Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

IZMIR'S PORT
OLD PORT
IZMIR
TRADE IN IZMIR
MARKETPLACE IN IZMIR
THESSALONİKİ'S PORT



                       Η ΓΕΝΝΗΣH  ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΟΛΗΣ-ΛΙΜΑΝΙΟΥ

Είναι ευρέως γνωστό στην ιστορία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας ότι η Σμύρνη ήταν μία από τις μεγαλύτερες και πιο ευημερούσες πόλεις.
   Προικισμένη με ένα αρκετά μεγάλο φυσικό λιμάνι και βρισκόμενη στη μέση του Αιγαίου αρχιπελάγους,η Σμύρνη είναι η αντιπροσωπευτική ιδανική πόλη- λιμάνι,με σημαντική εμπορική δραστηριότητα από την Αρχαιότητα.Παρ'όλ'αυτά,
στην πορεία του 18ου αιώνα η Σμύρνη αναδείχθηκε ως το μοναδικό και με διαφορά πιο σημαντικό διεθνές λιμάνι στην ανατολική Μεσόγειο.Χειριζόταν το μεγαλύτερο όγκο εμπόριου,στις εισάγωγές και τις εξάγωγες,μεταξύ τησ τεράστιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ευρώπης,προς την Δύση και την Περσία και από την Απω Ανατολή.Κυριαρχούσε στουσ εμπορικούς από ξηρά και θάλασσα.Η εμπορική ανάπτυξη στην Σμύρνη γίνεται έντονα εμφανής προς το τέλος του 18ου αιώνα. 
    Αυτή η θεαματική και παρατεταμένη άνοδος της Σμύρνης,μειώθηκε μόνο μετά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού αιώνα.
    Η εμπορική κυριαρχία της Σμύρνης ήταν αισθητή σε όλες τις παραμέτρους του εμπορίου:στην ποσότητα των αγαθών που διακινούνταν, στην πυκνότητα των δυτικών και οθωμανικών εμπορικών δικτύων που προέρχονταν από το λιμάνι και από τον όγκο επιχειρησιακών συναλλαγών που πραγματοποιούνταν από τα δίκτυα αυτά. Επιπλέον,  η πόλη- λιμάνι ήτάν επίσης ένα σημαντικό διατραπεζικό κέντρο για την περιοχή. Στην οικονομία, βέβαια, η Κωνσταντινούπολη ήταν ένας μεγάλος ανταγωνιστής. Η Σμύρνη, όπως η πρωτεύουσα, αναλάμβανε σειρά οικονομικών δραστηριοτήτων που ήταν ζωτικές στο διεθνές εμπόριομε άλλα ευρωπαικά οικονμικά κέντρα, όπως το Λονδίνο, τη Μασσαλία και το Άμστερνταμ. Αποτέλεσμα της ικανότητας των εμπόρων της να συνδυάζουν εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες ήταν να παίξει η Σμύρνη ένα κεντρικό ρόλο στην ενσωμάτωση της ανατολικής Μεσογείου στη διεθνή αγορά. 
   Ας εξετάσουμε τώρα συγκεκριμένους παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο κατά τη σύγχρονη εποχή αυτής της μεγάλης πόλης-λιμανιού. Για παράδειγμα, οι περσοοθωμανικοί πόλεμοι του τέλους του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα έδωσαν ένα προσωρινό πλεονέκτημα στη Σμύρνη ανοίγοντας νέους ορίζοντεςεμπορίου. Από το τέλος του 17ου αιώνα, η οθωμανική αυτοκρατορική πολιτική άρχισε να ευνοεί τη Σμύρνη συγκεντρώνοντας μεγάλο μέρος του διεθνούς εμπορίου της πςειοχής σ΄αυτήν, εις βάρος των άλλων λιμανιών των παραλίων της Μικράς ασίας ή των παρακειμένων νησιών του Αιγαίου. Η γειτνίαση της πόλης λιμανιού με την Κωνσταντινούπολη που εγγυούνταν την επιτυχία μιας αυτοκρατορικής πολιτικής που στόχευε στην ασφάλεια της ενδοχώρας των μεγάλων αστικών κέντρων, ήταν άλλος ένας σπουδαίος παράγοντας, γιατί επέτρεπε στους εμπόρους καραβανιών να φτάνουν στις αγορές ης Σμύρνης, φέρνοντας τα προιόντα τους τα οποία ανταλλάσσονταν με εμπορεύματα από τη Δύση.
    Η ασφαλής μεταφορά και τα αποτελεσματικά τοπικά δίκτυα εξασφάλιζαν για τις αγορές της Σμύρνης άλλα σημαντικά προίόντα εκτός από το περσικό μετάξι, όπως ίνες από μαλλί μοχέρ από την άγκυρα και μετάξθ από την Προύσα. Η δυνατότητα προσέγγισης στη γύρω ηπειρωτική περιοχή της Σμύρνης ενός τρίτου σημαντικού προιόντος, του βαμβακιού, ήταν ακόμη σημαντικότερο από τα άλλα δυο προιόντα. Γιατί η εξαγωγή του βαμβακιού και του νήματος έδωσε την ευκαιρία στη Σμύρνη να σταθεροποιήσει την πρωταγωνιστική θέση της στο διεθνές εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου. Η εμπορική ανάπτυξη της Σμύρνης ακολούθησε την ανάπτυξη του εμπορίου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με τη Δύση και ειδικότερα με τη Γαλλία, που έγινε ο πιο σημαντικός Ευρωπαίος εμπορικός συνεταίρος της αυτοκρατορίας στην ανατολική Μεσόγειο. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Γαλλία αντικαταστάθηκε από τη Βρετανία, που έγινε ο κυριότερος συνεταίρος της αυτοκρατορίας σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. 
