Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Άννα Κόνομος (Αnna Konοmos), εκδ.Ποταμός 2012
Ένα παραμύθι για τη δύναμη της φιλίας και της μνήμης με φόντο τις ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1922-24.
Μια Ελληνίδα και μια Τουρκάλα -οι επτάχρονες φίλες Ευγενία και Φάτμα- ζουν σ'ένα μικρό χωριό στα περίχωρα της Σμύρνης. Το 1922 ο πόλεμος και η καταστροφή της αγαπημένης τους πόλης θα τις χωρίσει για πάντα. Το μόνο που τις ενώνει είναι μια μυστική υπόσχεση.
Μια αστραπή αισιοδοξίας...
Σαν να πλησιάζει ένας μεγεθυντικός φακός στις φωτογραφίες πλήθους, κυνηγημένου, τρομαγμένου πλήθους, να βρίσκει ένα μικρό κορίτσι χαμένο για ώρες από το σπίτι του, να παίρνει ανάσα και να διηγείται μια ιστορία, έτσι είναι το παιδικό βιβλίο της Anna Conomos Η υπόσχεση. Τα χρώματα που έχει βάλει επάνω στις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες η Ντανιέλα Σταματιάδη ζωντανεύουν τα δυο μικρά κοριτσάκια. Δυο φιλενάδες, δυο γειτονοπούλες αντιστέκονται στον υποχρεωτικό χωρισμό, στο υποχρεωτικό μίσος, με μια απλή υπόσχεση. Θα καταφέρουν να την τηρήσουν;
Τα χρώματα στις φωτογραφίες είναι που με κάνουν να θυμάμαι τη γιαγιά μου, ή ο απλός τρόπος αφήγησης μιας ιστορίας ζωής; Διηγόταν κι εκείνη παράξενα πράγματα από τη μακρινή της πατρίδα. Για τη φιλία της με τους τούρκους γείτονες, για τη βοήθεια που της έδωσαν, για το θυμό της με την ελληνική πολιτική. Καμιά φορά τη μάλωναν τα ίδια της τα παιδιά, ο πατέρας και οι θείες μου. Ήταν απόψεις αιρετικές, μακριά από την επίσημη εκδοχή, όπως κατάλαβα πολύ αργότερα, όταν προσπαθούσα να λύσω το μυστήριο των διαφορών τους. Εξηγήσεις δεν μου έδιναν. Ήμουν όμως αφοσιωμένη στη γιαγιά όπως σε μια προφήτισσα, σε μια θεότητα που φυλάς τα λόγια της για να σου αποκαλύψουν αργότερα τη σημασία τους. Η γιαγιά μιλούσε για τον πόνο των ανθρώπων, για την αμηχανία και τη σκληρότητα του πανικού τους, για την ειρηνική της συνύπαρξη με αλλόθρησκους στην ίδια πόλη και στην ίδια ζωή μέχρι ο πόλεμος να τους χωρίσει, εκδήλωνε πεισματικά τη διαφωνία της για την απόφαση να χωριστούν οι χριστιανοί από τους μουσουλμάνους σαν κοπάδια ερδυο πλευρών, να αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία την άποψη του άλλου. Οι παλιοί γείτονες χώρισαν για πάντα κι έζησαν σε διαφορετικά μέρη, σε δυο διαφορετικές χώρες με πληθυσμούς που είχαν ύψιστο στόχο την ομοιομορφία. Είναι δύσκολο να φανταστούμε μια κατάσταση διαφορετική, είναι δύσκολο να κάνουμε το ταξίδι προς τα πίσω. Το βιβλίο της Anna Conomos προτείνει το ταξίδι αυτό με πολύ απλά μέσα, και μάλιστα το προτείνει για παιδιά. Είναι μια καλλιτεχνική αστραπή αισιοδοξίας. Τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να ακούσουν πράγματα που κάποτε δεν επιτρεπόταν να ακούγονται. Όπως, ας πούμε, ότι μπορείς να έχεις μια φιλενάδα που δεν έχει την ίδια θρησκεία με σένα, και να μην θέλεις να τη χάσεις. Κάτι τόσο απλό και τόσο σημαντικό. Κι ακόμα και κάποιες ιστορικές λεπτομέρειες της μεγάλης εκείνης ανθρωπιστικής καταστροφής που δεν ήταν μόνο ελληνική τελικά, πήρε σβάρνα και πληθυσμούς μουσουλμάνων στον ελληνικό χώρο που τους έστειλε στην Τουρκία με το στανιό, λεπτομέρεια την οποία θα αγνοούσαμε αν δεν επιμέναμε να μάθουμε ιστορικές λεπτομέρειες, γιατί μόνο οι Έλληνες έπρεπε να κρατήσουν το προνόμιο του πόνου.
Ναι, τα παιδιά μπορούν να καταλάβουν την αξία της φιλίας και το βάρος μιας υπόσχεσης. Μπορούν μάλιστα να το προχωρήσουν το πράγμα, να δουν την απλή μικρή ιστορία μέσα στο πλαίσιο της μεγάλης Ιστορίας. Κι αν τα βεβαιώσουμε πως αξίζει τον κόπο η παιδική φιλία και η τήρηση των υποσχέσεων θα καταφέρουν κάποτε καλύτερα να προσεγγίσουν και την επιστημονική, τη ‘μεγάλη’ Ιστορία.
Μικρασιατικής καταγωγής κι εγώ, πήγα μόλις πριν δυο χρόνια στην πατρίδα του μπαμπά μου, επειδή πάντα υπάρχει μια υπόσχεση, μια εκκρεμότητα. Κι εκεί, χωρίς να τον αναζητήσω, συνάντησα έναν άνθρωπο δίπλα στην ερειπωμένη εκκλησία των Ελλήνων, ο οποίος μιλούσε ελληνικά που τον είχε μάθει η γιαγιά του, μουσουλμάνα των Γρεβενών ανταλλαχθείσα. Δεν ήταν η γιαγιά του φίλη της δικής μου, αλλά η εκκρεμότητα υπήρχε, και κάπως την αντιμετωπίσαμε, κάπως προσπαθήσαμε. Μπορεί και να ανανεώσαμε την υπόσχεση.
Θα ήθελα να έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο όταν ήμουν παιδί. Κατά προτίμηση στα γόνατα της γιαγιάς μου. Δεν πειράζει όμως, κάποια λουλούδια χρειάζονται χρόνο για ν’ ανθίσουν, όπως χρειάστηκε χρόνο κι εκείνη η υπόσχεση...
Άννα Δαμιανίδη, www.protagon.gr, 20/09/2012
Παρηγοριά
Υπάρχει μια στιγμή που η φαντασία εκδικείται την πραγματικότητα· τα φαντάσματα, έστω για λίγο, γαληνεύουν. Υπάρχει μια στιγμή που γεύεται κανείς την παρηγοριά, με την ψυχή και με το σώμα, πραϋντική ως το μεδούλι των κοκάλων.
Μην πάει ο νους σε κάποια αιματηρή δικαίωση, στην τρομερή κόψη του σπαθιού. Μια ωραία φθινοπωρινή Κυριακή πρωί, στο παλιό Μουσείο Μπενάκη, πάνω σε χαλί, ακούμε μαζί με τα παιδιά το παραμύθι για τα δυο κοριτσάκια απ’ τα περίχωρα της Σμύρνης, την Ευγενία και τη Φάτμα. Για τη φιλία που δεν ξεριζώθηκε, προσπερνώντας τον ίδιο το θάνατο, από γιαγιά σε εγγονή, στις δυο αντικριστές ακτές του Αιγαίου. Μοναδικά εργαλεία της παραμυθούς ένα παλιό σεντούκι (κάθισμα, βαλίτσα και καράβι) κι ένα ξερό τριαντάφυλλο. Ο «χλωρός παράδεισος» των παιδικών χρόνων με άρωμα πορτοκαλιάς και τριαντάφυλλου καθρεφτιζόταν, εκεί, με τα παραμυθένια λόγια, στα μαύρα μάτια της Φάτμα «που έλαμπαν σαν τ’ άστρα». Ήταν όμως και σ’ ένα άλλο «εκεί», δίπλα μας, στα μάτια των κοριτσιών των καθισμένων πλάι μας στο χαλί. Ήταν κι εκεί, στην άλλη μνήμη, των μικρών κοριτσιών που ήμασταν κάποτε εμείς, η μητέρα, η γιαγιά. Εκεί, και στα αναγνώσματα. Στην Αλάνα, της κατά Τσίρκα «Νυχτερίδας». Στην Κωνσταντινούπολη, της Λωξάντρας. Και, βέβαια, στο τραγούδι: «απ’ τον τόπο που είμαι γω ξέρουν ν’ αγαπούν/ ξέρουν τον καημό να κρύβουν/ ξέρουν να γλεντούν».
Παράξενη, το δίχως άλλο, τούτη η αλήθεια. Ο κόσμος των προσφύγων, οι γειτονιές της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, τα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών όπου μετέφεραν την πείνα, την αθλιότητα και το τραύμα, τα νεκρά βρέφη πάνω στο στήθος, τους γέροντες που δεν τα κατάφεραν - ήταν ένας κόσμος απρόσμενα ανοιχτός. Χαρούμενος. Γλεντζές. Ήταν ένας κόσμος που, δεκαετίες μετά τον ξεριζωμό, δικαιούνταν να κερνά και να περηφανεύεται για το κέφι και τη χαρά ζωής που ανέδιδε. Κόσμος πεισματάρης.
Κάθε ατομικός χλωρός παράδεισος εύλογα θα διάλεγε να καθρεφτιστεί σε τούτες τις γειτονιές της μνήμης και της ιστορίας. Δεν εξωραΐζω. Καταθέτω μαρτυρία. Αν κάτι βεβαιώνει τούτη η για παιδιά και για μεγάλους παραμυθία της «Υπόσχεσης», που φτιάχτηκε από την ελληνικής καταγωγής Άννα Κονόμος (τιμήθηκε το 2005 στην Αγγλία με το βραβείο Young Storyteller of the Year) και κυκλοφόρησε πρόσφατα σε εικονογράφηση της Ντανιέλας Σταματιάδη (εκδόσεις Ποταμός), είναι ότι η προσφυγιά καθίσταται κοινό κτήμα. Κάθε ευτυχισμένη παιδική μνήμη ενός κόσμου ανοιχτού, αισθησιακού, συντροφικού, γεμάτου αγγίγματα και υποσχέσεις αιώνιας αγάπης, γίνεται αργότερα πρόσφυγας στο στρατόπεδο που είναι η υποχρεωτική μετάβαση στον ενήλικο κόσμο. Γίνεται πρόσφυγας στην πόλη της πραγματικότητας, πρόσφυγας στις διαμονές της απώλειας.
Τρεις γενιές δάκρυσαν πάνω στο χαλί. Χέρια με δέρμα φρέσκο κι άλλα χέρια, με δέρμα κηλιδωμένο από τον χρόνο, έψαξαν στις τσάντες για χαρτομάντιλα. Πιο πολύ από τον χωρισμό και τον ξεριζωμό πόνεσε η σκηνή με τον άλλοτε εύπορο πατέρα που σκουπίζει τώρα τους δρόμους της Θεσσαλονίκης και κλαίει ταπεινωμένος, μην μπορώντας να εξασφαλίσει τα προς το ζην στη νέα πατρίδα. Μα τα πολύ μικρά παιδιά μοιάζει να το γνωρίζουν, σαν τις μικρές πρωταγωνίστριες της ιστορίας: φυτεύουν όλα τους κομμένα λουλούδια στο χώμα, πιστεύοντας ακράδαντα σε μια μελλοντική καρποφορία.
Μαρία Τοπάλη, kathimerini.gr, Eξ αφορμής, 30 Σεπτεμβρίου 2012