Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011


Άρθρο του Engin Ardic (Τουρκική Εφηµερίδα SABAH)

Με ένα εντυπωσιακά ειλικρινές άρθρο, που δηµοσιεύεται στην έγκυρη εφηµερίδα SABAH, από τον Engin Ardic, γνωστό συγγραφέα και δηµοσιο­γράφο στην Τουρκία στηλιτεύεται ο τουρκικός τρόπος εορτασµού της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαϊου. Στο εν λόγω άρθρο ο συγγραφέας παρουσιάζει µία σειρά από αλήθειες για τις οποίες το κεµαλικό καθεστώς εδώ και δεκαετίες προσπαθεί να καταπνίξει. Αξίζει να παρατεθεί µεταφρασµένο το πλήρες κείµενο, από την συγκεκριµένη διεύθυνση της τουρκικής εφηµερίδας Sabah, το οποίο έχει ως εξής:
«Τούρκοι συµπατριώτες, σταµατήστε πιά τίς φανφάρες καί τίς γιορτές γιά τήν Άλωση, αρκετή ßία έχουµε δώσει στήν Ανατολή µε τίς πράξεις µας...».
ΑΝ οργανωνόταν στην Αθήνα συνέδριο µε θέµα «Θα πάρουµε πίσω την Πόλη»…
ΑΝ έφτιαχναν µακέτα µε τα τείχη της πόλης και τους στρατιώτες µε τις πανοπλίες τους να επιτίθενται στην Πόλη… (όπως εµείς στην Τουρκία κάνουµε κάθε χρόνο !).
ΑΝ ένας τύπος ντυµένος όπως ο περίφηµος Έλληνας νικηφόρος και σχεδόν µυθικός Διγενής Ακρίτας έπιανε τον δικό µας Ulubatlι Hasan και τον γκρέµιζε κάτω…
ΑΝ ξαφνικά έµπαινε στην πόλη κάποιος ντυµένος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πάνω σε ένα λευκό άλογο και δίπλα του άλλος ως Λουκάς Νοταράς, ως Γεώργιος Φραντζής κι έµπαιναν ως αντιπρόσωποι της πόλης… (όπως εµείς στην Τουρκία κάνουµε κάθε χρόνο !).
ΑΝ έφτιαχναν µια χάρτινη Αγία Σοφία που δεν είχε µιναρέδες αλλά Σταυρό…
ΑΝ έκαιγαν λιßάνι και έλεγαν ύµνους, θα µας άρεσε;
Δεν θα µας άρεσε, θα ξεσηκώναµε τον κόσµο, µέχρι που θα καλούσαµε πίσω τον πρέσßη µας από την Ελλάδα.
Τότε, γιατί το κάνετε εσείς αυτό, κάθε χρόνο;
Πέρασαν 556 χρόνια και γιορτάζετε (την Αλωση) σαν να ήταν χθες;
Γιατί κάθε χρόνο τέτοια εποχή (µ΄ αυτές τις γιορτές πού κάνετε) διακηρύσσετε σε όλο τον κόσµο ότι:
«Αυτά τα µέρη δεν ήταν δικά µας, ήρθαµε εκ των υστέρων και τα πήραµε µε τη ßία».
Για ποιο λόγο άραγε φέρνετε στη µνήµη µια υπόθεση 6 αιώνων;
Μήπως στο υποσυνείδητό σας υπάρχει ο φόßος ότι η Πόλη κάποια µέρα θα δοθεί πίσω;
Μην φοßάστε, δεν υπάρχει αυτό που λένε µερικοί ηλίθιοι της Εργκενεκόν περί όρων του 1919.
Μη φοßάστε, τα 9 εκατοµµύρια Ελλήνων δεν µπορούν να πάρουν την πόλη των 12 εκατοµµυρίων, και αν ακόµα την πάρουν δεν µπορούν να την κατοικήσουν.
Κι οι δικοί µας που γιορτάζουν την Άλωση είναι µια χούφτα φανατικοί µόνο που η φωνή τους ακούγεται δύσκολα.
Ρε σεις, αν µας πούνε ότι λεηλατούσαµε την Πόλη τρεις µέρες και τρεις νύχτες συνεχώς τι θα απαντήσουµε; Θα υπερασπιστούµε τον εαυτό µας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων ή θα αφήσουµε το θέµα στους ιστορικούς;
Αντί να περηφανευόµαστε µε τις πόλεις που κατακτήσαµε, ας περηφανευτούµε µε αυτές που ιδρύσαµε, αν υπάρχουν. Αλλά δεν υπάρχουν. Όλη η Ανατολή είναι περιοχή µέ τήν ßία κατακτηµένη...
Ακόµα και το όνοµα της Ανατολίας δεν είναι αυτό που πιστεύουν (ana=µανα, dolu=γεµάτη) αλλά προέχεται από την ελληνική λέξη η Ανατολή.
Ακόµα και η ονοµασία της Ισταµπούλ δεν είναι όπως µας λέει ο Ebliya Celebi «εκεί όπου υπερτερεί το Ισλάµ» τραßώντας τη λέξη από τα µαλλιά, αλλά προέρχεται από το «εις την Πόλιν».
Εντάξει λοιπόν, αποκτήσαµε µόνιµη εγκατάσταση, τέλος η νοµαδική ζωή και γι’ αυτό ο λαός αγοράζει πέντε - πέντε τα διαµερίσµατα. Κανείς δεν µπορεί να µας κουνήσει, ηρεµήστε πια…
Οι χωριάτες µας ας αρκεστούν στο να δολοφονούν την Κωνσταντινούπολη χωρίς όµως πολλές φανφάρες…».

Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος

Ο ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ

Δύο, τρες, πέντε, δέκα σταλαγμοί.
μοιοι μ τ μονότονον βμα το γρύπνου ναύτου φρουρο ες τν κουβέρταν. Πλέει ες μαρα πέλαγα κα βλέπει ορανν κα θάλασσαν γρίως χορεύουσαν, κα τυλιγμένος ες τν καπόταν του διασχίζει καριαίως τ σκότος μ τν ξανάπτουσαν κα ποσβήνουσαν λαμπυρίδα το τσιγάρου του.
Ο πετεινο δν εχαν λαλήσει τ τρίτον λάλημα. σως εχαν τρομάξει π τν βαθεαν, θρηνώδη φωνν το σαλεπτσ, στις εχεν ρχίσει τ φθινόπωρον, νύκτα βαθιά, ν κράζ. το ς κρωγμς γνώστου ρνέου, τ ποον εχε χάσει τν έρα του, κα εχεν νσκήψει μέσα ες τν πόλιν, κ' ζήτει ρπάγματα ν σπαράξη.
− Ζεστό! Βράζει!…
βραζεν, βραζε, νύκτα βαθιά. Ζεστν τ σαλέπι, πολ ζεστότερον τ στρμα. Μόνον φων το σαλεπτσ τρόμαζε τος πετεινούς.
Εχε βρέξει λίγον, ετα θρίασε. Σταλαγμοί, σταλαγμο πεφταν ργργά, π τν δρορρόην ντς τς αλς.

! κα πο, σ' ατν τν κόσμο;
πιφώνησις κούσθη ες τ σκότος π τ στόμα το σαλεπτσ.
Τ παράθυρον τριξε, κρκ! π τ χαμηλν δωμάτιον τ βλέπον πρς τν δρόμον. νθρωπος προέκυψε τυλιγμένος μ σάλι. τεινε μέγαν κύαθον πρς τν σαλεπτσήν, λλ' οτος ργοπόρει.
νθρωπος κυψε ν δ.
ψηλ μορφή, μ λευκν σαρίκι, μ μαύρην χλαναν κα χιτνα χρωματιστόν, εχε σταθ νώπιον το σαλεπτσ.
− Πο, σ' ατν τν κόσμο;
Μπο ντουνι τσρκ φιλέκ.
σκ λσούνπεψιθύρισεν σαλεπτσής.
Δν εχε γνωρίσει τν νθρωπον, λλ τ νδυμα. Κάθε λλος θ τν ξελάμβανεν ς φάντασμα. λλ' ατς δν πτοήθη. το π' κενα τ χώματα.

