Δυο φορές ξένος
İki kere yabancı
http://www.youtube.com/watch?v=lHB2MvEt8XY
Ι
ΗΤΑΝ όμως απαραίτητο να χωριστούν οι χριστιανοί από τους μουσουλμάνους, οι Έλληνες από τους Τούρκους και να εγκατασταθούν σε διαφορετικά μέρη; Υπάρχουν δύο τρόποι να δει κανείς αυτό το ζήτημα: από τη σκοπιά εκείνων που πήραν τις αποφάσεις και από τη σκοπιά όσων έζησαν τις επιπτώσεις. Η ανταλλαγή των χριστιανομουσουλμανικών πληθυσμών που αποφασίστηκε το 1923 μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν εξετάσουμε και τις δύο όψεις του νομίσματος.
Ίσως έτσι φωτιστεί με τη σειρά της η πραγματική σημασία των ερειπωμένων εκκλησιών και των τζαμιών της Τουρκίας και της Ελλάδας.
ΙΙ
ΕΙΝΑΙ λυπηρό ότι οι πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες αντικαταστάθηκαν όχι από πολυπολιτισμικές δημοκρατίες αλλά από εθνοκεντρικά κρατίδια και ο δρόμος προς τον επαναπροσδιορισμό ήταν συχνά στρωμένος με αίμα. Ακόμα και όταν δεν οδηγεί σε ανοιχτή σύρραξη , αυτό τραυματίζει τους ανθρώπους που βρίσκονται στη μέση του, γιατί αναδεικνύει αιτίες διχασμού που ίσως κάποτε δεν ήταν τόσο φανερές. Χαράζει διαχωριστικές γραμμές και αναγκάζει τους ανθρώπους να σταθούν από τη μια ή την άλλη πλευρά. Οι γέροντες της Ελλάδας και της Τουρκίας που έζησαν την αναγκαστική μετανάστευση τα καταλαβαίνουν πολύ καλά όλα αυτά, όπως άλλωστε και οι κάτοικοι της Βοσνίας ή του Καύκασου. Τα παιδιά των προσφύγων γαλουχήθηκαν από ανθρώπους των οποίων το παρελθόν ήταν πλούσιο, σύνθετο και πολυπολιτισμικό. Αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν υιοθετώντας μία και μοναδική ταυτότητα η οποία ήταν απλουστευμένη, αυστηρά επιβεβλημένη και το τίμημα για όποιον την αμφισβητούσε πολύ υψηλό.
Από μία άποψη ο απόλυτος διαχωρισμός Ελλήνων και Τούρκων μπορεί να γίνει κατανοητός σαν πρακτικός τρόπος αντιμετώπισης μιας άμεσης πολιτικής και ανθρωπιστικής κρίσης. Σαν αποτέλεσμα του πολέμου που είχε μόλις κερδίσει η Τουρκία, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν άστεγοι , φτωχοί, άρρωστοι και απελπισμένοι. Η απόφαση να μεταναστεύσει μαζικά μία μεγάλη μερίδα λαού πρόσφερε έναν ρεαλιστικό τρόπο να τεθεί υπό έλεγχο η κρίση με υψηλό αλλά ελεγχόμενο κόστος και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστεψαν ότι ήταν ο μοναδικός. Παράλληλα η ανταλλαγή ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας η οποία συνεχιζόταν για περισσότερο από έναν αιώνα. Για διάφορους λόγους το παλιό οθωμανικό μοντέλο της συνύπαρξης κοινοτήτων και θρησκειών ήταν καταδικασμένο από την επέλαση ενός πιο σύγχρονου κόσμου.
ΙΙΙ
ΟΜΩΣ , παρά την απερίγραπτη οδύνη που προξένησαν ο ένας στον άλλο , το νήμα που ένωνε Έλληνες και Τούρκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους στον παλαιό οθωμανικό κόσμο δεν κόπηκε απόλυτα ακόμη και το 1922. Όποια και αν ήταν τα βάσανα που υπέστησαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της συνύπαρξής τους, οι άνθρωποι και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου δεν αντέδρασαν μόνο με αμοιβαίο μίσος ούτε αισθάνθηκαν μόνο ανακούφιση ή ευγνωμοσύνη για το χωρισμό τους. Τέτοια συναισθήματα υπήρξαν φυσικά. Οι αναμνήσεις των διωγμών και της προδοσίας ανακατεύτηκαν με εξίσου δυνατά θετικά αισθήματα και μνήμες που κατά κάποιο τρόπο γεφύρωσαν το μεταξύ τους χάσμα. Προσωπικές φιλίες, εμπορικές συνεργασίες, η συνείδηση ενός κοινού κόσμου που περιλάμβανε τη γη , τη γλώσσα, τη μουσική , το φαγητό και γενικά την καθημερινότητα δεν έπαψαν ποτέ να ισχύουν.
