Η Προσφυγιά [ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ]
Ήταν φθινόπωρο του 1922. Τα πρώτα κίτρινα φύλλα είχαν πέσει κιόλας απ` τα δένδρα. Είχαν πέσει επίσης οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές που πότισαν τη διψασμένη γη και το αεράκι που ’ρχονταν απ` τα γύρω βουνά ήταν υγρό και παγωμένο. Παγωμένες όμως και βαριές ήταν και οι καρδιές των ανθρώπων που ήταν έτοιμοι για το μεγάλο ξεκίνημα.
Έμπαιναν και ξαναέμπαιναν στα σπίτια τους να πάρουν κάτι ακόμα απ’ αυτά που θ’ άφηναν πίσω τους: κάποιο αγαπημένο αντικείμενο, κάποιο παλιό κειμήλιο, το εικόνισμα του Χριστού, της Παναγίας ή κάποιου Αγίου που λάτρευσαν τόσα χρόνια οι ίδιοι, οι γονείς και οι παππούδες τους.
Τα μικρά παιδιά που δεν καταλάβαιναν από τέτοια βρίσκονταν ήδη πάνω στα βοϊδάμαξα, κουκουλωμένα με μπατανίες ή κιλίμια. Oι γονείς γύρισαν όλο το σπίτι, κλείδωσαν καλά πόρτες και παράθυρα, μη μπει κανένας κλέφτης, μη φυσήξει αέρας δυνατός και τους τ’ ανοίξει, μη μπούνε τα νερά της βροχής και τους λερώσουν τους τοίχους και τα πράγματα που άφηναν πίσω τους. Θα ξαναγύριζαν τάχα κάποια μέρα κι έπρεπε να μείνουν όλα εκεί, όρθια να τους περιμένουν.
Α ξανανέρτουμ’ να τα νέβρουμ’, έλεγαν. Οι γεροντότεροι έσκυψαν και φίλησαν την ευλογημένη γη που τόσα χρόνια τους χάριζε τους καρπούς της.
Άντε, πάμι, κι ο Θεγιός βοηθός, ακούστηκε η φωνή του αρχηγού.
Ανέβηκαν στα κάρα οι νοικοκυραίοι, τράβηξαν τα σχοινιά των βοδιών τους, τα χτύπησαν απαλά να μην πονέσουν, έτριξαν οι ρόδες των αμαξιών και το καραβάνι ξεκίνησε για το άγνωστο. Όλοι τους έκαναν το σταυρό τους, όταν περνούσαν από την πλατεία μπροστά απ’ την εκκλησιά του Αη Θανάση. Προσευχήθηκαν σιωπηλοί και παγωμένοι. Αποχαιρετούσαν τα ιερά τους και συγχρόνως ζητούσαν τη βοήθειά τους. Είχαν μεγάλη ανάγκη. Ένοιωθαν ανίσχυροι…
Αριστερά στο δρόμο τους το φτωχικό κοιμητήριο του χωριού. Τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι από τα μάτια τους. Αποχαιρετούσαν τώρα και τους προγόνους τους, τους γονείς τους, τ’ αδέλφια τους ή τα παιδιά τους που χάνονταν από τις επιδημίες που σάρωναν εκείνη την εποχή την ανθρωπότητα.
Πιο πέρα είδαν τη σπλούχα, όπως έλεγαν μια σπηλιά που την επισκέπτονταν όταν είχαν κάποιο πόνο, κυρίως πονοκέφαλο. Ήταν θαυματουργή η σπλούχα κι όποιος περνούσε από μέσα τρεις φορές, θεραπεύονταν το κεφάλι του, ο λαιμός του, το αυτί του.
Το χωριό που άφηναν πίσω τους το έλεγαν Κρυόνερο. Ήταν ένα ορεινό χωριό της Ανατολικής Θράκης, κοντά στη Βιζύη, πατρίδα του Βιζυηνού. Το κέντρο του διέσχιζε ένας ξηροπόταμος, που, όταν έβρεχε πολύ, γινόταν ορμητικός χείμαρρος κι έκανε καταστροφές σε σπίτια και χωράφια. Πολλές φορές τα νερά του παρέσυραν ζώα κι ανθρώπους που τύχαινε να βρίσκονται κοντά στην κοίτη του.
Ο ήλιος άρχισε να ρίχνει τις ακτίνες του λαμπερές και καυτές πάνω στο καραβάνι με τους Κρυονερίτες που έφευγαν. Τα βόδια έσερναν τα κάρα και προχωρούσαν αργά αργά, ενώ οι επιβάτες γυρισμένοι προς τα πίσω έβλεπαν για τελευταία φορά το αγαπημένο τους χωριό με τ’ άσπρα σπίτια και τα πανύψηλα δέντρα να χάνεται σιγά σιγά από τα μάτια τους τα βουρκωμένα. Αργότερα έβλεπαν μόνο τις στέγες των σπιτιών και μετά χάθηκαν όλα.
Σε λίγο βρέθηκαν στον κάμπο, έβλεπαν τα χωράφια τους, τη σοδειά τους που δεν πρόλαβαν να μαζέψουν, τη γη που είχαν ποτίσει με ιδρώτα τόσα χρόνια. Έφευγαν βουβοί, αμίλητοι, δακρυσμένοι, χωρίς να ξέρουν πού πάνε πού θα εγκατασταθούν, ποια θα είναι η νέα τους πατρίδα. Έφευγαν όμως με μια ελπίδα στην καρδιά, ότι θα ξαναγύριζαν γρήγορα στον τόπο τους, στο χωριό τους.
Πού α μας πάν’ άραγες; Πού α μείνουμ’ οι αρίσκοι;
Το ταξίδι ήταν ατέλειωτο. Μέρες και νύχτες έρχονταν και έφευγαν κι αυτοί προχωρούσαν. Οι πιο νέοι και δυνατοί χωριανοί περπατούσαν ώρες πολλές σέρνοντας τα ζεμένα ζώα απ’ τα σχοινιά τους. Άλλοι πήγαιναν παρέα κουβεντιάζοντας, γελώντας, σφυρίζοντας ή τραγουδώντας κι ας έκλαιγε μέσα τους η ψυχή τους. Ήθελαν να ενθαρρύνουν τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες, τα παιδιά τους. Τα μεσημέρια ξεπέζευαν τα ζώα τους κοντά σε κάποιο ποτάμι ή στη σκιά κάποιων δέντρων. Άνθρωποι και ζώα έπρεπε να φάνε, να πιουν νερό, να ξεκουραστούνε.
Περίπου τριάντα μέρες και τριάντα νύχτες κράτησε εκείνο το μαρτυρικό ταξίδι των γονιών μας που μικρά παιδιά τότε γνώρισαν τον ξεσηκωμό και την προσφυγιά, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση. Άλλοι πριν από μένα, μεγάλοι λογοτέχνες, ποιητές και πεζογράφοι, έγραψαν για τα δεινά της εποχής εκείνης, για την καταστροφή, για τον ξερριζωμό των Ελλήνων, όπως τα ’ζησαν οι ίδιοι. Εμείς τ’ ακούσαμε από τους γονείς μας κι απ’ τους παππούδες μας. Τα διαβάσαμε, τα είδαμε στον κινηματογράφο.
Σαν τους Κρυονερίτες και μαζί μ’ αυτούς ταξίδευαν κι άλλοι πολλοί Έλληνες απ’ όλη την Ανατολική Θράκη, από τη Μικρά Ασία, από τα παράλια της Ιωνίας κι από άλλα μέρη που εκτείνονταν μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Όλοι αυτοί έφτασαν κάποτε γυμνοί και τρισάθλιοι σε διάφορες περιοχές της Βορείου Ελλάδος, στη Φλώρινα, στην Κοζάνη, στο Κιλκίς, στη Δράμα, στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη. Γέμισε ο τόπος πρόσφυγες, Θρακιώτες, Καυκάσιους, Καραμανλήδες και άλλους. Εγώ θ’ ασχοληθώ μόνο με τους Θρακιώτες, που είναι οι πρόγονοί μου.
Όταν οι Κρυονερίτες έφτασαν στην πεδιάδα της Δράμας, όπου είχαν πάρει εντολή να εγκατασταθούν, είδαν τον απέραντο κάμπο που απλωνόταν μπροστά τους και χάρηκαν. Ξεπέζεψαν, το καραβάνι σταμάτησε. Οι γυναίκες κατέβηκαν να ξεμουδιάσουν. Έπλεξαν τα χέρια τους μπροστά στο στήθος τους κι έπιασαν κουβέντα μεταξύ τους. Οι μικρομάνες θήλασαν τα μωρά τους. Τα παιδιά άρχισαν τα τρελά παιχνίδια τους. Οι άντρες συγκεντρώθηκαν να ν’ αποφασίσουν πού ακριβώς θα μείνουν, πού θα χτίσουν το νέο τους χωριό. Κάλεσαν και τους γέροντες, τους πιο έμπειρους, τους πιο μυαλωμένους, να ζητήσουν τη γνώμη τους.
Τι λέτι κι σεις που ξέρ’τι πιο πολλά. Θα είμαστι καλά ιδώ; Θα περάσουμ’ καλά;
Ήρθαν όλοι οι γέροντες, περήφανοι που οι νέοι αναγνώριζαν την αξία τους, την εμπειρία τους, φορώντας τα ποτούρια τους. Αγρότες όλοι από γεννησιμιού τους, ήξεραν να διαλέγουν αυτό που χρειάζονταν, τα χωράφια. Είδαν τον κάμπο που απλωνόταν ανάμεσα σε Δράμα και Καβάλα, στα βόρεια του όρους Παγγαίου. Είδαν την πυκνή βλάστηση, τα νερά, τα δένδρα, κατάλαβαν πως είναι τόπος παραγωγικός, πως θα μπορούσαν να ζήσουν εκεί δουλεύοντας σκληρά ετούτη τη γη και αποφάσισαν.
