Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ στη ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΑΡΘΡΟ της Χρύσας Σπυροπούλου ( 9/10/2012 )
Η ελληνική λογοτεχνία επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό, όχι από την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, αλλά από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και από τις συνέπειές της στους πληθυσμούς που αναγκάστηκαν να αφήσουν τις εστίες τους. Πεζογράφοι που κατάγονται από τη Μικρά Ασία γίνονται μάρτυρες αυτής της τόσο ολέθριας για τον ελληνισμό περιόδου, καταγράφουν, σχολιάζουν, περιγράφουν με τον πιο πειστικό τρόπο τις εντυπώσεις τους από όσα άκουσαν και όσα έζησαν οι ίδιοι, ενώ ο «απόηχος» αυτού του μεγάλου ιστορικού γεγονότος φτάνει μέχρι και τις μέρες μας, μια και δεν λίγοι εκείνοι οι συγγραφείς οι οποίοι ακόμα και σήμερα επιλέγουν να γράψουν για το πριν και το μετά εκείνης της ταραγμένης και καθοριστικής για την πορεία της χώρας εποχής, κάτι που ενίοτε γίνεται εμμονή, μια επίμονη τάση να επιστρέφει κανείς στο παρελθόν χωρίς να δίδεται καινούργια προοπτική, να ανιχνεύονται δυναμικές που συνδέουν το παρόν με το παρελθόν. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, πάντως, κατά τις οποίες ακόμα και στο ίδιο έργο, στο οποίο γίνονται αναφορές στον Αύγουστο του 1922 και στα επακόλουθά του, δίδονται περιγραφές από τη ζωή στη Μικρά Ασία πριν από την έναρξη του πολέμου. Έτσι, φαίνεται η αντίθεση ανάμεσα στην περίοδο της ευδαιμονίας και της δυστυχίας. Στο πριν και το μετά.
Η έλευση των Ελλήνων της ευρύτερης Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένων και των πληθυσμών από τον Πόντο, δημιούργησε καινούργια δεδομένα, όπως είναι φυσικό, στον ελλαδικό χώρο. Πρώτον, οι πρόσφυγες, όπως τους αποκαλούσαν, βρήκαν καχυποψία και πολλές φορές εχθρότητα από την πλευρά των ντόπιων, κάτι που μπορεί να δει κανείς σε αναφορές που γίνονται σε μυθιστορήματα, όπως σε έργα της Διδώς Σωτηρίου ή του Ηλία Βενέζη. Πάντως, η έλευσή τους στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα να ανανεωθεί το δυναμικό και να τονωθούν τομείς όπως η οικονομία, αλλά επίσης να γίνουν αλλαγές στην κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή. Η προσφορά των προσφύγων υπήρξε σημαντική, καθώς πολλοί από αυτούς διέπρεψαν στο εμπόριο, στη βιομηχανία, στη ναυτιλία (Ωνάσης, Μποδοσάκης), στα γράμματα και στις τέχνες. Παράλληλα, τονώθηκαν από τον καινούργιο πληθυσμό περιοχές όπως η Μακεδονία.
Είναι φυσικό, λοιπόν, πολλοί συγγραφείς που ήρθαν από την Τουρκία να αναφερθούν στο θέμα της χαμένης πατρίδας και της προσφυγιάς, με κυρίαρχο, ωστόσο, εκείνο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η οπτική γωνία των συγγραφέων αυτών δεν είναι δυνατόν να μην είναι επηρεασμένη από τις συνέπειες της ήττας και τις ταλαιπωρίες που υπέστησαν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Και δεν είναι τυχαίο που από την τουρκική πλευρά το θέμα αυτό απασχόλησε πολύ περιορισμένα τους συγγραφείς, όπως τον Αχμέτ Γιορουλμάζ (Ahmet Yorulmaz, Αϊβαλί, 1932-), ο οποίος έγραψε για τους Τουρκοκρητικούς που εγκαταστάθηκαν στο Αϊβαλί στο μυθιστόρημά του Τα παιδιά του πολέμου – Από την Κρήτη στο Αϊβαλί. Σ’ αυτό, περιγράφει το δράμα της προσφυγιάς, το οποίο γνωρίζει και ο ίδιος πολύ καλά, αφού η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί στο Αϊβαλί όταν εγκατέλειψε την Κρήτη. Ένας άλλος σημαντικός συγγραφέας, που ασχολήθηκε με το ίδιο θέμα, είναι ο Νετζατί Τζουμαλί (NecatiCumali, Φλώρινα, 1921-2001). Στο γνωστό μυθιστόρημά του, που έγινε και τηλεταινία το 2001, Κατεστραμμένα βουνά: Μακεδονία 1900, έγραψε για τους Τούρκους και για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.
Επανέρχομαι, όμως, στο θέμα μου. Οι εικόνες από τις πατρίδες που εγκατέλειψαν, ο πόλεμος, αλλά και οι ευτυχισμένες στιγμές, ακολουθούσαν εκείνους οι οποίοι έγιναν μετέπειτα συγγραφείς ή ποιητές, και καθόρισαν τη θεματική του λογοτεχνικού έργου τους. Ας σημειωθεί ότι όσοι ήρθαν από τα μέρη αυτά διέθεταν ένα καταπληκτικό εργαλείο, την αφηγηματική δεινότητα, την εκφραστική άνεση. Και με ανάμεικτα συναισθήματα απέδωσαν την πραγματικότητα όπως την είχαν ζήσει εκείνοι.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθώ σε συγκεκριμένους συγγραφείς και να μιλήσω για το έργο τους και πώς σ’ αυτό παρουσιάζονται τα γεγονότα που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία μας.
Ο Ηλίας Βενέζης (Αϊβαλί, 1904-1973) είναι ένας από τους σημαντικούς συγγραφείς της γενιάς του ’30, ο οποίος έζησε την αιχμαλωσία και τον ξεριζωμό. Σχεδόν σε όλα του τα έργα γράφει για τις αναμνήσεις του από τη ζωή του στη Μικρά Ασία, για το τι είχανε και τι έχασαν. Αναφέρεται στην ειρηνική συμβίωση των Ελλήνων με τους Τούρκους στην σΑιολική Γη, την οποία ο πρωταγωνιστής μιλά για τις περιπέτειές του πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Περιγράφει τα όνειρά του και τον ευδαιμονικό τρόπο ζωής κοντά στη φύση, έναν τρόπο που διαταράχθηκε από τον πυροβολισμό που σήμανε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε άλλο του έργο, στο μυθιστόρημά του Γαλήνη, περιγράφονται οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες από τη Φώκαια όταν έρχονται να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Στο έργο του Νούμερο 31328 γίνονται αναφορές στις περιπέτειες που έζησε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, ενώ στο Μικρασία, χαίρε, συγκέντρωσε κείμενά του τα οποία είχαν δημοσιευθεί στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ το 1972, πενήντα χρόνια δηλαδή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Όπως σημειώνει: «Στα εφηβικά μου χρόνια η μοίρα μου ήταν να βρεθώ μες στην πύρινη ζώνη της καταστροφής εκείνης. Η ζωή μου συνδέθηκε με αυτά τα συμβάντα που σφράγισαν και τη μοίρα μου ως συγγραφέα: τα περισσότερα βιβλία μου έγιναν χρονικό και αφιέρωμα στο δράμα της Μικρασίας».
Ένας άλλος σημαντικός συγγραφέας της ίδιας εποχής είναι ο Κοσμάς Πολίτης (Αθήνα, 1888-1974). Η οικογένειά του είχε μετακομίσει το 1889 στη Σμύρνη εξαιτίας της οικονομικής καταστροφής που υπέστη. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή και το Αμερικανικό Κολέγιο Σμύρνης. Στο καλύτερό του μυθιστόρημα, Στου Χατζηφράγκου, που είναι εμπνευσμένο από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ιστορία του αναφέρεται σε μια λαϊκή συνοικία της Σμύρνης. Αναπλάθει την παιδική ηλικία των ηρώων του στη Σμύρνη, τις ευτυχισμένες και ξέγνοιαστες στιγμές, αλλά και τη δραματική αλλαγή της ζωής τους κατά τη διάρκεια του πολέμου και αργότερα με τον ξεριζωμό.
Ο Στρατής Δούκας (Αϊβαλί, 1895-1983) δεν έγραψε πολλά βιβλία, αλλά θα τον θυμόμαστε για την εξαιρετική νουβέλα Η ιστορία ενός αιχμαλώτου. Με λιτό και κοφτό τρόπο ο Δούκας αφηγείται μια αληθινή ιστορία ενός τουρκόφωνου Έλληνα, ο οποίος είχε συλληφθεί αιχμάλωτος, και αφού απέδρασε για να σωθεί, προσποιήθηκε τον Τούρκο. Ο συγγραφέας πήγαινε στα χωριά της Μακεδονίας και άκουγε τις ιστορίες των προσφύγων και κρατούσε σημειώσεις. Στην Κατερίνη γνώρισε τον ήρωα του βιβλίου του και απέδωσε τις περιπέτειές του με αυθεντικότητα και αντικειμενικότητα. Δεν αναζητεί ευθύνες για τον πόλεμο και δεν καταφεύγει στις απλουστεύσεις ή στα αίτια του πολέμου. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να φανεί η φρίκη του πολέμου σε όποια πλευρά κι αν βρίσκεται κανείς. Το μήνυμα είναι αντιπολεμικό, μια και ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του «στα κοινά μαρτύρια των λαών».
Ο Δούκας είχε στενούς δεσμούς με τον συμπατριώτη του Φώτη Κόντογλου (Αϊβαλί, 1895-1965), ο οποίος στο έργο του Το Αϊβαλί η πατρίδα μου (1962) –να επισημάνω σ’ αυτό το σημείο ότι και ο Γιορουλμάζ έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Γενιές ή η ζωή στο Αϊβαλί (1999), αλλά, αν και έχουν κοινά στοιχεία, έχουν και διαφορές, κάτι αναπόφευκτο, άλλωστε;– θυμάται με νοσταλγία τις ευτυχισμένες στιγμές στην πατρίδα του και σχολιάζει τις σχέσεις ανάμεσα στους δύο λαούς, τα δεινά των Ελλήνων.
Γνωστή σε όλους είναι η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνι, 1911-2004), το έργο της οποίας είναι πολυμεταφρασμένο στα τουρκικά. Στο πιο δημοφιλές, τπ Ματωμένα χώματα, η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από το πρόσωπο του Μανώλη Αξιώτη, ενός νεαρού που έχει μεγαλώσει στο Κιρκιτζέ. Η φρίκη του πολέμου φέρνει το τέλος στον παράδεισο στον οποίο ζούσαν οι ήρωες πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μια από τις πιο δυνατές σκηνές του βιβλίου είναι αυτή της άφιξης των προσφύγων στο λιμάνι του Πειραιά και στην αναφορά που γίνεται στη μικρή περιουσία που είχαν φέρει μαζί τους: λίγα κοσμήματα, το μονόκλ, προσωπικά αντικείμενα, όχι και τα πιο χρήσιμα, που θα τους συνδέουν με το παρελθόν και αυτά θα διατηρούν πάντα τη συναισθηματική τους αξία.
Στο μυθιστόρημά της Μέσα στις φλόγες, ένα ταξίδι στη Σμύρνη το καλοκαίρι του 1918 θα γίνει η αφετηρία μιας καινούργιας ζωής για τη μικρή ηρωίδα και την οικογένειά της. Το κοριτσάκι εισέρχεται σταδιακά στα γεγονότα που φέρνουν το τέλος της ειρήνης και την προσφυγιά. Η καινούργια πατρίδα της είναι αφιλόξενη και οι άνθρωποι εχθρικοί. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον είναι αναγκασμένη να επιβιώσει η ηρωίδα.
Ο διηγηματογράφος Γιώργος Ιωάννου (1927-1985), που έζησε στη Θεσσαλονίκη, έγραψε για τους πρόσφυγες και την προσφυγιά σ’ αυτή την πόλη. Στο διήγημά του Στου Κεμάλ το σπίτι, περιγράφει τη συγκίνηση μιας Τουρκάλας που επισκέπτεται την οικογένεια, η οποία κατοικεί σ’ ένα παλιό σπίτι δίπλα σ’ εκείνο στο οποίο είχε ζήσει τα πρώτα παιδικά του χρόνια ο Κεμάλ Ατατούρκ. Ερχόταν πάντα κατά την περίοδο που οι μουριές είχαν καρπούς και κοίταζε το σπίτι και έδινε ευχές στους καινούργιους ενοίκους. Το διήγημα αυτό μου θύμισε ένα ανάλογο του Ντενίζ Καβοκτσούογλου, με τον τίτλο Μαντάμ Κατίνα (ανήκει στη συλλογή διηγημάτων τουΚαθημερινές Πολίτικες Ιστορίες).
Αξίζει να αναφερθεί και το βιβλίο Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, ο δεύτερος τόμος, του Θανάση Βαλτινού (Καστρί Κυνουρίας, 1932), στον οποίο γίνονται αναφορές στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Εκστρατεία της Κριμαίας καθώς και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Και ενώ στον πρώτο τόμο του ίδιου έργου παρακολουθούσε κανείς την αποτυχία του ατομικού οράματος, στον δεύτερο γίνεται μάρτυρας στην αποσύνθεση του συλλογικού ονείρου, καθώς αυτή τη φορά η αποτυχία και η πτώση είναι συλλογική, αφορά έναν ολόκληρο λαό.
Ξεχωριστή είναι και η περίπτωση του ποιητή Γιώργου Σεφέρη (Σμύρνη, 1900-1971), του διπλωμάτη που υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα και τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1963. Σε πολλά του ποιήματα διακρίνεται η νοσταλγία για την πατρίδα που χάθηκε καθώς και τα επακόλουθα του πολέμου, η πίκρα και η δυστυχία.
Κάποια συμπεράσματα: Κοινός παρονομαστής αυτών των έργων, αλλά και άλλων, που δεν ήταν δυνατό να αναφέρω στην εισήγησή μου, είναι η συμπάθεια η οποία εκφράζεται προς τον τουρκικό λαό. Άλλωστε, οι αναφορές στην ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν είναι λίγες. Έτσι, διαβάζουμε στο Μέσα στις φλόγες της Σωτηρίου: «Κι όμως, όταν λείπαμε εμείς, όλα εκείνα τα ξυπόλυτα εργατόπαιδα, τουρκάκια και ελληνόπουλα, παίζανε φιλιωμένα, όπως παίζαμε κι εμείς με τα παιδιά των μπέηδων…», ενώ αλλού, στο ίδιο βιβλίο, μιλάει για την προσφυγιά και τις δυσκολίες της: «Μόλις ξεμπαρκάραμε στον Πειραιά βρεθήκαμε μπρος σ’ ένα παράδοξο θέαμα. Κόσμος ήτανε μαζεμένος εδώ κι εκεί, σκυθρωπός και μουδιασμένος. Να οι πρώτοι πρόσφυγες! Ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες!…»
Στα Ματωμένα χώματα η Σωτηρίου γράφει: «Οι Τούρκοι απ’ τα γύρω χωριά, το Κιρετσλί, το Χαβουτσλί, το Μπαλατζίκ, μας τιμούσανε και μας θαυμάζανε, έκοβε το μυαλό μας και ήμασταν εργατικοί…»
Ο Κοσμάς Πολίτης παρατηρεί στο μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου: «Περνούσαμε όμορφα και ευτυχισμένα…», ενώ ο Ηλίας Βενέζης στο Μικρασία, χαίρε κάνει αναφορές στο θάνατο πολλών ανθρώπων και στη δυστυχία: «Μόνο στην παραλία του Αδραμυτηνού κόλπου είχαν μαζευτεί 30.000 γυναικόπαιδα περιμένοντας πλοία. Χάθηκαν όλοι».
Μερικά ονόματα από αυτούς που έδωσαν τη δική τους εκδοχή για την προσφυγιά είναι τα ακόλουθα:
Ο Δημήτρης Ψαθάς (1907-1979) από την Τραπεζούντα, γνωστός δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, που διακρίθηκε για το χιούμορ του, έγραψε τη Γη του Πόντου. Ο παππούς μου είχε αυτό το βιβλίο στη βιβλιοθήκη μας και τώρα το έχω φυσικά στη δική μου.
Ο Γιώργος Ανδρεάδης, στο μυθιστόρημα του, που, όπως δηλώνει, στηρίζεται σε αληθινό γεγονός, Ταμάμα, η αγνοούμενη του Πόντου, και η Thea Halo, στο Not even my name –γραμμένο στα αγγλικά και μεταφρασμένο στα ελληνικά– δίνουν τη δική τους εκδοχή για τον πόλεμο και την προσφυγιά. Η δεύτερη αφηγείται την ιστορία της μητέρας της που αναγκάστηκε, ορφανή, να εγκαταλείψει το χωριό της, να παντρευτεί μόλις 15 χρόνων έναν Ασσύριο και να μεταναστεύσει μαζί του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Χρόνια αργότερα με την κόρη της επιστρέφει στην Τουρκία και από την Άγκυρα ξεκινά το οδοιπορικό της αυτογνωσίας.
Τα συστατικά τα οποία δίνουν την ταυτότητα στο έργο πολλών συγγραφέων που αναφέρονται σε όσα έζησαν οι ίδιοι ή άκουσαν να τοΟ πόνος, ο φόβος, η πίκρα, η αγωνία για την επόμενη ημέρα, η αποδοχή του διαφορετικού και η αναγνώριση της προσφοράς του στη ζωή των Ελλήνων που έφυγαν από τις πατρίδες τους είναι μερικά από τυς διηγούνται άλλοι για τη ζωή στη Μικρά Ασία, στον Πόντο, στην Τουρκία εν γένει. Μέσω των μυθιστορημάτων τους κρατούν ζωντανή τη μνήμη γιατί γνωρίζουν καλά ότι υπάρχει κάτι όσο το θυμόμαστε.