Αυτό εξηγεί ως ένα σημείο το τραύμα του αποχωρισμού που έφερε συγχρόνως πόνο και ανακούφιση. Ρίχνει επίσης φως στα αντιφατικά συναισθήματα που κάθε τόσο έρχονται και σήμερα στην επιφάνεια στις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είτε αυτά είναι κοινωνικά είτε προσωπικά. Επειδή το διπλωματικό και στρατιωτικό κλίμα είναι τόσο συχνά ψυχρό , είναι κυρίως στο πεδίο του πολιτισμού - λογοτεχνία, σινεμά και τραγούδια- που οι δύο λαοί εκφράζουν ελεύθερα το βάθος των αισθημάτων που τους ενώνουν και αμφισβητούν τα ιδεολογήματα που τους υποχρέωσαν να ζουν σε χωριστούς, ασύνδετους κόσμους. Ακόμη και σήμερα υπάρχει τεράστια ανταπόκριση σε κάθε βιβλίο , ταινία ή μουσική εκδήλωση που εκφράζει το πάθος την κοινή μοίρα που ενώνει Τούρκους και Έλληνες μέχρι σήμερα - παρά το βαρύτατο τίμημα που απαιτήθηκε και κατατέθηκε για την έκδοση αυτού του διαζυγίου εδώ και ογδόντα τόσα χρόνια.
ΙV
ΧΤΥΠΩΝΤΑΣ ρυθμικά τα πόδια τους στους χώρους των παρελάσεων , Έλληνες και Τούρκοι νεοσύλλεκτοι διδάσκονται να εκτοξεύουν τραγουδιστά συνθήματα μίσους ο ένας για τον άλλο. Από μια άποψη ίσως αυτό να είναι ενθαρρυντικό. Αν η εμφύσηση του μίσους χρειάζεται να γίνεται οργανωμένα και συνειδητά, αυτό ίσως συμβαίνει γιατί η πνευματική διχοτόμηση βυζαντινού και οθωμανικόυ κόσμου δεν περατώθηκε απολύτως ακόμα και τις στιγμές που ο εθνικισμός βρισκόταν στο απόγειο. Αυτό μαρτυρούν τα ερειπωμένα μνημεία που στέκουν ακόμα όρθια και στις δύο χώρες. Ίσως υπάρχει ακόμα καιρός να αποκατασταθούν οι κατεστραμμένες σχέσεις, μαζί με τα κατεστραμμένα κτίσματα.
V
ΟΣΟΙ πιστεύουν στην παραδοσιακή έχθρα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων θα παρακολουθούσαν απορημένοι τους Έλληνες της Μυτιλήνης να στρώνουν αποχαιρετιστήρια τραπέζια στους γείτονές τους και αργότερα να τους συνοδεύουν στην προβλήτα όπου χριστιανοί και μωαμεθανοί που μια ζωή όργωναν τα χωράφια τους δίπλα - δίπλα και πολλές φορές έπαιζαν μια παρτίδα τάβλι στα καφενεία του χωριού , αγκαλιάζονταν και αποχαιρετούσαν ο ένας τον άλλο με δάκρυα στα μάτια. Έπειτα, καθισμένοι σε βουνά από αποσκευές, με τα υπάρχοντά τους τριγύρω - οι γυναίκες κλαίγοντας, τα παιδιά αγκαλιά με τα αγαπημένα τους κατοικίδια, οι γέροντες με τα γκρίζα γένια, αξιοπρεπείς όπως συνήθως- οι μουσουλμάνοι της Μυτιλήνης σάλπαραν για την άγνωστη Τουρκία.
[ από το Περιοδικό National Geograrhic, Νοέμβριος 1923 ]
VI
O ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ , ένας Κρητικός συγγραφέας που σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών είδε με τα μάτια του τη μαζική απέλαση των μουσουλμάνων , έγραψε ότι η είδηση ανταλλαγής των πληθυσμών συγκλόνισε και τις δύο κοινότητες , που έμοιαζαν με ένα ζευγάρι που το χαρτί του διαζυγίου τους φτάνει ακριβώς τη στιγμή που τα αίτια του τσακωμού έχουν ξεχαστεί. Τουλάχιστον 1000 Κρητικοί μουσουλμάνοι έκαναν αιτήσεις αλλαγής θρησκεύματος την ύστατη ώρα αλλά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών τις απέρριψε. Σύμφωνα με τα λόγια του συγγραφέα:
Άκουγες λοιπόν από τη μία το σύθρηνο της Τουρκιάς που ξεσηκωνόταν να φύγει , κι από την άλλη την προσφυγιά, που χτυπιόταν κι αυτή γιατί ξεσπιτώθηκε, κι αναρωτιόταν τί θεόργιστα θεριά πρέπει νάναι εκείνοι που αστοχούνε τον πόνο του ανθρώπου και τί περιμένουν να βγάλουν απ` αυτόν.
Τις τελευταίες μέρες και ώρες που πέρασαν στο νησί τους, οι μουσουλμάνοι ξήλωναν τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών τους. Υπήρξαν και τσακωμοί με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που σκόπευαν να εγκατασταθούν σε αυτά. Την στιγμή που τα πλοία με τους μουσουλμάνους σήκωναν τις άγκυρες «ακούστηκε» μία φωνή από χιλιάδες στόματα[...] αγριεμένη, παρακαλεστική, γεμάτη καημό και φοβέρα, που την έπαιρνε ο αγέρας και μας την έφερνε λουρίδα - λουρίδα.
VII
ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ της συλλογικής μνήμης των Τούρκων της Μυτιλήνης ήταν ο Φερχάτ Ερίς που γεννήθηκε στο νησί το 1911 και από το 1923 έζησε στο Αϊβαλί. Μεγάλωσε στο εύπορο Σκαλοχώρι όπου ακόμα στέκει ένας μιναρές για να θυμίζει την εύπορη μουσουλμανική κοινότητα. Έχει περάσει τα ενενήντα και οι καλές αναμνήσεις εναλλάσσονται στο μυαλό του με τις κακές. Θυμάται τα παιδικά του χρόνια να σημαδεύονται από το φόβο των ατάκτων κυρίως επειδή η συμπεριφορά τους ήταν τόσο απρόβλεπτη. « Οι Έλληνες τσέτες δολοφόνησαν ένα ανδρόγυνο στο χωριό μας αλλά συνήθως τους έδιωχναν οι ντόπιοι χριστιανοί που προστάτευαν τους συγχωριανούς τους»...
Η οικογένεια του Φερχάτ Ερίς ήταν σχετικά εύποροι κτηνοτρόφοι . Όπως πολλοί από τους χριστιανούς του γείτονες , ο πατέρας του Φερχάτ μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες για ένα διάστημα, όπου εξοικονόμησε χρήματα και διεύρυνε τους ορίζοντές του. Όταν επέστρεψε στη Μυτιλήνη παρακίνησε τα παιδιά του να μάθουν και τις δύο γλώσσες φοιτώντας τα πρωινά στο τουρκικό σχολείο και τα απογεύματα στο ελληνικό. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν καλές. « Ζούσαμε σαν αδέλφια με τους Έλληνες, συνεργαζόμασταν στις δουλειές και ποτέ δε χαλάσαμε τις καρδιές μας- τουλάχιστον μέχρι το 1919 που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη ο ελληνικός στρατός». Ακόμα και όταν η κατάσταση άρχισε να γίνεται προβληματική λόγω των γεγονότων στην αντίπερα όχθη, στη Μυτιλήνη υπήρχαν ακόμα φιλίες που άντεχαν...
Ο Φερχάτ Ερίς θυμάται το ταξίδι προς τα παράλια της Μικρασίας στις 15 Οκτωβρίου του 1923.
«Ο Έλληνας κυβερνήτης της Μυτιλήνης είπε σε μας , τους Τούρκους κατοίκους του νησιού , ότι πρέπει να μαζέψουμε τα υπάρχοντά μας και να πηγαίνουμε. Οι Έλληνες συγχωριανοί μας έκλαψαν , όταν φύγαμε. Συνεργαζόμαστε καλά μαζί τους δεν μας έβλαψαν ποτέ».
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ του Bruce Clark
«Δυο φορές ξένος»
[ Οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν την σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία ]
Eκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ 2007
ΗΤΑΝ όμως απαραίτητο να χωριστούν οι χριστιανοί από τους μουσουλμάνους, οι Έλληνες από τους Τούρκους και να εγκατασταθούν σε διαφορετικά μέρη; Υπάρχουν δύο τρόποι να δει κανείς αυτό το ζήτημα: από τη σκοπιά εκείνων που πήραν τις αποφάσεις και από τη σκοπιά όσων έζησαν τις επιπτώσεις. Η ανταλλαγή των χριστιανομουσουλμανικών πληθυσμών που αποφασίστηκε το 1923 μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν εξετάσουμε και τις δύο όψεις του νομίσματος.
Ίσως έτσι φωτιστεί με τη σειρά της η πραγματική σημασία των ερειπωμένων εκκλησιών και των τζαμιών της Τουρκίας και της Ελλάδας.
ΙΙ
ΕΙΝΑΙ λυπηρό ότι οι πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες αντικαταστάθηκαν όχι από πολυπολιτισμικές δημοκρατίες αλλά από εθνοκεντρικά κρατίδια και ο δρόμος προς τον επαναπροσδιορισμό ήταν συχνά στρωμένος με αίμα. Ακόμα και όταν δεν οδηγεί σε ανοιχτή σύρραξη , αυτό τραυματίζει τους ανθρώπους που βρίσκονται στη μέση του, γιατί αναδεικνύει αιτίες διχασμού που ίσως κάποτε δεν ήταν τόσο φανερές. Χαράζει διαχωριστικές γραμμές και αναγκάζει τους ανθρώπους να σταθούν από τη μια ή την άλλη πλευρά. Οι γέροντες της Ελλάδας και της Τουρκίας που έζησαν την αναγκαστική μετανάστευση τα καταλαβαίνουν πολύ καλά όλα αυτά, όπως άλλωστε και οι κάτοικοι της Βοσνίας ή του Καύκασου. Τα παιδιά των προσφύγων γαλουχήθηκαν από ανθρώπους των οποίων το παρελθόν ήταν πλούσιο, σύνθετο και πολυπολιτισμικό. Αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν υιοθετώντας μία και μοναδική ταυτότητα η οποία ήταν απλουστευμένη, αυστηρά επιβεβλημένη και το τίμημα για όποιον την αμφισβητούσε πολύ υψηλό.
Από μία άποψη ο απόλυτος διαχωρισμός Ελλήνων και Τούρκων μπορεί να γίνει κατανοητός σαν πρακτικός τρόπος αντιμετώπισης μιας άμεσης πολιτικής και ανθρωπιστικής κρίσης. Σαν αποτέλεσμα του πολέμου που είχε μόλις κερδίσει η Τουρκία, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν άστεγοι , φτωχοί, άρρωστοι και απελπισμένοι. Η απόφαση να μεταναστεύσει μαζικά μία μεγάλη μερίδα λαού πρόσφερε έναν ρεαλιστικό τρόπο να τεθεί υπό έλεγχο η κρίση με υψηλό αλλά ελεγχόμενο κόστος και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστεψαν ότι ήταν ο μοναδικός. Παράλληλα η ανταλλαγή ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας η οποία συνεχιζόταν για περισσότερο από έναν αιώνα. Για διάφορους λόγους το παλιό οθωμανικό μοντέλο της συνύπαρξης κοινοτήτων και θρησκειών ήταν καταδικασμένο από την επέλαση ενός πιο σύγχρονου κόσμου.
ΙΙΙ
ΟΜΩΣ , παρά την απερίγραπτη οδύνη που προξένησαν ο ένας στον άλλο , το νήμα που ένωνε Έλληνες και Τούρκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους στον παλαιό οθωμανικό κόσμο δεν κόπηκε απόλυτα ακόμη και το 1922. Όποια και αν ήταν τα βάσανα που υπέστησαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της συνύπαρξής τους, οι άνθρωποι και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου δεν αντέδρασαν μόνο με αμοιβαίο μίσος ούτε αισθάνθηκαν μόνο ανακούφιση ή ευγνωμοσύνη για το χωρισμό τους. Τέτοια συναισθήματα υπήρξαν φυσικά. Οι αναμνήσεις των διωγμών και της προδοσίας ανακατεύτηκαν με εξίσου δυνατά θετικά αισθήματα και μνήμες που κατά κάποιο τρόπο γεφύρωσαν το μεταξύ τους χάσμα. Προσωπικές φιλίες, εμπορικές συνεργασίες, η συνείδηση ενός κοινού κόσμου που περιλάμβανε τη γη , τη γλώσσα, τη μουσική , το φαγητό και γενικά την καθημερινότητα δεν έπαψαν ποτέ να ισχύουν.
Αυτό εξηγεί ως ένα σημείο το τραύμα του αποχωρισμού που έφερε συγχρόνως πόνο και ανακούφιση. Ρίχνει επίσης φως στα αντιφατικά συναισθήματα που κάθε τόσο έρχονται και σήμερα στην επιφάνεια στις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είτε αυτά είναι κοινωνικά είτε προσωπικά. Επειδή το διπλωματικό και στρατιωτικό κλίμα είναι τόσο συχνά ψυχρό , είναι κυρίως στο πεδίο του πολιτισμού - λογοτεχνία, σινεμά και τραγούδια- που οι δύο λαοί εκφράζουν ελεύθερα το βάθος των αισθημάτων που τους ενώνουν και αμφισβητούν τα ιδεολογήματα που τους υποχρέωσαν να ζουν σε χωριστούς, ασύνδετους κόσμους. Ακόμη και σήμερα υπάρχει τεράστια ανταπόκριση σε κάθε βιβλίο , ταινία ή μουσική εκδήλωση που εκφράζει το πάθος την κοινή μοίρα που ενώνει Τούρκους και Έλληνες μέχρι σήμερα - παρά το βαρύτατο τίμημα που απαιτήθηκε και κατατέθηκε για την έκδοση αυτού του διαζυγίου εδώ και ογδόντα τόσα χρόνια.
ΙV
ΧΤΥΠΩΝΤΑΣ ρυθμικά τα πόδια τους στους χώρους των παρελάσεων , Έλληνες και Τούρκοι νεοσύλλεκτοι διδάσκονται να εκτοξεύουν τραγουδιστά συνθήματα μίσους ο ένας για τον άλλο. Από μια άποψη ίσως αυτό να είναι ενθαρρυντικό. Αν η εμφύσηση του μίσους χρειάζεται να γίνεται οργανωμένα και συνειδητά, αυτό ίσως συμβαίνει γιατί η πνευματική διχοτόμηση βυζαντινού και οθωμανικόυ κόσμου δεν περατώθηκε απολύτως ακόμα και τις στιγμές που ο εθνικισμός βρισκόταν στο απόγειο. Αυτό μαρτυρούν τα ερειπωμένα μνημεία που στέκουν ακόμα όρθια και στις δύο χώρες. Ίσως υπάρχει ακόμα καιρός να αποκατασταθούν οι κατεστραμμένες σχέσεις, μαζί με τα κατεστραμμένα κτίσματα.
V
ΟΣΟΙ πιστεύουν στην παραδοσιακή έχθρα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων θα παρακολουθούσαν απορημένοι τους Έλληνες της Μυτιλήνης να στρώνουν αποχαιρετιστήρια τραπέζια στους γείτονές τους και αργότερα να τους συνοδεύουν στην προβλήτα όπου χριστιανοί και μωαμεθανοί που μια ζωή όργωναν τα χωράφια τους δίπλα - δίπλα και πολλές φορές έπαιζαν μια παρτίδα τάβλι στα καφενεία του χωριού , αγκαλιάζονταν και αποχαιρετούσαν ο ένας τον άλλο με δάκρυα στα μάτια. Έπειτα, καθισμένοι σε βουνά από αποσκευές, με τα υπάρχοντά τους τριγύρω - οι γυναίκες κλαίγοντας, τα παιδιά αγκαλιά με τα αγαπημένα τους κατοικίδια, οι γέροντες με τα γκρίζα γένια, αξιοπρεπείς όπως συνήθως- οι μουσουλμάνοι της Μυτιλήνης σάλπαραν για την άγνωστη Τουρκία.