Ιδώ α μείνουμ’, είπαν οι γέροντες και χτύπησαν με τα μπαστούνια τους το χώμα. Ιδώ α νέβρουν κι τα ζωντανά χορτάρ’ κι μεις χουράφια να δουλέψουμ’ για να ζήσουμ’.
Έτσι τελείωσε η ταλαιπωρία του ταξιδιού τους. Τα βάσανα του ταξιδιού τους αργότερα τα έκαναν τραγούδι οι Κρυονερίτες και τα τραγούδησαν. Το άκουσα το τραγούδι από τη γιαγιά Φωτή, τη θεία της μάνας μου, που το ’λεγε:
Κούγιε δα Θεγιέ μ’, κι η γης να τ’ απομέξει,
Κούγιε δα Θεγιέ μ’.
Σαββατόβραδο μας διώξαν οι εχθροί μας ’πο τα σπίτια μας,
’πο μέσ” απ’ τις αυλές μας, ’πο τα σπίτια μας.
Το τραγουδούσε η γριούλα η γιαγιά Φωτή και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι απ’ τα μάτια της!
Εκτός από τους Κρυονερίτες εγκαταστάθηκαν στο Καλαμπάκι και άλλοι Θρακιώτες από την περιοχή Καλφά της Κωνσταντινούπολης, οι Καλφακιώτες, και η γειτονιά τους ονομάστηκε «τα Κωσταντινοπολίτ’κα», καθώς και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, οι Καραμανλήδες.
Τα πρώτα χρόνια της συγκατοίκησης στο χωριό υπήρχε ένα μίσος, μια έχθρα μεταξύ των κατοίκων. Οι Θρακιώτες θεωρούσαν τους Καραμανλήδες καθυστερημένους και οι Καραμανλήδες δεν ανέχονταν τους Θρακιώτες. Οι Θρακιώτισσες κοπέλες δεν παντρεύονταν με Καραμανλήδες και οι Καραμανλήδες δεν ήθελαν να παντρευτούν με Θρακιώτισσα. Οι νέοι έτρεφαν μίσος μεταξύ τους. Θυμάμαι ένα βράδυ που είχαν ξημερωθεί στο σπίτι μας οι φίλοι του αδελφού μου, γιατί οι Καραμανλήδες τους έκλεισαν τους δρόμους και τους έστησαν καρτέρι.
Όλα αυτά όμως έχουν ξεπεραστεί τώρα, τα παιδιά και τα εγγόνια των προσφύγων κατοίκων παντρεύτηκαν μεταξύ τους και ενώθηκε το χωριό και οι κάτοικοι. Δεν υπάρχουν τώρα Κρυονερίτες και Καραμανλήδες αλλά μόνον Καλαμπακιώτες. Ζουν όλοι ειρηνικά και αγαπημένα και όλοι μαζί καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να κάνουν το χωριό τους όσο γίνεται πιο όμορφο και πιο άνετο. Ήδη το Καλαμπάκι είναι από τα πιο όμορφα χωριά της περιοχής, με ωραία σπίτια, με ωραία πλατεία, με ασφαλτοστρωμένους δρόμους, με Δημόσιες Υπηρεσίες, Δημοτικά Σχολεία, Γυμνάσιο, Λύκειο και όλα τα απαραίτητα.
Μαρτυρία της κ. Φούλας Στράντζαλη
*Η κ. Γαρυφαλλιά Στράντζαλη (στο βαπτιστικό της καταγράφεται το όνομα της γιαγιάς της, Καρυοφυλλιά, ενώ οι συγγενείς και φίλοι τη φωνάζουν Φούλα) γεννήθηκε το 1933 στο Καλαμπάκι από γονείς πρόσφυγες, καταγόμενους από το Κρυόνερο Ανατολικής Θράκης.
** To Καλαμπάκι είναι κωμόπολη του νομού Δράμας με περίπου 3.110 μόνιμους κατοίκους.
Βρίσκεται 13χμ νότια της Δράμας, πρωτεύουσας του νομού.
Στην πλειονότητά τους οι κάτοικοί του είναι απόγονοι προσφύγων κυρίως από τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη (κυρίως από το χωριό Κρυόνερο), τον Καλφά της Κωνσταντινουπόλεως γνωστοί και ως Καλφακιώτες και τη Μικρά Ασία (κυρίως από την Καππαδοκία, τουρκόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί, γνωστοί και ως Καραμανλήδες) που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης (1923).