Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ



Εμείς εκεί ζούσαμε πολύ καλά , αδελφικά με τους Τούρκους. Ακόμα και μετά τα γεγονότα και τους πολέμους, που έφεραν το μίσος μεταξύ των δύο στοιχείων , κανένα κακό δεν είδαμε. Όταν ερχόταν Πάσχα, ο κάθε Χριστιανός είχε και έναν φίλο Τούρκο που τον ονόμαζε «σαϊντίτς», κουμπάρο και σε αυτόν έπρεπε να στείλει αυγά και τσουρέκια. Τα περίμεναν με λαχτάρα, νόμιζαν ότι τρώνε το καλύτερο έδεσμα. Και αυτοί στα μπαϊράμια τους στέλναν κάτι μιμίκια , κάτι γλυκά! Στην Ανάσταση ρίχναμε κουμπουριές όσες θέλεις... Τον παπά τον ευλαβούνταν πολύ και τον τιμούσαν.  Επίσης σέβονταν οι Τούρκοι τον Επιτάφιο και περνούσαν από κάτω. Και την Παναγία την τιμούσαν , την έλεγαν Μεριέμ ανά. Για χρονιάρα μέρα, βέβαια είχαν τον Αϊ-Γιώργη - Χιντρελλέζ  τον λέγαν - αλλά προπάντων τιμούσαν τον Αϊ- Δημήτρη, που τον έλεγαν Κασίμ... Όταν ο Τούρκος παρευρισκόταν σε τραπέζι, όσο χορτάτος και να ήταν , έπρεπε να κάτσει να πάρει δυο μπουκιές... Κι αν Χριστιανός ήταν σε τραπέζι τούρκικο και δεν έπαιρνε κάτι , το θεωρούσαν μεγάλη προσβολή...

         Αγγελής Μαυρίδης, Σαρίκιοϊ, κοντά στην Πάνορμο

 Εκεί στη Χηλή που ήμασταν, είδαμε τους Έλληνες. Τέλος του 19 θαρρώ ήταν. Την πρώτη φορά ήρθαν δύο τρεις μέρες για να καθαρίσουν τον τόπο από ατάκτους και ν' ακολουθήσουν οι Εγγλέζοι. Στις ελληνικές δυνάμεις που ήταν στο Τσιμπουκλί διοικητής ήταν ο Βλαχόπουλος και στη Νικομήδεια ο Γαργαλίδης. Εκείνοι που ξεκίνησαν κι έρχονταν από το Τσιμπουκλί ξεγελούσαν τον επικεφαλής Εγγλέζο και στο δρόμο καίγαν τα τουρκοχώρια. Βάζαν δικούς μας να πυροβολούν από την κατεύθυνση των χωριών και με αυτήν την πρόφαση πηγαίναν και τα καίγαν και τα λεηλατούσαν. Κατέβαζαν τα ζώα στο Σκούταρι και τα πουλούσαν 2 δεκάρες. [...] Όσοι ήρθαν από τη Νικομήδεια πήγαν και ξεγύμνωσαν μερικούς πλούσιους Τούρκους, δε μίλησε κανένας από το φόβο τους. Και τη μέρα που φεύγαν στο δρόμο τους πάνω ήταν ένα τζαμί κι οι στρατιώτες πυροβολούσαν πάνω του χωρίς να λένε τίποτα οι αξιωματικοί. [...] Στη Χηλή έμεινε τότε ένας υπαξιωματικός Κατσαρός με καμιά δεκαριά Έλληνες στρατιώτες, λιποτάκτες του στρατού. Μάζεψαν και μερικούς Χηλήτες και φύλαγαν τάχα τη Χηλή, αλλά ο σκοπός τους ήταν να κλέβουν. Πήγαιναν στα χωριά, τάχα πως γύρευαν τουφέκια, πιάναν κανέναν πλούσιο Τούρκο, τον κρεμούσαν ανάποδα και άναβαν χόρτα από κάτω για να μαρτυρήσει πού έχουν όπλα κι ύστερα πήγαινε ένας Χηλήτης και του 'λεγε "Δώσε εκατό λίρες να σε σώσουμε". [...] τον πιάσαν οι Τούρκοι και τονε φέρανε πίσω - φυσικά τότε είχαν πλακώσει οι κεμαλικοί στη Χηλή - και τονε κόβανε λίγο λίγο.

               Βρεττός Μενεξόπουλος,  χωριό Χηλή ( περιφέρεια στην Κωνσταντινούπολη )


Άρχισε το κακό από Έλληνες και Τούρκους. Οι δικοί μας έβαζαν τις Τουρκάλες στα τζαμιά και τις καίγανε. Τα είδαν οι Τούρκοι. Άρχισαν κι αυτοί να σφάζουν και να καίνε.

               Ελένη Καραντώνη, Μπουνάρμπασι

 Κάτι καλοί Τούρκοι μας λέγανε να μείνουμε. Μερικοί μάλιστα από αυτούς συγκινηθήκανε και δάκρυσαν.

               Κυριάκος Κουκουλήθρας, Λάμψακος

Εγώ ήθελα να φύγω νωρίτερα αλλά μου είπανε να φύγω τελευταίος. Έριξα μια ματιά στο σπίτι μας και πήρα τα μάτια μου. Κλάψανε οι Τούρκοι, οι δικοί μας οι Τούρκοι.

             Παπα- Γρηγόρης, Κοκκίνα Βελεστίνου

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΣΟ στοΑΪΒΑΛΙ

http://www.youtube.com/watch?v=y2MAfWO4Bkc
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΪΒΑΛΙ 













ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου
" Το Αϊβαλί , η Πατρίδα μου "


Aπό δω που κάθουμαι βλέπω βουνά, βλέπω πολιτείες, κάστρα κάμπους, π’ άλλα ζαμάνια ματοχωθήκανε από μοβόρους παλικαράδες και τώρα τους αυλακώνουνε τα ξυλάλετρα. Αντίκρυ απ’ το παραθύρι που κάθουμαι φαίνουνται μέσα στο θολό πέλαγο τα βουνά της Τουρκιάς. Σε κείνα τα μέρη γεννήθηκα κ’ εγώ, κι αν ήτανε κανένας παρών τώρα που κοιτάζω κατά κει, θαν έβλεπε πως τα μάτια μου είναι δακρυσμένα…..

Η πολιτεία που λέγω, αναγνώστη πικραμένε, δεν είναι καμιά από κείνες πόχουνε παλιά δόξα κι όνομα ξακουσμένο. Μηδέ Ρώμη είναι, μηδέ Αθήνα, μηδέ Τρωάδα, μηδέ καμιά απ’ τις άλλες ξακουσμένες πολιτείες….

Αν λάχει να περάσεις με καράβι απ’ το μπουγάζι της Μυτιλήνης, θα δεις κατά κει που βγαίνει ο ήλιος κάτι χαμηλά βουνά απάνου στη στεριά της Ανατολής. Κατά τον βοριά στέκει το Καζ Νταγ, το μεγάλο βουνό που το λέει Ίδη ο Όμηρος και πως στην κορφή τουτουνού του βουνού καθόντανε τάχα οι Δώδεκα Θεοί και σεργιανίζανε τον πόλεμο της Τρωάδας. Αν σιμώσεις περσότερο στη στεριά, θέλεις απορέσει πως δε φαίνεται πουθενά η πολιτεία γύρου. Τότε μπαίνεις μέσα σ’ ένα στενό μπάσιμο, το Ταλιάνι λεγόμενο και, σαν τραβήξεις παραμέσα, θα δεις ανέλπιστα ν’ απλώνει μπροστά σου ένας μεγάλος κόρφος ίδιος λίμνη, που δεν τον υπόπτευες πίσ’ απ’ τα βουνά. Μέσα κει θα δεις και την πολιτεία που σου λέγω, σα να’ναι φωλιασμένη, κρυμμένη από κάθε μάτι.

Ποιος ξέρει βάσιμα πότε τη χτίσανε! Λένε πως τη χτίσανε κατά το 1600. Και πως κείνοι που τη χτίσανε, πήγανε και τρυπώσανε μέσα σε κείνο το θαλάμι, για να ξεφύγουνε απ’ τους κουρσάρους, που κάνανε θρήνος όξου στο πέλαγο. Ως τα 1770 αυτοί οι άνθρωποι, όπως ούλοι οι Ρωμιοί της Τουρκιάς, ζούσανε κρυφά απ’ τον Θεό. Τότες φανερώθηκε ένας παπάς τετραπέρατος και με τόση πιτυχία έβγαλε πέρα το ό,τι καταπιάστηκε, που φαίνεται πως ήταν σταλμένος απ’ τον Θεό. Τον λέγανε παπά-Γιάννη Οικονόμο….
Παραπάνω είπα πως το Αϊβαλί ξακούστηκε ύστερ’ από το 1770.
Κείνον τον χρόνο πιάστηκε σε μεγάλη ναυμαχία ο Τούρκος με τον Ρούσο μέσ’ στα νερά του Τσεσμέ…
Σαν σκόρπισε κακή-κακώς η τούρκικη αρμάδα, ένας απ’ τους ναυάρχους, ο Χασάν-πασάς, που του ’δωσε αργότερα ο σουλτάνος την επωνυμία Γαζής, δηλαδή Νικητής, γλύτωσε απ’ το Χάρο παρά τρίχα. Τράβηξε τότες να πάει στην Πόλη από στεριά, επειδή η θάλασσα ήτανε πιασμένη απ’ τον οχτρό, κ’ έλαχε να κονέψει ένα βράδυ στην πολιτεία του Οικονόμου σε κακό χάλι. Κι ο παπάς τον συμμάζεψε σπίτι του και τον ζωογόνησε, τόσο που, μισεύοντας ο Τούρκος πήρε όρκο πως δε θα ξέχανε ποτές την καλοσύνη που ΄χε δει απ’ τον Οικονόμο. Έλα-έλα, σαν περάσανε ένα-δυό χρόνια, μαθεύτηκε πως ο Χασάν-πασάς ο Γαζής θέριεψε κ’ έγινε παντοδύναμος συμβουλάτορας του σουλτάνου και πως κείνος ήτανε το δεσμείν και λύειν στην Πόλη. Σαν έφταξε στ’ αυτί του Οικονόμου η τέτοια είδηση, σηκώθηκε δίχως να χασομερήσει και πήγε στην Πόλη….

Και πηγαίνοντας στο παλάτι, τον υποδέχτηκε ο Χασάν-πασάς με μεγάλη εγκαρδιότητα και τον ρώτηξε τι χάρη ήθελε απ’ αυτόν. Τότες ο Οικονόμος ξετύλιξε το χαρτί, για να διαβάσει ο βεζίρης το τι αγαπούσε. Και κείνος, σαν άνθρωπος που κρατά το τάξιμο που βγαίνει από το στόμα του, έκανε ριτζά στο σουλτάνο να μη φύγει μ’ αδειανά τα χέρια ο παπάς, ξιστορώντας του το πώς τον είχε συμμαζέψει γυμνόν και ξετραχηλισμένον στο σπίτι του. Και, στ’ αλήθεια, η Πόρτα έβγαλε φετβά που διαλάβαινε τα προνόμια που δινόντανε στην πολιτεία του Οικονόμου:

Όσοι Τούρκοι έχουνε σπίτι μέσα στην πολιτεία, να φύγουνε παρευθύς μαζί με τις φαμελιές τους στα τουρκοχώρια που ’ναι ολοτρόγυρα. Και στο εξής κανένας Οθωμανός δεν έχει την άδεια ν’ ανοίξει σπίτι και τζάκι μέσα στη χώρα. Και Τούρκος καβαλάρης να μη ζυγώνει στο έμπα της πολιτείας, παρά όσο ακούγεται πετεινός. Κι αν κανένας επίσημος του στρατού τύχει να ’μπει καβάλα μέσα στη χώρα, να βγάζει τα πέταλα του χαϊβανιού του.
Η πολιτεία λογαριάζεται στο εξής ανεξάρτητη από τον ντερέμπεη που θα διορίζεται στα πέριξ
Η κυβέρνηση, η δικαιοσύνη και τα κουμέρκια δίνουνται στους ντόπιους χριστιανούς, οι οποίοι έχουνε χρέος να πληρώνουνε σαρανταοχτώ χιλιάδες γρόσια κάθε χρόνο.
Καϊμακάμης, αγάς για βοεβόντας θα στέλνεται απ’ την Πόλη, μα θα διορίζεται κείνος που θέλουνε διαλέξει οι χριστιανοί, κι απ’ τους χριστιανούς θα πληρώνεται και πάλε απ’ τους χριστιανούς θαν αλλάζεται, όποτε κρίνεται πρέπον.
Καδής θα στέλνεται απ’ την Πόλη ή απ’ αλλού, μα θε να’ ναι και τούτος μισθωτός των χριστιανών.
Φρούραρχος δεν επιτρέπεται να καθήσει μέσα στη χώρα, μηδέ να περάσει από μέσα.
Η πολιτεία στο εξής δεν θα δίνει δέκατο όπως πριν, αμή ο κάθε νοικοκύρης έχει χρέος να πληρώνει δυο παράδες για κάθε λιόδεντρο……
Δελφίνι Aϊβαλί
                                                                              Δελφίνι Aϊβαλί

Δελφίνι Aϊβαλί
http://www.youtube.com/watch?v=o1HZkVgY87E&feature=related