Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

ΜΝΗΜΕΣ της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ, Αχμέτ Ουμίτ ( συνέχεια )

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ

Η πόλη των κλεμμένων ελπίδων

…Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Η Ιστανμπούλ ήταν σκεπασμένη με ομίχλη… Κι η θάλασσα το ίδιο… Σκεπασμένο με ομίχλη και το σκάφος μας… Αυτό που διακρίναμε ήταν οι μιναρέδες του Σουλταναχμέτ, ο τρούλος της Αγια-Σοφιάς, οι πύργοι του Τόπκαπι. Η πόλη έδινε την εντύπωση ότι ποτέ δεν είχε λεηλατηθεί, ποτέ δεν είχε καταστραφεί, ποτέ δεν είχε μολυνθεί. Η φύση είχε σκεπάσει με μια κατάλευκη ομίχλη ό,τι άσχημο υπήρχε στην πόλη. Σαν ένα στιγμιαίο όραμα λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος… Σαν ένα μαγικό νέφος… Μια παραμυθένια εικόνα… Σαν μια ολοκαίνουρια αρχή… Νέα, ελπιδοφόρα, όμορφη…


Αγναντεύαμε την πόλη από τη θάλασσα. Ατενίζαμε τα παιδικά μας χρόνια στους δρόμους του Μπάλατ όπου παίζαμε ξεφωνίζοντας... Στα νερά του Κεράτιου... Που καβγαδίζαμε με τα παιδιά των διπλανών γειτονιών... Τα δαμάσκηνα που κλέβαμε απ` τον κήπο του παπά, ο θησαυρός που ψάχναμε στις φυλακές του Ανεμά, το φάντασμα στο Παλάτι του Πορφυρογέννητου, ο Χριστός του Πατριαρχείου, η γιορτινή προσευχή στο Σουλεϊμάνιγιε το ευλογημένο νερό του αγιάσματος, οι τάφοι των ακολούθων του Μωάμεθ, ο σταυρός που ανασύρεται από τη θάλασσα.. Οι τάφοι στο Μπάλατ. Οι μυρωδιές φαγητών στα σοκάκια... Οι γείτονες που προμηθεύονται ό,τι τους λείπει απ` τον διπλανό...

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Κοιτάζαμε τη Χαντάν.. Το κορίτσι με τα καλλίγραμμα πόδια και τη μαύρη σχολική ποδιά. Τα ατελείωτα σχολικά καθήκοντα. Το χαστούκι του δάσκαλου που έσκαγε στο μάγουλό μας.. Οι αναμνήσεις μας βυθισμένες κι αυτές στην ομίχλη... Τέσσερα παιδιά του δημοτικού που περπατούν στα στενά σοκάκια του Μπάλατ.. Η φιλία, που μένει αλώβητη μπροστά στον έρωτα... Η τόλμη του Ντεμίρ, η ευσυνειδησία του Νεβζάτ, η ποίησή μου... Η ομορφιά της Χαντάν... Ατενίζαμε τη Χαντάν, τα μάτια της που ήταν νοτισμένα, σαν την Ιστανμπούλ που ξυπνούσε μέσα απ` την ομίχλη.

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Κοιτάζαμε τον πατέρα του Νεβζάτ, το λάτρη της ποίησης , τη μητέρα του που λάτρευε την Ιστορία... Κοιτάζαμε τη Γκιουζιντέ, τη γυναίκα του Νεβζάτ, την κόρη τους τη Αϊσούν... Τη χαρά της Αϊσούν που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει... Κοιτάζαμε τον τρελά ερωτευμένο με την άρρωστη γυναίκα του , πατέρα του Ντεμίρ... Το γεράκι που το έλεγαν Χιουζούν... Τον πατέρα μου που όταν έπινε δύο ποτηράκια τραγουδούσε σαν το αηδόνι, την πάντοτε γεμάτη συμπάθεια και αγάπη μητέρα μου... Κοιτάζαμε τη Χαντάν... Το κορίτσι που αγαπούσαμε όλοι... Τη γυναίκα μου... Τα απραγματοποίητα όνειρά της... Το γιο μου , τον Ουμούτ... Τη χαρά που έμεινε στη μέση...


Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα, ο Νεβζάτ, ο Ντεμίρ κι εγώ.  ( Γεκτά ) .. Την ποίηση που δημιούργησε η φύση ... Το έκτρωμα που δημιούργησε ο σύγχρονος άνθρωπος... Κοιτάζαμε τους ουρανοξύστες που ορθώνονταν ξεδιάντροπα μπροστά μας , σαν μαχαιριά από μπετόν καρφωμένη στην καρδιά της πόλης... Κοιτάζαμε τις γέφυρες σαν πέδιλα περασμένα στους αστραγάλους της θάλασσας... Κοιτάζαμε τις άδειες αλάνες που, ώρα με την ώρα, λεπτό το λεπτό λιγόστευαν... Κοιτάζαμε τα δάση που, δέντρο προς δέντρο, κλαδί προς κλαδί, ανθό προς ανθό, καταστρέφονταν... Κοιτάζαμε τους ανθρώπους που έχασαν το φιλότιμο, την αγάπη, την ελπίδα, την τιμή τους... Που έχασαν τον ίδιο τους τον εαυτό... Μια κακόμοιρη κοινωνία που θεωρεί την οικονομική επιτυχία ως ευτυχία... 

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Ο Νεβζάτ, ο Ντεμίρ κι εγώ... Κοιτάζαμε τα πρόσωπα των νεκρών μας... Κοιτάζαμε στα μάτια τους τη μοίρα μας... Κοιτάζαμε την απελπισία μας, την κακομοιριά που μεγάλωνε στις παλάμες μας, το φόβο που άνθιζε στο αίμα μας... Κοιτάζαμε τη ζωή που πήραν απ` το χέρια μας... Τις ηλιόλουστες μέρες, τα γεμάτα ελπίδες πρωινά, τα χαρούμενα ανοιξιάτικα βράδια... Τις αναμνήσεις μας που έσβηναν, τα νεκρά οράματα, την πόλη μας που απομακρυνόταν σαν κουρασμένο καράβι φορτωμένο με τα γκρεμισμένα όνειρά μας... Κοιτάζαμε τον εαυτό μας που χάσαμε μαζί με την πόλη μας...
Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Τη θρυλική χώρα του βασιλιά Βύζαντα, την αυτοκρατορική πρωτεύουσα του Κωνσταντίνου, τα τείχη του Θεοδοσίου του Β΄ που θύμιζαν πέτρινο περιδέραιο, τη μοναδική Αγία Σοφία του Ιουστινιανού, το παλάτι Τόπκαπι απ` όπου διοικούσε ο σουλτάνος Φατίχ, το μεγαλοπρεπές τέμενος Σουλεϊμάνιγιε του σουλτάνου Σουλεϊμάν... Κοιτάζαμε τους μονάρχες, τους σπουδαίους διοικητές, τους ευπατρίδες, τους σκλάβους, τα στρατολογημένα παιδιά... Τις γυναίκες κοιτάζαμε ... Την Πουλχερία, τη Θεοδώρα, τη Χιουρρέμ Σουλτάν... Κοιτάζαμε τους ήρωες, τους δειλούς, τους δημιουργούς, τους καταστροφείς, τους ευφυείς, τους βλάκες, τους στοργικούς, τους ανηλεείς... Κοιτάζοντας την πόλη, παρακολουθούσαμε την περιπέτεια της ανθρωπότητας.

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Τα φόρουμ, τους κίονες, τα αγάλματα, τους θεούς, τους ναούς, τις εκκλησίες, τα τεμένη, τα παλάτια, τις επαύλεις, τις κρήνες, τις βρύσες, τους τάφους, τα ιεροδιδασκαλεία, τα μαγειρεία, τους ταρσανάδες, τις αποβάθρες, τους σταθμούς, τα πανεπιστήμια, τα παραλιακά αρχοντικά, τα λησμονημένα ξύλινα σπίτια, τα εγκαταλελειμμένα λιθόκτιστα... Τα στενά  σοκάκια που κατηφόριζαν στη θάλασσα, τις μεγάλες λεωφόρους, τα πάρκα που πολιορκούσαν υψηλές πολυκατοικίες... Και τους μαστόρους που, με την ευφυία τους, με το μόχθο τους, με τη λεπτή δουλειά τους, έχτισαν την πόλη... Τον αρχιμάστορα Μιμάρ Σινάν....

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Τη δική μας Ιστανμπούλ, την πόλη των κλεμμένων ονείρων... Την πρωτεύουσα των λεηλατημένων αναμνήσεων... Την πρωτεύουσα της λαφυραγωγημένης ευτυχίας... Τον πύργο των γκρεμισμένων ελπίδων... Τη βασίλισσα της θλίψης... Την ομορφιά που την άρπαξε η βία... Την κομψότητα όπου ανάρτησαν τη σημαία της δολιότητας... Την ευφορία την οποία αντικατέστησε η απληστία... Την πόλη μας , το δρομάκι μας, τον κήπο μας, το σπίτι μας, τον τάφο μας, όλα αυτά για τα οποία δεν μπορούμε παρά να προσφέρουμε και το ίδιο μας το αίμα...

Αγναντεύαμε την πόλη απ` τη θάλασσα. Ο Νεβζάτ, ο Ντεμίρ κι εγώ... Η πόλη ήταν βυθισμένη στην ομίχλη...












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου