσωπά τους.
Αν τους κοίταζες από μακριά, θαρρούσες ότι εκεί , ανάμεσά τους , υπήρχε ένας αόρατος άγγελος που όριζε όχι μόνο το σύνορο ανάμεσα στις βάρκες τους , αλλά κι ανάμεσα στις καρδιές τους. Ακόμη κι όταν έριχναν τα δίχτυα και περίμεναν να περάσει η ώρα για να τα μαζέψουν , ακόμη και τότε σπάνια σάλευαν από τη θέση τους ο Ηλίας κι ο Ιμπραϊμ. Κουβέντα δεν αντάλλασσαν. Το μεσημεράκι μάζευαν τα δίχτυα, κι αφού τα κορφολογούσαν , σηκώνονταν όρθιοι, τεντώνονταν κι αποχαιρετούσαν ο ένας τον άλλο, σχεδόν πάντα με την ίδια κουβέντα : « ... Πώς πήγε σήμερα, καπετάν Ιμπραϊμ», ρωτούσε ο ένας. «Καλά , κυρ Ηλία μου, απαντούσε ο άλλος. Χαιρετιόνταν κι απομακρύνονταν για τα χωριά τους χωρίς δεύτερη κουβέντα, σαν να τα `χανε πει όλα με αυτές τις λίγες λέξεις.
Το καλοκαίρι του 1950 ήταν μια καλή χρονιά και για τους δύο. Όχι μόνο γιατί τα ψάρια ήτανε μπόλικα, αλλά γιατί και οι δυο τους είχαν καινούργιο τσούρμο, από έναν καινούριο βοηθό στα σκαριά τους, το γιο τους. Την αρχή έκανε ο Ιμπραϊμ. Τον μικρό του τον έλεγε Σελίμ. Δε θα ήτανε πάνω από δέκα χρονώ , βία έντεκα...Μόλις τελείωναν το τράβηγμα των διχτυών τεντωνόταν ο Σελίμ στην κουπαστή της βάρκας για ν` αποδιώξει από πάνω του την κούραση . Έτριζε τα πιασμένα του κόκαλα από τη σκληρή δουλειά, σκούπιζε τον ιδρώτα του και ρούφαγε τον καθαρό αέρα. Μια φωνή έβγαινε ύστερα από τα στήθη του, σαν το γλαροπούλι που μιλάει στους όμοιούς του, προς την απέναντι βάρκα. « Παντελή , πώς πήγε σήμερα;»
Κι από το άλλο σκαρί πεταγόταν ο γιος του Ηλία, ο Παντελής. Κι αυτός σαν τον Σελίμ , γύρω στα δέκα με δώδεκα, το κορμί λευκό , τα μαλλιά καστανά, μεγάλα κι ολόμαυρα τα μάτια...
“Καλημέρα, αδερφέ ! Δόξα να `χει ο Αλλάχ σας», έλεγε κάθε πρωί ο Παντελής στον Σελίμ, όταν συναντιόνταν στο ψάρεμα. «Κι ο δικό σας ο Θεός το ίδιο», ανταπαντούσε ο Σελίμ. Πάντα με τις ίδιες κουβέντες χαιρετιόνταν και το μεσημέρι , λες κι ήταν οι πατεράδες τους σε παλιότερες μέρες. Έτσι απλά είχαν γνωριστεί τα δύο παιδιά, το Τουρκόπουλο και το Ελληνόπουλο. Στην αρχή δεν καταλάβαιναν καλά ο ένας τον άλλον. Λίγες λέξεις, σκόρπιες, ό,τι είχαν μάθει από τους πατεράδες τους. Μα όσο πέρναγε ο καιρός, το ένα παιδί μάθαινε στο άλλο και κάτι παραπάνω, κι έτσι τα λέγανε όλο και καλύτερα. Κι όσο ξεθάρρευαν , κι όσο περνούσανε τα χρόνια, μόλις τελείωναν το ψάρεμα κι οι γονιοί τους ασχολούνταν με τα δίχτυα, μετά το ψάρεμα, αυτοί έβρισκαν την ώρα για βουτιές στη θάλασσα. Αυτά τα μακροβούτια ήταν η αμοιβή τους για τον κόπο της ημέρας. Κι η γαλάζια απλωσιά τούς άνοιγε τα σωθικά της, τους δεχόταν και τους αποκάλυπτε τα μυστικά και τους θησαυρούς της. Μα περισσότερο από όλα τα δυο παιδιά ευχαριστιούνταν το ότι τους ένωνε μέσα της για λίγες στιγμές.
Κάθε μέρα, για λίγα λεπτά οι δυο φίλοι χάνονταν μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων. Ακόμα κι απ` αυτούς τους πατεράδες τους που ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει μια χειραψία, παρά τα τόσα χρόνια που συναντιόνταν μέσα από τις βάρκες τους. Όμως ο Σελίμ κι ο Παντελής ήτανε άλλο πράμα. Πραγματικοί φίλοι. Και πιο πολύ το νιώθανε τις ώρες εκείνες που βουτούσαν στον βυθό κοντά στα Ίμια. Εκεί ανοιγόταν μπροστά τους ένας καινούργιος κόσμος. Διαφορετικός από τον απάνω όπου ζούσαν «τα θεριά με τα δύο πόδια και το ένα κεφάλι», όπως είπε κάποια μέρα ο Παντελής στον Σελίμ. Εδώ οι κάτοικοι αυτού του τόπου ήτανε ειρηνικοί, δεν ξέρανε πολέμους, σφαγές, λεηλασίες. Κι ανάμεσά τους έρχονταν και τα δυο παιδιά για λίγην ώρα, όσο κρατούσε η ανάσα τους...
( Από τη συνάντηση των δυο οικογενειών ,του Ιμπραϊμ και του Ηλία, στο σπίτι του Ηλία στο νησί , στην Κάλυμνο)
... Μεσημέριασε, κι έτσι όλοι κάθισαν στο τραπέζι. Ήρθαν σε αμηχανία. Αν και δεν ήταν από τους φανατικά θρησκευόμενους, όμως τηρούσαν κάποια συγκεκριμένα έθιμα, όπως την καθιερωμένη προσευχή πριν από το φαγητό. Οι γυναίκες πιο πρακτικές, είχαν συζητήσει το ζήτημα όση ώρα έκαναν τις ετοιμασίες. Αποφάσισαν να κάνουν οι άντρες τους δυο προσευχές, μια στα τούρκικα για τους φιλοξενούμενους και μια στα ελληνικά για τους χριστιανούς. Αλλά οι δυο μικροί φίλοι τους πρόλαβαν. Πρώτος πετάχτηκε ο Παντελής κι αμέσως είπε μια σύντομη τουρκική προσευχή, που είχε μαθημένη από τον Σελίμ. Οι μεγάλο σάστισαν, αλλά μάλλον ευχαριστήθηκαν, γιατί υποψιάστηκαν τη συνέχεια. Δε διαψεύστηκαν , γιατί μόλις τελείωσε ο Παντελής, σηκώθηκε ο Σελίμ και, όπως αναμενόταν , είπε μια σύντομη ελληνική προσευχή, που του την είχε μάθει ο φίλος του. Οι μεγάλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν. Το γεγονός τούς εξέπληξε όλους ευχάριστα κι απέδειξε ακόμα μια φορά πόσο κοντά είχαν έρθει τα παιδιά τους.
Οι δυο νεαροί φίλοι ένωσαν τα χέρια τους κάτω από το τραπέζι , ευχαριστημένοι που οι δικοί τους αποδέχτηκαν αυτή την πρωτοβουλία τους. Ήταν μια πρόοδος για τις δυο οικογένειες, και οι δυο τους είχαν συμβάλει σ` αυτό. Τα συναισθήματα ήταν έντονα, ιδιαίτερα για τους μεγάλους που συναντιόνταν κάτω από αυτές τις συνθήκες για πρώτη φορά. Ο Παντελής και ο Σελίμ τούς είχαν δώσει ένα σύντομο, αλλά πολύ καλό μάθημα. Και φαίνεται ότι οι μεγάλοι το κατάλαβαν καλά. Εκείνη τη στιγμή, που για πρώτη τους φορά ήταν όλοι μαζεμένοι γύρω από το ίδιο τραπέζι, ιδίως τότε κατανόησαν πόσο βαθιά ήταν ριζωμένη η φιλία ανάμεσα στα παιδιά τους. Τότε κοιτάχτηκαν κατάματα, Έλληνες και Τούρκοι, και κατάλαβαν πως η φιλία όσο απαραίτητη μεταξύ των ανθρώπων άλλο τόσο απαραίτητη ήταν κι ανάμεσα στους δυο λαούς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου