ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Εμείς εκεί ζούσαμε πολύ καλά , αδελφικά με τους Τούρκους. Ακόμα και μετά τα γεγονότα και τους πολέμους, που έφεραν το μίσος μεταξύ των δύο στοιχείων , κανένα κακό δεν είδαμε. Όταν ερχόταν Πάσχα, ο κάθε Χριστιανός είχε και έναν φίλο Τούρκο που τον ονόμαζε «σαϊντίτς», κουμπάρο και σε αυτόν έπρεπε να στείλει αυγά και τσουρέκια. Τα περίμεναν με λαχτάρα, νόμιζαν ότι τρώνε το καλύτερο έδεσμα. Και αυτοί στα μπαϊράμια τους στέλναν κάτι μιμίκια , κάτι γλυκά! Στην Ανάσταση ρίχναμε κουμπουριές όσες θέλεις... Τον παπά τον ευλαβούνταν πολύ και τον τιμούσαν. Επίσης σέβονταν οι Τούρκοι τον Επιτάφιο και περνούσαν από κάτω. Και την Παναγία την τιμούσαν , την έλεγαν Μεριέμ ανά. Για χρονιάρα μέρα, βέβαια είχαν τον Αϊ-Γιώργη - Χιντρελλέζ τον λέγαν - αλλά προπάντων τιμούσαν τον Αϊ- Δημήτρη, που τον έλεγαν Κασίμ... Όταν ο Τούρκος παρευρισκόταν σε τραπέζι, όσο χορτάτος και να ήταν , έπρεπε να κάτσει να πάρει δυο μπουκιές... Κι αν Χριστιανός ήταν σε τραπέζι τούρκικο και δεν έπαιρνε κάτι , το θεωρούσαν μεγάλη προσβολή...
Εκεί στη Χηλή που ήμασταν, είδαμε τους Έλληνες. Τέλος του 19 θαρρώ ήταν. Την πρώτη φορά ήρθαν δύο τρεις μέρες για να καθαρίσουν τον τόπο από ατάκτους και ν' ακολουθήσουν οι Εγγλέζοι. Στις ελληνικές δυνάμεις που ήταν στο Τσιμπουκλί διοικητής ήταν ο Βλαχόπουλος και στη Νικομήδεια ο Γαργαλίδης. Εκείνοι που ξεκίνησαν κι έρχονταν από το Τσιμπουκλί ξεγελούσαν τον επικεφαλής Εγγλέζο και στο δρόμο καίγαν τα τουρκοχώρια. Βάζαν δικούς μας να πυροβολούν από την κατεύθυνση των χωριών και με αυτήν την πρόφαση πηγαίναν και τα καίγαν και τα λεηλατούσαν. Κατέβαζαν τα ζώα στο Σκούταρι και τα πουλούσαν 2 δεκάρες. [...] Όσοι ήρθαν από τη Νικομήδεια πήγαν και ξεγύμνωσαν μερικούς πλούσιους Τούρκους, δε μίλησε κανένας από το φόβο τους. Και τη μέρα που φεύγαν στο δρόμο τους πάνω ήταν ένα τζαμί κι οι στρατιώτες πυροβολούσαν πάνω του χωρίς να λένε τίποτα οι αξιωματικοί. [...] Στη Χηλή έμεινε τότε ένας υπαξιωματικός Κατσαρός με καμιά δεκαριά Έλληνες στρατιώτες, λιποτάκτες του στρατού. Μάζεψαν και μερικούς Χηλήτες και φύλαγαν τάχα τη Χηλή, αλλά ο σκοπός τους ήταν να κλέβουν. Πήγαιναν στα χωριά, τάχα πως γύρευαν τουφέκια, πιάναν κανέναν πλούσιο Τούρκο, τον κρεμούσαν ανάποδα και άναβαν χόρτα από κάτω για να μαρτυρήσει πού έχουν όπλα κι ύστερα πήγαινε ένας Χηλήτης και του 'λεγε "Δώσε εκατό λίρες να σε σώσουμε". [...] τον πιάσαν οι Τούρκοι και τονε φέρανε πίσω - φυσικά τότε είχαν πλακώσει οι κεμαλικοί στη Χηλή - και τονε κόβανε λίγο λίγο.
Βρεττός Μενεξόπουλος, χωριό Χηλή ( περιφέρεια στην Κωνσταντινούπολη )
Άρχισε το κακό από Έλληνες και Τούρκους. Οι δικοί μας έβαζαν τις Τουρκάλες στα τζαμιά και τις καίγανε. Τα είδαν οι Τούρκοι. Άρχισαν κι αυτοί να σφάζουν και να καίνε.
Ελένη Καραντώνη, Μπουνάρμπασι
Κάτι καλοί Τούρκοι μας λέγανε να μείνουμε. Μερικοί μάλιστα από αυτούς συγκινηθήκανε και δάκρυσαν.
Κυριάκος Κουκουλήθρας, Λάμψακος
Εγώ ήθελα να φύγω νωρίτερα αλλά μου είπανε να φύγω τελευταίος. Έριξα μια ματιά στο σπίτι μας και πήρα τα μάτια μου. Κλάψανε οι Τούρκοι, οι δικοί μας οι Τούρκοι.
Παπα- Γρηγόρης, Κοκκίνα Βελεστίνου