Εχεν ναφαν. Πότε; Πρ μερν, πρ βδομάδων. Πόθεν; π τν Ρούμελην, π τν νατολήν, π τν Σταμπούλ. Πς; κ ποίας φορμς; Ποος;
τον Δερβίσης; τον βεκτασής, χόντζας, μάμης; τον ολεμάς, διαβασμένος; ψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, γριος. Μ τ σαρίκι του, μ τν τσουμπν του, μ τν δουλαμν του.
το ες ενοιαν, ες δυσμένειαν; Εχεν κμάσει, εχεν κπέσει, εχεν ξορισθ; Μπο ντουνι τσρκ φιλέκ. Ατς κόσμος εναι σφαρα κα γυρίζει.
κείνην τν βραδιν τν εχε προσκαλέσει μία παρέα. πτ κτ φίλοι χώριστοι. γαποσαν τν ζωήν, τ νιτα. νας π' ατος βαλλε γιουβέτσι κάθε βρδυ. Ο λλοι τρωγαν.
τον λοταρτζς κ' κέρδιζε δέκα δεκαπέντε δραχμς τν μέραν. Τ ν τς κάμ; Τος βαλλε γιουβέτσι κα τος φίλευε. σαν λοτοφάγοι, μ μικρν κα μ μέγα.
γαποσαν τ τραγούδια, τ ργανα. Δερβίσης δν πινε κρασ, πινε μαστίχαν. Δερβισάδες σαν κι ατοί. Το επαν ν τραγουδήσ. τραγούδησε. Το επαν ν παίξ τ νάϊ. παιξε.
Δν τος ρεσε. , ατς δν τον μανές.
Δν τον, πως τν ξευραν ατοί. λλ' Δερβίσης τος λεγε τν καθ' ατ μανέν.

πανλθεν ες τ καφενεον. Τ καφενεον ντικρ το Θησείου.
ταβέρνα δπλα ες τ καφενεον. Κα τ δύο ντικρ το παλαιο σταθμο Α. Π. Παραπέρα π τ καφενεον, σραγξ σκάπτετο, εχε σκαφ.
Φθινόπωρον τς χρονις κείνης.
Δερβίσης κάθητο κε κ' πινε μαστίχαν, ποιος τν κερνοσε. Μ τ σαρίκι του, μ τ κατσαρ ψαρ γένεια του, μ τ τσιμπούκι του. νω τν 50 τν λικίας.

κε διενυκτέρευεν π μερν. στεγος, νέστιος, φερέοικος. Τ μικρν καφενεον εχε τν δειαν ν μέν νοικτν λην τν νύκτα.
ρχοντο π τος τζόγους, π τ θέατρα, θαμνες. ρχοντο π τ λαχανοπάζαρον. πιναν ρούμι κα φασκόμηλον.
Δερβίσης παιζε κάποτε τ νάϊ. κλήτωρ στυνομικς διεσκέδαζεν. γαποσε ν' κού.
Καλς νθρωπος. Πρ τν, ταν πρωτοδιωρίσθη, τον γεμάτος ζλον.
μα εδε καυγάν, τρεξεν μέσως ν τος χωρίσ. Ες παλαις συνάδελφός του τν κτειρεν.
ταν βλέπς καυγά, ν τρέχς π τ πλαγιν σοκάκι, ν' ργοπορς, ς πο ν περάσ φούρια, κα τότε ν παρουσιάζεσαι.
Κα λλην συμβουλν το δωκε:
− Στν καυγά, πάντοτε ν βλέπς ποις εναι δυνατώτερος κα ν φυλάγεσαι. Ν μαλώνς τν πι δύνατον, ν το τραβς κ' να χαστούκι, κα ν παναφέρς τν τάξιν. τσι θ βγαίνς λάδι.
Κα κόμη:
− Κάθε καινοργιος νώτερος πο διορίζεται τν πρώτη μέρα εναι γεμτος αστηρότητα. Τ κάνει γι ν τος πάρ τν έρα. Τν δεύτερη μέρα κρυώνει, κα τν τρίτη μέρα παραδίνεται. σ ν συμμορφώνεσαι σύμφωνα μ τν προϊστάμενον, κα ν παραπανίζς μάλιστα, ατς τς τρες μέρες.
Πολύτιμοι ποθκαι.

Τς μέρας κείνας εχε διορισθ νέος στυνόμος.
Δι ν δείξ τν ζλόν του, διέταξε ν κλείσ τ καφενεον, τν νύκτα κείνην.
Αριον μεθαύριον θ πέτρεπε πάλιν ν μέν νοικτόν. λλ' νξ κείνη εχε πέσει ες τν λαχνν, το πεπρωμένη νύξ.
καλς κλήτωρ, νθυμετο τς συμβουλς το συναδέλφου του. νάγκη ν βιάσ τν καφετζν ν κλείσ. Δν πετράπη ες τν βοηθν ν μείν ντός, δι ν μ σηκωθ κα νοίξ ες σους το πιθανν ν λθουν ν κρούσωσι τν θύραν. Δν πετράπη ες τν Δερβίσην, τν νέστιον, τν πλνητα, ν μείν, π τ προφάσει τι παιζε τ νάϊ, κ' μάζωνε κόσμον, κα δν φηνε τος γείτονας ν κοιμηθον. Δερβίσης μ τ σαρίκι του, μ τν τσουμπν του, μ τν δουλαμν του, πρε τ τσιμπούκι του, τ νάϊ του, κ' φυγε.
Πο ν πάγ;
καμεν λίγα βήματα σκόπως, πέριξ το καφενείου.
Παρέκει το σραγξ. σκάπτετο, το σκαμμένη.
καμνε ψύχραν, νυκτερινν πόγειον. Μία μετ τ μεσάνυκτα.
κλήτωρ σκοπς περιεφέρετο ποκάτω ες τ κιόσκι, τ τσιγκοσκεπές, τν κε μαγαζείων.
Δερβίσης πλάνης κατλθεν ες τ βάθος τς σήραγγος. σως λπιζε ν ερ περισσότερον πάγκειο κε.
κάθισεν, κούμβησεν.
σκέπτετο τ στατον τν νθρωπίνων πραγμάτων. σκ λσον τσιβιρινέκ. Χαρ σ' κενον πο ξέρει ν τν γυρίζ, τν κόσμον ατόν.

Παρλθεν ρα. κλήτωρ, στις περιπάτει κε τριγύρω, σκέπτετο τ ν εχε γίνει Δερβίσης, τν ποον εχεν δε ν καταβαίν ες τν σήραγγα.
Πο ν εναι;
Ες τν ρώτησιν ατν τν φωνον πήντησε φωνή, χος, μέλος γλυκύ.
ξένος μουσουλμάνος εχε παγώσει κε που καθτο κ' νύσταζε. Δι ν ζεσταθ, βγαλε τ νάϊ του κα ρχισε ν παίζ τν τυχόντα χον, στις το λθε κατ' πιφορν ες τν μνήμην.
Νάϊ, νάϊ, γλυκύ.
Νάζι − κατ ν ζτα λαττοται.
Αρα, ορανός, σμα γλυκερόν, μελιχρόν, βρόν, μεθυστικόν.
Νάϊ, νάϊ.
Κατ δύο κοκκίδας, διαφέρει δι ν εναι τ Ναί, πο επεν Χριστός.
Τ Να τ μερον, τ ταπεινόν, τ προν, τ Να τ φιλάνθρωπον.
Κάτω ες τ βάθος, ες τν λάκκον, ες τ βάραθρον, ς κελάρυσμα ρύακος ες τ ρεμα, φων κ βαθέως ναβαίνουσα, ς μύρον, ς χνη, ς τμός, θρνος, πάθος, μελδία, νερχομένη π πτίλων αρας νυκτερινς, αρομένη μετάρσιος, πραεα, μειλιχία, δολος, ψίθυρος, λιγεα, ναρριχωμένη ες τς ριπάς, χορδίζουσα τος έρας, χαιρετίζουσα τ χανές, κετεύουσα τ πειρον, παιδική, κακος, λισσομένη, φων παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνο χειμαζομένου, λαχταροντος τν πάνοδον το αρος.
Τ βαρέα τείχη κα ο γκώδεις κίονες το Θησείου, στέγη μεγαλοβριθής, δν ξεπλάγησαν πρς τν φωνήν, πρς τ μέλος κενο. Τν νθυμοντο, τν νεγνώριζον. Κα λλοτε τν εχον κούσει. Κα ες τος αἰῶνας τς δουλείας κα ες τος χρόνους τς κμς.
μουσικ κείνη δν το τόσον βάρβαρος, σον ποτίθεται τι εναι τ σιατικ φλα. Εχε στενν συγγένειαν μ τς ρχαίας ρμονίας, τς φρυγιστ κα λυδιστί.

φυγαν α βαθεα ραι, κα νξ το κόμη, πεπρωμένη νύξ.
κόμη πλωνεν ατη τ σκότη της, κα σαλεπτσς κρωζε δι ν πωλήσ τ μπόρευμά του, κα ο πετεινο ζάρωναν ες τν ρνιθνα. Τ μικρν παράθυρον τριζε, κα σαλεπτσς ξηκολούθει τουρκιστ τν διάλογόν του μ τν Δερβίσην, τν στεγον, τν περόριον.

Πρ ρας δη εχε σιγήσει τ σμα τ μυστηριδες κα μελιχρόν, τ νάϊ

εχε πέσει π τν χερα. ορανός, συννεφώδης, εχεν ρχίσει ν βρέχ, βρεξεν π' λίγα λεπτά, ετα παυσεν. κλήτωρ εχε γίνει φαντος. Αμωδιασμένος, βρεγμένος, κρυωμένος, Δερβίσης νέβη ες τν πάνω κόσμον.
πρεν να δρομίσκον, κατέμπροσθεν το ερο βήματος τν γίων σωμάτων. Δρομίσκον τν ποον σεβαστ πιτροπ εχεν νοματίσει, δηλαδ εχε γράψει π πινακίδος τι εναι δς Λεπενιώτου.
διος Λεπενιώτης λεοντόκαρδος, σον κα ν τρεφε φιλέκδικον πάθος δι τν φόνον το μεγάλου ρωος, το δελφο του, νίσως τ πνεμά του περιεφοίτα κε, κα δύνατο ν δ τν μοιρον Δερβίσην, διωγμένον, ξωρισμένον, νέστιον, ριγοντα ν τν στενωπόν, ρποντα ναμσον δύο σειρν παλαιν οκίσκων, θ τν σπλαγχνίζετο.
Κα σαλεπτσς τν λυπήθη, κα ντ πενταλέπτου το δωκε ν πί σαλέπι διπλον, μισ κουλούρι ν βουτήξ, κα φησε τν γείτονα μ τ σάλι, τν σηκωθέντα πρ μικρο π τν ζεστν κλίνην, ν κρυών περιμένων ες τ μικρν παράθυρον.
λα, σαλεπτσή, πο ν πρ
Μπο
ντουνιά

Τν πρωίαν κείνην πιεν Δερβίσης σαλέπι, φαγε κα κουλούρι. λην τν μέραν τν παιρνεν πνος που τύχαινε ν καθίσ.
Τς λλας μέρας, ξενυχτοσεν κόμη ες τ λονύκτιον καφενεον, δι τ ποον εχε περάσει πεπρωμένη νξ. πινε μαστίχαν κ' κάπνιζε τ τσιμπούκι του. Πότε−πότε παιζεν κόμη τ νάϊ.
στερον, μετ' λίγας μέρας, γινεν φαντος κα δν τν εδε πλέον κανείς. Ζ, πέθανε, περιπλανται ες λλα μέρη, νεκλήθη π τς ξορίας, πανέκαμψεν ες τν τόπον του;
Κανες δν ξεύρει.
σως τν ραν ταύτην ν' νέκτησε τν ενοιαν το σχυρο Παδισάχ, σως ν εναι μέγας κα πολς μεταξ τν Ολεμάδων τς Σταμπούλ, σως ν διαπρπ ς μάμης ες κανν ξακουστν τζαμίον.
σως ν εναι ενοούμενος το Χαλίφη, ρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.
Μπο ντουνι τσρκ φιλέκ.
(1896)