ΑΛΗ ΣΑΝΤΙΚ
[ Απόσπασμα από το βιβλίο της Ευαγγελίας Γ. Γεωργοπούλου
Ο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ που εκδόθηκε το 1972 από τις εκδόσεις ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ.
Χωριό του νομού Αϊδινίου, απέναντι από τη Σάμο, ήταν ο Γέροντας της Μικράς Ασίας. Τα σπίτια του ήταν χτισμένα γύρω από τα ερείπια του εντυπωσιακού ναού του Διδυμαίου Απόλλωνα, που ήταν το θρησκευτικό κέντρο της Μιλήτου και φημισμένο μαντείο κατά την αρχαιότητα. Τόσο το ελληνικό όνομα του παλιού χωριού Γέροντας, όσο και το τουρκικό της σημερινής πόλης Didim, προέρχονται από το «Εν Διδύμοις Ιερόν» όπως αποκαλούσαν το μεγαλοπρεπή ναό οι Μιλήσιοι.
Κωστής Χατζηφωτεινός ]
Ένας άνθρωπος βρέθηκε τότε, εκείνες τις ανήσυχες ημέρες, στο Γέροντα. Και ήταν Τούρκος! Ήταν ο νέος διοικητής της περιοχής. Ήταν ο Αλή Σαντίκ εφέντης.
Ο νόμος τον διέταζε να προσχωρήσει σε ενέργειες τρομερές : « Να μας βγάλει όλους από τον τόπο ή να μας σκοτώσει».
Έτσι διέταζε ο Νόμος και ο Αλή Σαντίκ εφέντης έπρεπε να εκτελέσει το Νόμο. Μα πώς; Διάβαζε τη διαταγή ο Αλή Σαντίκ και κρύος ιδρώτας έλουζε το πρόσωπό του. Να διώξει του ανθρώπους από τον τόπο τους;...
Να τους σκοτώσει;... Μ` αυτός δεν είναι πλασμένος από την πάστα των φονιάδων. Αυτός είναι γεννημένος για ν` αγαπά, για να χαρίζει την ελπίδα, για να δίνει τη χαρά... Έπειτα υπάρχει απάνω απ` όλους ο Θεός, που βλέπει τα πάντα, που δε θέλει να γίνεται το κακό, που αργά αλλά σίγουρα τιμωρεί. Γιατί λοιπόν αυτός θα ενεργήσει αντίθετα από το θέλημά Του; Όχι. Ας διατάζουν οι νόμοι, ας απαιτούν οι ανώτεροι. Αυτός όχι μόνο δε θα βάψει τα χέρια του με αίμα αθώων, αλλά και θα αγωνιστεί, όσο γίνεται, για ν` αποτρέψει και τους άλλους. Δε θ` αφήσει, έτσι αποφασίζει, καθώς σκυφτός από τη συλλογή αγρυπνεί όλη τη νύχτα, να εξευτελιστούν γέροντες, να ατιμασθούν παρθένες, να βουτηχτούν στο αίμα μικρά παιδιά. Γιατί κι αυτός έχει μικρά παιδιά που τ` αγαπάει, γιατί κι αυτός έχει κορίτσι που το καμαρώνει, γιατί είναι άνθρωπος και πρέπει κάποτε να παραδώσει ολοκάθαρη στα χέρια του Θεού την ψυχή του. Αναμετράει την ευθύνη του ο Αλή Σαντίκ εφέντης. Ξέρει πως η παράβαση της διαταγής έχει βαρύτατες επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του, πως μπορεί να την πληρώσει με τη ζωή του.