    Σε αυτές τις διεθνείς εμπορικές εξελίξεις η πόλη λιμάνι μεγάλωσε: κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, ο ετήσιος μέσος όρος εξαγωγής προς τη Γαλλία ήταν 4 φορές μεγαλύτερος σε αξία απ΄ότι το πρώτο μισό. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι εξαγωγές ήταν διπλάσιες από τα ήδη υψηλά επίπεδα του τέλους του 18ου αιώνα. Η Σμύρνη κυριαρχούσε και στο εισαγωγικό εμπόριο της αυτοκρατορίας με τη Δύση. 
    Τελικά, η άνοδος της Σμύρνης οφειλόταν εν πολλοίς στην ικανότητά της να ανταποκριθεί στις ανάγκες του διεθνούς εμπορίου και της οικονομίας.  Η ανάπτυξη της υφαντουργικής βιομηχανίας στη Γαλλία κατά τον 18ο αιώνα χρειαζόταν όλο και μεγαλύτερες ποσότητες πρώτης ύλης για την παραγωγή υφάσματος και μια ορά για το τελικό προιόν. Μέσω χερσαίων και θαλασσινών δικτύων που κάλυπταν όλη την αυτοκρατορία, καθώς και ένα μεγάλο τμήμα των ακτών της Μεσογείου, η Σμύρνη συγκέντρωνε και εξήγε στις μεγάλες ευρωπαικές αγορές βαμβάκι, νήμα, μετάξι, μάλλινο νήμα και μαλλί. Εμπορευόταν στάρι, ελαιόλαδο και ξερά φρούτα, καθώς επίσης εισαγόμενα υφάσματα από τη Δύση, αλλά και αποικιακά προϊόντα επανεξαγόμενα από την Ευρώπη, όπως καφές, ζάχαρη και χρωστικές ουσίες (λουλάκι, καρμίνη). Όμως αυτό που τελικά δημιούργησε την οικονομική άνθηση στο εμπόριο της Σμύρνης, κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ήταν η ανάγκη για καλής ποιότητας βαμβάκι και βαμβακερό νήμα για την επεκτεινόμενη βιομηχανία υφασμάτων στη νότια Γαλλία  και σε μικρότερο βαθμό σε άλλες βιομηχανικές περιοχές της Ευρώπης, όπως στην Ολλανδία και στην Ιταλία.
    Ενώ θα μπορούσε κάποιος να μπει στον πειρασμό να πει ότι το βαμβάκι έφτιαξε το λιμάνι της Σμύρνης, εξίσου σημαντική ήταν η οργάνωση του εμπορίου στην πόλη.  Αν οι Γάλλοι, οι Βρεττανοί και οι Ολλανδοί ήταν σε θέση να κυριαρχούν- για το μεγαλύτερο χρονκό διάστημα του αιώνα -στα εξωτερικά εμπορικά και ναυτιλιακά δίκτυα της Σμύρνης με τη Δύση, οι ντόπιοι έμποροι, κυρίως Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, και σε μικρότερο βαθμό Τούρκοι, κυριαρχούσαν με τη σειρά τους στα εμπορικά δίκτυα του λιμανιού με την ενδοχώρα του, στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό εμπόριο. Από τους ντόπιους εμπόρους, οι Έλληνεςγίνονταν όλο και πιο πολύ κυρίαρχοι ανάμεσά τους.
    Οι καθημερινές εμπορικές δραστηριότητες και των δυο ομάδων ήταν διαρκώς αλληλοεξαρτώμενες, καθώς οι Σμυρναίοι έφερναν αγαθά από την ενδοχώρα και οι έμποροι από τη δυτική Ευρώπη εγκαταστάθηκαν στον περίφημο αλλικό τομέα της Σμύρνης για εμπορικές δραστηριότητες, που οργανώθηκε για τη μεταφορά των αγαθών αυτών από θαλάσσης προς τη διεθνή αγορά. Επιπλέον, για την αγορά αγαθών από τους ντόπιους παραγωγούς, αλλά περισσότερο από πωλητές οθωμανικών αγαθών στα παζάρια της πόλης, ή σε τοποθεσίες καραβανιών, καθώς επίσης για την πώληση των δικών τους αγαθών, οι Δυτικοευρωπαίοι χρησιμοποιούσαν ντόπιους εμπόρους, κυρίως Έλληνες, Αρμενίους, ή Εβραίους, ως μεσάζοντες, για να διεκπεραιώσουν τέτοιες συναλλαγές. Γιατί δεν διέθεταν ένα σταθερό εμπορικό δίκτυο ή βάση στο εσωτερικό της δυτικής Ανατολίας, περιλαμβανομένης της εγγύς ενδοχώρας της πόλης-λιμανιού. Βασίζονταν έτσι στους αντιπροσώπους και στους γλωσσομαθείς από τους ντόπιους εμπόρους. Οι Δυτικοευρωπαίοι ήξεραν τη διεθνή αγορά καλύτερα από τους ντόπιους και μπορούσαν να διαθέσουν μεγαλύτερα καφάλαια στις επιχειρήσεις τους. Διέθεταν επίσης πιο αξιόπιστα, μεγαλύτερα και πιο αποτελεσματικά πλοία για μακρινά ταξίδια. 'Ομως, καθώς η Σμύρνη αναπτυσσόταν εμπορικά, οι Έλληνες ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση από άλλες ομάδες, οικονομικά: στη θάλασσα, στο παράκτιο εμπόριο και στη στεριά, παίρνοντας ένα μεγάλο μερίδιο των εμπορικών δικτύων της ενδοχώρας της Σμύρνης και κυριαρχώντας τελικά στο εμπόριο ορισμένων σημαντικών προϊόντων, όπως το εισαγωγικό εμπόριο δυτικών υφασμάτων που έφερναν στις ντόπιες αγορές της Σμύρνης αλλά και της Ανατολίας και των νήσων του Αιγαίου. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι Έλληνες έμποροι, για παράδειγμα οι αδελφοί Ράλλη, εξήγαν βαμβάκι στη Μασσαλία και στο Άμστερνταμ και στάρι στο Λονδίνο, διεισδύοντας στις αγορές της Δύσης.        

