Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

"Έγκλημα στο Πέρα", Αχμέτ Ουμίτ / Ahmet Ümıt




Παραμονή Πρωτοχρονιάς, το πτώµα ενός ωραίου νέου άντρα εντοπίζεται στα πίσω σοκάκια µιας γωνιάς του Πέρα, στην καρδιά της Πόλης, που κάποτε ήταν η πιο περιζήτητη γειτονιά της. Το αίµα του βάφει κόκκινο το φρέσκο χιόνι. Το πιο ωραίο θύµα, ίσως και το πιο µοχθηρό.. 
Μια φοβερή αλήθεια που τη φέρνουν στην επιφάνεια σκοτεινά µυστικά. Άντρες θύµατα της περηφάνιας τους, γυναίκες που υποχρεώνονται να ζήσουν τη ζωή αυτών των αντρών. Σε αυτό το άντρο των εγκληµάτων, σε αυτό τον κήπο της κακίας, σε αυτή την αγορά όπου πουλιέται η ανθρώπινη σάρκα, ένας άντρας προσπαθεί να κρατήσει την αγνότητά του. 
"Γυναίκες..." λέει µια φωνή απ' τα βάθη της ψυχής του. "Με τις γυναίκες δεν µπορείς να παίζεις... Μπορεί να έχεις την εντύπωση ότι παίζεις, αλλά κάποια στιγµή καταλαβαίνεις ότι εσύ ο ίδιος έγινες παιχνιδάκι". Στο οδόστρωµα εµφανίζονται τα πρόσωπα των γυναικών της ζωής του. Μία προς µία οι εικόνες τους περνούν κάτω απ' τα πόδια του. Όλες οι γυναίκες έχουν σκυµµένο κεφάλι και θλιµµένα µάτια. Όλες είναι λυπηµένες. Αδιαφορεί. Προχωράει πατώντας πάνω τους σαν να'ναι µια λακκούβα µε νερό. Όµως σε λίγο τα πρόσωπα εµφανίζονται και πάλι. "Γυναίκες..." ακούει ξανά την ίδια φωνή. "Απ' τις γυναίκες δε γλιτώνεις ποτέ? τα φαντάσµατά τους θα σε ακολουθούν σ' όλη σου τη ζωή".


Όπως ο Στιγκ Λάρσον ανέδειξε τη Στοκχόλµη σε εµβληµατικό τόπο της λογοτεχνίας, έτσι κι ο Ουµίτ µε το βιβλίο αυτό δίνει νέα λογοτεχνική πνοή στην ιστορική συνοικία του Πέρα για τον εικοστό πρώτο αιώνα. 
Εφ. Zaman

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το βιβλίο

Συνομιλούν ο αστυνόμος Νεβζάτ και η Φωφώ , Ρωμιά που ζούσε  στην Κωνσταντινούπολη πριν τους διωγμούς που υπέστησαν οι Έλληνες της Πόλης από τους Τούρκους στο χρονικό διάστημα 1950 – 1970.

Νεβζάτ : «Πώς μπόρεσαν και το `καναν;»είπα αντιδρώντας. «Πώς μπορεί κάποιος να κάνει κακό στον γείτονά του, στον άνθρωπο που συναντά κάθε μέρα στον δρόμο;»

Φωφώ: « Δεν το έκαναν οι γείτονες, Νεβζάτ, ας μην τους αδικούμε. Το έκαναν άνθρωποι από άλλες γειτονιές. Για παράδειγμα εμάς μας έσωσε μια γειτόνισσα. Η Γιαντικιάρ χανούμ… Ο μικρός της γιος έπασχε από φυματίωση. Κι αυτόν τον φρόντιζε ο πατέρας μου. Η γειτόνισσά μας μόλις έμαθε για τα γεγονότα, χτύπησε την πόρτα του ιατρείου μας. «Τι κάθεσαι, κύριε Λεωνίδα;» είπε. «Πάρε την κυρία και την κόρη σου κι έλα σ` εμάς». Η Γιαντικιάρ χανούμ μας φιλοξένησε μια εβδομάδα στο σπίτι της. Μοιράστηκε τον πόνο, τη στενοχώρια μας, μας παρηγόρησε. Δεν ήταν η μόνη. Κι άλλους Έλληνες τους φρόντισαν οι Τούρκοι , οι μουσουλμάνοι γείτονές τους. Όμως ένα μέρος των Τούρκων γειτόνων , ιδιαίτερα οι αγράμματοι, οι ασυνείδητοι, δεν δίστασαν να πάρουν τσεκούρια για να λεηλατήσουν τα σπίτια των Ελλήνων που ζούσαν σε άλλες γειτονιές. Νεβζάτ, φταίχτες δεν ήταν οι άνθρωποι αυτοί , φταίχτης ήταν το κράτος που τους υποκίνησε, που τους έβαλε να μας επιτεθούν. Αν ήταν στο χέρι των γειτόνων δεν θα άφηναν να πειράξουν ούτε την τρίχα της κεφαλής μας. Ίσως να υπήρχαν και κακοί ανάμεσά τους, όμως στην πλειονότητά τους ήταν καλοί. Δεν το λέω ελαφρά τη καρδία, πραγματικά ζούσαμε αδελφωμένοι…»
Σκούπισε ξανά τα δάκρυα από τα μάγουλά της.
«Θα σου εξηγήσω μια ιστορία. Πραγματική ιστορία… Την Πασχαλιά τα κεριά που ανάβαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο τα πηγαίναμε αναμμένα μέχρι το σπίτι. Με την καπνιά των κεριών σχεδιάζαμε σταυρό στο οριζόντιο κούφωμα της πόρτας, φωτίζαμε τις εικόνες μας. Αυτό για μας ήταν κάτι ιερό. Καθώς προσπαθούσαμε να φτάσουμε με τα αναμμένα κεριά στο σπίτι, παιδιά από άλλες γειτονιές προσπαθούσαν να τα σβήσουν. Ξέρεις τότε ποιοι μας βοηθούσαν; Οι Τούρκοι και μουσουλμάνοι φίλοι μας…» Χαμογέλασε λυπημένη. «Όμως οι φίλοι μας που προστάτευαν τους χριστιανούς γείτονές τους, μόλις εμείς μπαίναμε στα σπίτια μας , πήγαιναν σε άλλες γειτονιές για να σβήσουν τα κεριά των Ελλήνων».

«Εγώ δεν πιστεύω πως οι άνθρωποι είναι κακοί ,Νεβζάτ. Έχω φτάσει στα ογδόντα κι έχω καταλήξει σ` αυτή την άποψη. Ο άνθρωπος ούτε καλός  είναι ούτε κακός. Μέσα μας κρύβουμε και τον άγγελο και τον διάολο. Όποιον ξυπνήσουμε, όποιον θρέψουμε, αυτός κυριαρχεί στο πνεύμα μας. Αν η κυβέρνηση εκείνης της εποχής δεν ενστάλαζε μίσος στους πολίτες της, δεν θα γινόντουσαν αυτές οι κακίες, ο διάολος δεν θα κατέβαινε στους δρόμους, θα ζούσαμε αδελφωμένοι σ` αυτά τα εδάφη. Δεν έγινε· δεν ξέρω ποια λογική εξυπηρετούσε, αλλά έσπειραν διχόνοια, προφασίστηκαν τη θρησκεία, προφασίστηκαν το γένος, έχωσαν μίσος στη ζωή μας. Ξεκίνησε με το φόρο περιουσίας, συνέχισε με τα Σεπτεμβριανά γεγονότα και τελικά με το ζήτημα της Κύπρου το `64 μας έδιωξαν από τα χώματά μας. Το σπίτι μας είναι εδώ, οι τάφοι των προγόνων μας είναι εδώ, η ψυχή μας είναι εδώ, αλλά εμείς πήγαμε εξορία. Οριστική εξορία… Καλά, εμάς εξόρισαν, μας έδιωξαν και τι έγινε; Πολύ το χάρηκαν; Η χώρα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη; Η πόλη είδε μεγάλη ακμή και ευημερία; Αντιθέτως, έγινε χειρότερα δυστυχώς. Θα είδες την απελπιστική κατάσταση του Ταρλάμπασι. Ξεχειλίζει η φτώχεια, η διαφθορά, η ξεδιαντροπιά κάθε είδους. Ένα αλλόκοτο πράγμα στην καρδιά της πόλης. Λες και κάποιος την καταράστηκε την αγαπημένη μου συνοικία. Αλλά αυτό θα είναι φυσικά το αποτέλεσμα, όταν διώξεις αθώους ανθρώπους από τον τόπο τους. Μπορεί κανείς να στηρίξει την ευτυχία του πάνω στη δυστυχία του άλλου;»