Μα αυτή η σκέψη δεν τον κάνει διστακτικό . Γιατί ξέρει πως η ζωή δεν έχει καμιά αξία, δεν μπορεί να είναι ήσυχη, όταν συνοδεύεται από τις κατάρες και τα αναθέματα των αθώων. Γι` αυτό παίρνει ηρωικά την απόφασή του. Θα σώσει αυτούς τους ανθρώπους. Όχι μόνο δε θα τους βλάψει , αλλά - όσο μπορεί - θα τους ωφελήσει. Θα τους προστατεύσει από τις χυδαιότητες των διεφθαρμένων, θα τους γλιτώσει από το μαχαίρι του διψασμένου για αίμα τσέτη, από τις διαρπαγές και τις βιαιότητες του ληστή. Θα τους σώσει. Γιατί μόνο έτσι θα σώσει και τον εαυτό του, σώζει τον Αλή Σαντίκ εφέντη. Γιατί ο Αλή Σαντίκ είναι εκείνος που κινδυνεύει, ο Αλή Σαντίκ είναι εκείνος που σπρώχνεται στον αιώνιο αφανισμό από τα άγρια πάθη που υπαγόρευσαν την άνομη διαταγή που κρατάει στα χέρια του.
Κρατάει λοιπόν στα χέρια του τη μαύρη διαταγή ο Αλή Σαντίκ εφέντης και δεν την εκτελεί. Υποκρίνεται όμως στους δικούς του πως απλώς αναβάλλει την εκτέλεσή της και δίνει και στους δικούς μας, που δεν τα έχουν χαμένα, να καταλάβουν πως δεν πρέπει να κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια, πως πρέπει ν` αντιστέκονται στα λεφούσια των τσέτηδων, που πέφτανε τις νύχτες επάνω στο χωριό διψασμένα για πλιάτσικο και για γυναίκα. Έβγαλε μάλιστα και διαταγή:
«Αν γίνει επίθεση τσέτηδων στο χωριό, οποιαδήποτε ώρα κι αν είναι, να ζητάμε αμέσως βοήθεια».Η διαταγή τελείωνε με την υπόσχεση πως αμέσως θα έστελνε στρατό ν` αποκαταστήσει την τάξη.
Και την υπόσχεσή του την τήρησε πέρα για πέρα.
Από τα σχετικά με τη διαταγή επεισόδια πολλοί Γεροντιανοί θυμούνται ακόμα και τώρα το ακόλουθο.
Κάποια νύχτα, που όλοι ήταν κλειδομανταλωμένοι από το φόβο, πλήθος συμμορίτες γυρόφερναν το σπίτι της κυρά Σκάρου, της Κατσκαντάναινας. Ξεγελασμένοι από την απόλυτη ησυχία, νομίζοντας πως δεν υπήρχε ψυχή μέσα ετοιμάζονταν να ξεμακρύνουν, όταν ακούστηκε το κλάμα μωρού παιδιού. Έτσι οι συμμορίτες κατάλαβαν πως δεν ήταν άδειο και χωρίς να χάσουν καιρό όρμησαν απάνω του.
Ο πρώτος, που με μια κλωτσιά άνοιξε την πόρτα, ρίχτηκε αμέσως στο πεντάμορφο κορίτσι, που δεν πρόλαβε να κρυφτεί. Μα η κυρά Σκάρου, η μάνα του, μια λεβεντογυναίκα, δεν τάχασε. Με μια δυνατή σπρωξιά τον έφερε στη γη ανάποδα. Ώσπου να καλομπούν οι άλλοι, έφτασε το καρακόλι και ο Αλή Σαντίκ εφέντης, που ενθουσιασμένος από το θέαμα του ξαπλωμένου αντάρτη, είπε στην κυρά Σκάρου:
- Καλά τον πλήρωσες, για να μάθουν και οι άλλοι να είναι στρατιώτες κι όχι ληστές.
Ολοζώντανη παραμένει στο νου πολλών Γεροντιανών ακόμη και σήμερα η ανάμνηση του αγαθού Αλή Σαντίκ, του προστάτη τους. Μερικοί τον μνημονεύουν και στην προσευχή τους, Πιστεύουν πως έχει τοποθετηθεί «εν χώρα δικαίων», σε μια από τις πιο όμορφες γωνιές της αιώνιας γαλήνης και παρακαλούν το Θεό να δροσίζει το συλλογισμένο μέτωπό του με το μυρωμένο αέρι , που απαλά κατεβαίνει από τις πλαγιές και τα ρουμάνια των Δίδυμων βουνών.