[ από το Περιοδικό National Geograrhic, Νοέμβριος 1923 ]
VI
O ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ , ένας Κρητικός συγγραφέας που σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών είδε με τα μάτια του τη μαζική απέλαση των μουσουλμάνων , έγραψε ότι η είδηση ανταλλαγής των πληθυσμών συγκλόνισε και τις δύο κοινότητες , που έμοιαζαν με ένα ζευγάρι που το χαρτί του διαζυγίου τους φτάνει ακριβώς τη στιγμή που τα αίτια του τσακωμού έχουν ξεχαστεί. Τουλάχιστον 1000 Κρητικοί μουσουλμάνοι έκαναν αιτήσεις αλλαγής θρησκεύματος την ύστατη ώρα αλλά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών τις απέρριψε. Σύμφωνα με τα λόγια του συγγραφέα:
Άκουγες λοιπόν από τη μία το σύθρηνο της Τουρκιάς που ξεσηκωνόταν να φύγει , κι από την άλλη την προσφυγιά, που χτυπιόταν κι αυτή γιατί ξεσπιτώθηκε, κι αναρωτιόταν τί θεόργιστα θεριά πρέπει νάναι εκείνοι που αστοχούνε τον πόνο του ανθρώπου και τί περιμένουν να βγάλουν απ` αυτόν.
Τις τελευταίες μέρες και ώρες που πέρασαν στο νησί τους, οι μουσουλμάνοι ξήλωναν τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών τους. Υπήρξαν και τσακωμοί με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που σκόπευαν να εγκατασταθούν σε αυτά. Την στιγμή που τα πλοία με τους μουσουλμάνους σήκωναν τις άγκυρες «ακούστηκε» μία φωνή από χιλιάδες στόματα[...] αγριεμένη, παρακαλεστική, γεμάτη καημό και φοβέρα, που την έπαιρνε ο αγέρας και μας την έφερνε λουρίδα - λουρίδα.
VII
ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ της συλλογικής μνήμης των Τούρκων της Μυτιλήνης ήταν ο Φερχάτ Ερίς που γεννήθηκε στο νησί το 1911 και από το 1923 έζησε στο Αϊβαλί. Μεγάλωσε στο εύπορο Σκαλοχώρι όπου ακόμα στέκει ένας μιναρές για να θυμίζει την εύπορη μουσουλμανική κοινότητα. Έχει περάσει τα ενενήντα και οι καλές αναμνήσεις εναλλάσσονται στο μυαλό του με τις κακές. Θυμάται τα παιδικά του χρόνια να σημαδεύονται από το φόβο των ατάκτων κυρίως επειδή η συμπεριφορά τους ήταν τόσο απρόβλεπτη. « Οι Έλληνες τσέτες δολοφόνησαν ένα ανδρόγυνο στο χωριό μας αλλά συνήθως τους έδιωχναν οι ντόπιοι χριστιανοί που προστάτευαν τους συγχωριανούς τους»...
Η οικογένεια του Φερχάτ Ερίς ήταν σχετικά εύποροι κτηνοτρόφοι . Όπως πολλοί από τους χριστιανούς του γείτονες , ο πατέρας του Φερχάτ μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες για ένα διάστημα, όπου εξοικονόμησε χρήματα και διεύρυνε τους ορίζοντές του. Όταν επέστρεψε στη Μυτιλήνη παρακίνησε τα παιδιά του να μάθουν και τις δύο γλώσσες φοιτώντας τα πρωινά στο τουρκικό σχολείο και τα απογεύματα στο ελληνικό. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν καλές. « Ζούσαμε σαν αδέλφια με τους Έλληνες, συνεργαζόμασταν στις δουλειές και ποτέ δε χαλάσαμε τις καρδιές μας- τουλάχιστον μέχρι το 1919 που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη ο ελληνικός στρατός». Ακόμα και όταν η κατάσταση άρχισε να γίνεται προβληματική λόγω των γεγονότων στην αντίπερα όχθη, στη Μυτιλήνη υπήρχαν ακόμα φιλίες που άντεχαν...
Ο Φερχάτ Ερίς θυμάται το ταξίδι προς τα παράλια της Μικρασίας στις 15 Οκτωβρίου του 1923.
«Ο Έλληνας κυβερνήτης της Μυτιλήνης είπε σε μας , τους Τούρκους κατοίκους του νησιού , ότι πρέπει να μαζέψουμε τα υπάρχοντά μας και να πηγαίνουμε. Οι Έλληνες συγχωριανοί μας έκλαψαν , όταν φύγαμε. Συνεργαζόμαστε καλά μαζί τους δεν μας έβλαψαν ποτέ».