Ε. ΦΡΑΓΚΑΚΗ-ΣΥΡΡΕΤ "Σμύρνη-Μικρά Ασία" Ε  ΙΣΤΟΡΙΚΑ (περίληψη σελ. 9-14) 
             


THE BIRTH OF A GREAT CITY PORT

During the 18th century, Izmir rose into prominence as the only and most important international port in the eastern Mediterranean. It dealt the biggest part of the commerce between the Ottoman Empire and Europe. It also was a significant interbanking center of the region. One of the factors that contributed to the rising of this great port city were the Ottoman-Persian wars, which, at the beginning of the 17th century, gave Izmir the advantage by opening new horizons in the commerce activity. Another factor was the fact that at the end of the 17th century, the imperial ottoman policy began favoring Izmir by gathering there the most part of the regional commerce in the expense of other ports. Moreover, the proximity to Istanbul was another significant factor because it allowed the caravan merchants to reach Izmir’s markets safely, bringing their products and trading them with merchandise from the West, which were brought by sea. The main export products were wool, silk, wheat, olive oil and dried fruit. However, the most important of all was cotton. The main commercial partner of the Empire was France. Therefore, the growth of France’s textile industry during the second half of the 18th century was the main reason for Izmir’s financial boom, as it could not only provide big quantities of excellent quality cotton needed for textile production, but it also had a large market for the final product. Finally, it is worth mentioning that merchants from the Western Europe ruled in the commercial and shipping routes beyond Izmir, while in the commercial routes of the port with its mainland, local merchants ruled and especially Greeks who became financially prominent



    




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου