Πέμπτη 2 Μαΐου 2013


Αποσπάσματα από το βιβλίο της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη
«Ο ΥΠΑΤΟΣ της ΣΜΥΡΝΗΣ»

Ο «κύριος Αμετάκης» ( Τουρκοκρητικός προσωπικός φρουρός του Αριστείδη Στεργιάδη ) , όπως τον αποκαλούσε ο εξοχώτατος , δεν δυσκολεύτηκε να βρει τον καφενέ του Μουσταφά Καραγκιουλάκη. 
Κι εκείνος ο μπεσαλής Χανιώτης, ομορφάντρας ακόμα παρά τα πρώτα γεράματα, λεβεντάνθρωπος, με το ωραίο στριφτό μουστάκι, μόλις αγρίκησε τον σύντεκνο από την πατρίδα, πάτησε γερά στα δύο του πόδια και άνοιξε διάπλατα τις μακριές του χέρες να τον υποδεχτεί. 
«Χος γκελντινίζ, σύντεκνε Αμέτη. Καλωσόρισες. Είντα κάνεις;»
«Καλώς σε βρήκα. Χος μπολντούκ, σύντεκνε Μουσταφά. Μέρχαμπα. Τι χαμπάρια;»
...
«Πώς από τούτα δω τα μέρη, τα μέρη μας τώρα πια, σύντακνε Αμέτ;» τον ρώτησε παπαρίζοντάς τον στην πλάτη.
«Όλα με τη σειρά τους θα σ`τα είπω, Μουσταφά. Να κάτσω πρώτα επαέ. Αγάλι αγάλι. Και φέρε να χαρείς, ένα κανάτι με νερό να ξαποστάσω. Απόκαμα στην ανηφόρα.»
Ο καφετζής χάθηκε πίσω από ένα ξεθωριασμένο παραβάν κι εμφανίστηκε με το νερό , μια γαβάθα τσακιστές ελιές κι ένα κομμάτι ψωμί. Όσο ο άλλος έπινε κι έτρωγε, ξεκρέμασε το βιολί από τον αντικρινό τοίχο κι έπιασε το δοξάρι. Ο Μουσταφάς Καραγκιουλάκης, από τα Καλλεργιανά Κισάμου, ήταν από τους πιο γνωστούς Χανιώτες Τουρκοκρητικούς μουσικούς. Στην Κρήτη η μουσική των υπόδουλων χριστιανών τον είχε κατακτήσει. Μερακλής. Έπαιζε το βιολί του και τραγουδούσε γλυκά σε κάθε χαρά. Δεν έκανε διάκριση σε χριστιανούς και Τούρκους. Σκορπούσε τη γλυκάδα του δοξαριού του σε οντάδες και σε κατώγια και των δύο φυλών. Έτσι  , με μια μουσική μονοκοντυλιά έσβηναν τα μίση, σιγούσαν τα πάθη. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα διασκέδαζαν μαζί χριστιανοί και Τούρκοι.
Ήταν πλούσιος. Είχε σαράντα μαζώχτρες και πολλούς μετοχάρηδες στα σπαρτά του και στ` ανοιχτά χωράφια του. Οθωμανός από πάππου προς πάππου αλλά αφανάτιστος. Γι` αυτό είχε παραχωρήσει μεγάλο κομμάτι από το χωράφι του για να επεκταθεί ο περίβολος της εκκλησίας του χωριού. Ήταν κοντά το αλώνι του και , έτσι όπως λίχνιζαν τα άχυρα, έμπαιναν στον χριστιανικό ναό. Μετέφερε λοιπ[όν αλλού το αλώνι και χάρισε στον άγιο το μεγαλύτερο μέρος από το χωράφι του. Κάποιοι τότε είπαν πως φανερώθηκε στον ύπνο του ο Αϊ Γιώργης, τον έδειρε, τον λόγχισε, γι αυτό φάνηκε γενναιόδωρος, αμά δεν τον ήξεραν καλά. 
Με τις κρητικές επαναστάσεις κρύφτηκε κι αυτός με άλλους ομοεθνείς του στα κάστρα. Μετά είδε κι απόειδε, το πήρε απόφαση. Πήρε των ομματιών του για το Καστέλι στην αρχή, για τα Χανιά κατόπιν, για τη Σμύρνη στη συνέχεια. Τι κι αν ήταν μέγας και τρανός στα μέρη του κάποτε; Τι κι αν είχε κτήματα, χωράφια, αλώνια, μετοχάρηδες, σαράντα μαζώχτρες; Τι κι αν ήταν σαϊτιές μες την καρδιά οι δοξαριές του; Τι κι αν ήξερε τον Ρωτόκριτο απόξω και τον τραγουδούσε με μισόκλειστα τα μάτια; Όπως τώρα, που για μια στιγμή σιγομουρμούρισε:

Σαν τραγουδήσω και να πω τον πόνο που με κρίνει 
Μου φαίνεται πως είν`νερό και τη φωτιά μου σβήνει.
...
Του τα είπε με μια ανάσα ο Μουσταφάς , ο αγαθός καφετζής, που πίστευε πως οι αλληλοδιαχωρισμοί και οι φανατισμοί τίποτα καλό δεν προμηνύουν ποτέ. «Τα καυτά λόγια καίνε πόλεις και χωριά και καταστρέφουν μιλέτια ίσαμε να πεις μια μαντινάδα» , έλεγε με τον δικό του τρόπο. 
...
Μιλούσε ώρα πολλή ο Μουσταφάς, πότε ψιθυριστά και πότε βροντερά, αλλά έφτασε ένα νεύμα του Αμέτ και ξεκρέμασε τη φωνή απ` τα ύψη , τη χαμήλωσε, τη μέρωσε. Δεν ήταν αυτός φανατικός, δεν έβαζε φερετζέ στο νου του. Ήθελε να έχει ξάστερο μυαλό κι ανάλαφρη καρδιά, να αφουγκράζεται, να γρικάει τα πάθη, τους καημούς, τους φόβους των ανθρώπων. Δεν ξεχώριζε τους ανθρώπους σε μιλέτια. 
Τι τον ένοιαζε αυτόν σε ποιο Θεό πίστευε ο διπλανός του;
...
«Εγώ ,μπρε, τώρα είμαι Σμυρνιός, μα Κρητικός για πάντα. Από τότενες που ήρθα ,ρίζωσα εδώ. Τ` ακούς; Οθωμανός είμαι , αμά την Κρήτη φυλαχτό στην καρδιά μου» . Κι αυτό λέγω σ` όσους απ` αυτούς μπορούν να μ` ακούσουν, γιατί μερικοί έχουν κάτι δίκοπες κάμες,  ο Αϊ - Γιώργης να φυλάει! Τα λέω βέβαια, μα μέσα μου με καίει κι αναρωτιέμαι κι εγώ ο ίδιος κάθε μέρα: ρωμαίικα κρένω, τον Αλλάχ δοξάζω, από την Κρήτη κρατάει η ρίζα μου, στη Σμύρνη ήρθα και άραξα. Για πες μου, το λοιπόν, τι είμαι; Κι άλλες φορές, πάλι, λέω : τι σημασία έχει... Φτάνει που είμαι άνθρωπος».
...
«Βάι, ανεσίκα μ`, βάι, πότε θα καταλάβουν οι άνθρωποι, πότε θε να  φιλιώσουν οι λαοί; Πότε, μαθές , θα δώσουνε τα χέρια μωαμεθανοί και χριστιανοί, Ρωμιοί και Τούρκοι, που βύζαξαν από την ίδια μάνα, την Ανατολή, και θα σβηστούν οι έχθρες; Πότε , μαθές , θα καταλάβουν πως η γη που έχει σύνορα ποτέ της δεν καρπίζει; Αχ Ανα-ντολού Αν- ντολού, « μια αγκαλιά από μάνες» σημαίνει το όνομά σου, κι όμως αυτές αντί να φιλιώνουν μεταξύ τους , να ειρηνεύουν τους γιους και τους άντρες τους, σπέρνουν το φόβο και θερίζουν μίσος. Καλά λέγανε οι παλιοί ο κόσμος ντροπή δεν έχει, συμφέρον έχει. Αλλά και όποιος κλαίει για τον κόσμο στο τέλος μένει δίχως μάτια».

Ο ΥΠΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου