Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

"ΙΜΑΡΕΤ", ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΠΟΥΖΟΥ

ΑΠΟ ΤΟ BLOG "ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ"
Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα των τελευταίων μηνών και το βιβλιοπωλείο μας σας παρουσιάζει τις βασικές του πτυχές, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας μας παρέδωσε ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημά μας, μαζί με τις φωτογραφίες από την προσωπική του συλλογή.
Το «Ιμαρέτ», αποτελεί κατά τη γνώμη μου, μια κατάθεση στην διατήρηση και λειτουργία της συλλογικής μνήμης. Πολύτιμη ή όχι θα το κρίνουν οι αναγνώστες. Μιας μνήμης, που χωρίς να αποστασιοποιείται εντελώς από αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε επίσημη καταγραφή των ιστορικών γεγονότων, καταδύεται στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, αφουγκράζεται τον παλμό των ιστορικών περιπετειών έτσι όπως βιώθηκαν από απλούς καθημερινούς ανθρώπους, συγκινεί αγγίζοντας μνημεία-σύμβολα μιας άλλης εποχής μακρινής, μα όχι ανοίκειας με τη δική μας και φιλοσοφεί, τελικά, πάνω στο πέρασμα του «πανδαμάτορος» χρόνου.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Καταρχήν παρακολουθούμε την τοπιογραφία μιας περιοχής της περιφέρειας, της Άρτας, η οποία μακριά από τα γνωστά κέντρα των εξελίξεων ακολουθεί τη δική της ιδιόμορφη και ιδιαίτερη ιστορική πορεία μέσα σε χρόνια κρίσιμα, χρόνια μεταβολών και ανακατατάξεων εθνικών, κοινωνικών και πολιτιστικών.
Ο 19ος αιώνας διανύει το δεύτερο μισό του, η Οθωμανική Αυτοκρατορία συρρικνώνεται, ενώ ήδη με το Τανζιμάτ του 1839 και το Χατιχουμαγιούν του 1856 (Σουλτανικά φιρμάνια) έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της ισονομίας των πολιτών και της παροχής ελευθεριών στους ραγιάδες, με αποτέλεσμα να ανθεί ο ελληνισμός στη Σμύρνη, στην Κων/πολη και αλλού, αν και οι αλλαγές καθυστερούν να φθάσουν στην περιφέρεια ή εφαρμόζονται κατά το δοκούν των τοπικών αρχόντων. Συνάμα το Ελληνικό κράτος επεκτείνεται (μέχρι το 1881 τα σύνορα είναι στη γραμμή Παγασητικού και Αμβρακικού κόλπου) και επιχειρεί να οργανωθεί, ενώ γενικότερα οι κοινωνικές δομές αναδιαρθρώνονται και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η θρησκευτική και πολιτιστική συνείδηση που μέχρι τότε ένωνε ή διαχώριζε τους λαούς μετατρέπεται σταδιακά σε εθνική.
Παράλληλα, μέσα από το βιβλίο, αναβιώνει όλη η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής της Άρτας. Μύθοι, θρύλοι και παραδόσεις, μουσικές και γλέντια, γεύσεις, μυρωδιές και αρώματα ξετυλίγονται στις σελίδες του. Το Ρωμιοπάζαρο και το Τουρκοπάζαρο, οι εβραϊκές συνοικίες, τα χωριά των κολίγων, ο τρόπος είσπραξης του ίμορου (το μέρος δηλαδή της σοδειάς που λάβαιναν οι τσιφλικάδες), η είσπραξη των φόρων μέσω υπενοικιαστών, το προδρομικό αγροτικό κίνημα, τα σχολεία των Ελλήνων (η Αλληλοδιδακτική σχολή και το Ελληνικό Σχολείο), τα σχολεία των Τούρκων ή καλύτερα των Οθωμανών αφού να πεις κάποιον τότε Τούρκο ήταν βρισιά (το Μεχτέπ-δημοτικό και το Ρουστιέ-γυμνάσιο) και το σχολείο των Εβραίων (το Μιζρά). Συνάμα οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές χριστιανών και μουσουλμάνων και τα κοινά χαρακτηριστικά των δύο θρησκειών όπως η Παλαιά Διαθήκη η οποία είναι σχεδόν ταυτόσημη, αλλά και σημεία της Καινής Διαθήκης που αναφέρονται στο Κοράνι, οι συναγωγές, τα τζαμιά και οι εκκλησίες με, ή χωρίς καμπάνες όπου το απαγόρευε η Οθωμανική Διοίκηση. Κι ακόμη, η μυθολογία και οι δοξασίες, τα αρχοντικά και τα χαμόσπιτα, τα χαμάμ, οι καφενέδες, οι χοροεσπερίδες της καθόλου ευκαταφρόνητης αριθμητικά αστικής τάξης της πόλης, οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις των Ελλήνων και των Εβραίων εμπόρων, τα πορνεία και το «καφέ Αμάν», οι ληστές στα βουνά και στον κάμπο, οι μπαντίδος (μάγκες της εποχής), το λαθρεμπόριο, παραδοσιακά παιχνίδια (όπως ο πετροπόλεμος μεταξύ Ελληνόπουλων και Τουρκόπουλων), θάνατοι και γάμοι και των τριών φυλών, ο Τούρκικος Καραγκιόζης (που ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν του μετέπειτα Ελληνικού θεάτρου σκιών), οι απόκριες που αξίζει να σημειωθεί ότι περιλήφθηκαν ανάμεσα στους 4 όρους της συνθήκης υποταγής της Άρτας στους Οθωμανούς το 1449, (να ντύνονται δηλαδή προσωπίδες και να διασκεδάζουν ελεύθερα, καταδεικνύοντας έτσι μια τόσο διαφορετική αντίληψη για τη ζωή σε σχέση με τη σημερινή), οι σχέσεις εκκλησίας με την Οθωμανική Διοίκηση, αλλά και με τον λαό, σχέσεις στις οποίες εντάσσονται και οι αφορισμοί (αυτό το σκληρότατο μέτρο που έθετε σε πλήρη απομόνωση τον τιμωρούμενο πέραν από τις φοβερές κατάρες που τον συνέθλιβαν συναισθηματικά). Επιπλέον συνήθειες, παροιμίες, έθιμα και τόσα άλλα, τα οποία συνενώνονται σε ένα πολύχρωμο λαογραφικό μωσαϊκό που επιτρέπει την είσοδό του αναγνώστη σε έναν άλλο κόσμο, που με τα μέτρα της ορθολογιστικής και πρακτικής εποχής μας, φαντάζει σχεδόν μαγικός. Στην ουσία δηλαδή, το Ιμαρέτ είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με φόντο την ιστορία.
Η έρευνά μου (σχεδόν 400 τόμοι, οι επισκέψεις μου σε δεκάδες βιβλιοθήκες και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους καθώς και η μελέτη των αρχείων των υποπροξενείων της Ρωσίας και της Ελλάδας που λειτουργούσαν τότε στην Άρτα και των εφημερίδων και περιοδικών της εποχής αλλά και σε όσα κατέγραφαν αργότερα τις αναμνήσεις τους όσοι έζησαν την επίμαχη περίοδο) θεωρώ ότι με βοήθησαν να γνωρίσω σε βάθος την ιστορία, το κοινωνικό πρόσωπο και τη λαογραφία της περιοχής ώστε να στήσω ένα μυθιστόρημα με συνεχώς ανανεούμενο σκηνικό, μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα τα έργα και τα πάθη των ηρώων του. Βέβαια κάθε στοιχείο υπηρετεί τη μυθοπλασία, ενώ θεωρώ ότι όλα είναι απαραίτητα ώστε ο αναγνώστης να γνωρίσει αφενός την εποχή (από τις φορεσιές, τα κτίρια, τους δρόμους, τη διασκέδαση και τις ιδιαιτερότητες κάθε φυλής), αλλά και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων ώστε τους κρίνει με βάση τα μέτρα και τα σταθμά των καιρών εκείνων και όχι με τα σύγχρονα δεδομένα.
Φυσικά, βασικό χαρακτηριστικό κάθε μυθοπλασίας είναι να αφηγηθεί μια ιστορία, ολοκληρωμένη με αρχή και τέλος, να δεσμεύσει τον αναγνώστη, διατηρώντας το ενδιαφέρον του αμείωτο και επαυξάνοντας σελίδα προς σελίδα την προσοχή του. Να τον ταξιδέψει δηλαδή στην ονειρική πολιτεία του λόγου και της φαντασίας, Κι αυτό ακριβώς πιστεύω ότι κάνει το «Ιμαρέτ» τουλάχιστον στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης.
Ξεκινώντας από το πρώτο κεφάλαιο ο αφηγητής διηγείται ένα φόνο, τα κίνητρα του οποίου, καθώς και ο ένοχος θα μείνουν ανεξιχνίαστα για πολλά χρόνια. Στη συνέχεια, η σκυτάλη της αφήγησης παραδίδεται στο Λιόντο Θερσίτη και στον ομογάλακτό του Οθωμανό Νετζίπ που αναθυμούνται, σχολιάζουν κι ερμηνεύουν καταστάσεις και γεγονότα, ο καθένας από τη δική του σκοπιά σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Διηγούνται όσα έζησαν σε ήρεμους χρόνους, αλλά και σε καιρούς εντάσεων και στον απόηχο των πολεμικών γεγονότων, αφού την περίοδο αυτή έχουμε 3 επαναστάσεις στην Άρτα και την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, το 1854, το 1866 και το 1878. Στις αφηγήσεις τους τα παιδικά παιχνίδια και οι δοκιμασίες, οι σκανδαλιές και οι παιγνιώδεις φάρσες στον δια βίου ορκισμένο εχθρό τους τον Φάσγανο, η φιλία τους με τους δίδυμους Εβραίους Γιοσέφ και Μεναχέμ, η ενηλικίωση, η πρώτη ομαδική επίσκεψη των τεσσάρων στο πορνείο της Δέσπως, ο έρωτας (που και για τους δύο φίλους θα έχει απρόσμενη εξέλιξη). Η καθημερινότητα εν τέλει και ο χρόνος που περνά αδιάφορος για τις μικρές ανθρώπινες καταστροφές ή ευτυχίες. Πλήθος ανθρώπινοι χαρακτήρες παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Πρωταγωνιστές (όλοι τους μυθοπλαστικά πρόσωπα), δευτεραγωνιστές αλλά και κομπάρσοι (πραγματικά κυρίως πρόσωπα της εποχής όπως ο τσιφλικάς Καραπάνος που κατέχει το 75% της καλλιεργήσιμης ή ο βασιλιάς Γεώργιος ή οι άρχοντες του τόπου Οθωμανοί και Έλληνες και Εβραίοι κ.λ.π.).
Ας αναφέρω εδώ, πέρα από τα δύο βασικά πρόσωπα, το Λιόντο και τον Νετζίπ, τις μορφές των δύο μανάδων, της ελληνίδας Αγνής και της αλλόδοξης ανά Σαφιγιέ (ανά στα τούρκικα σημαίνει μάνα) που το μητρικό τους φίλτρο υπερίσχυσε κάθε εθνικιστικού ή θρησκευτικού φανατισμού. Επίσης τη σαγηνευτική Καλίλα, (που γυρίζει με την ομάδα του Αιγυπτίου Μααρούφ σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία χορεύοντας και δίνοντας παραστάσεις στα Καφέ Αμάν) σειρήνα του πάθους και της αυτοκαταστροφής, αιώνια ενσάρκωση του ερωτικού πόθου, της γυναικείας δύναμης και της ανδρικής αδυναμίας. Κι ακόμη τον Μπεχζάτ (αδελφό του Νετζίπ), το πρότυπο του ελεύθερου ανθρώπου της δημιουργικής έκφρασης, που υπερβαίνει τα περιοριστικά κι ασφυκτικά πλαίσια της κοινωνίας και της εποχής, όπως και την Αγγελινή η οποία διαρρηγνύει τις διαχωριστικές γραμμές της γαμήλιας ένωσης ατόμων μεταξύ των δύο φυλών.
Και πάνω απ΄ όλους στέκεται ως «προεξάρχων του χορού» ο θυμόσοφος, και όχι μόνο, αφού είναι σπουδαγμένος και μελετητής ποιημάτων και βιβλίων, ο Ισμαήλ Μπέης.
Ο παππούς, που βλέπει τα εγγόνια του να μεγαλώνουν «σα ρόδα κάτω από τον ήλιο», και κάθε κουβέντα του αποτελεί απόσταγμα σοφίας, στέκεται πέρα από τα πάθη και τις μισαλλοδοξίες, ανατέμνει τη ζωή που πέρασε, εκτιμά τη ζωή που θα ‘ρθει και υπομένει τις αλλαγές με στωικότητα και γνώση.
Ποια, άραγε, είναι η γνώση της ζωής, που απέκτησε ο αιωνόβιος (και αθυρόστομος ενίοτε) Ισμαήλ μπέης; Όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο η γνώση της ζωής ταυτίζεται με τη συνείδηση του θανάτου μας και της ασημαντότητας μας. Ο παππούς Ισμαήλ, συντηρητής του παλιότερου κρουστικού και μηχανικού ρολογιού με δίσκο σε όλη την Αυτοκρατορία (που μετρά τις οθωμανικές ώρες οι οποίες καταμερίζονται σε 12 την ημέρα και 12 τη νύχτα και αυξομειώνονται σε διάρκεια κατά εποχή του χρόνου) και παρατηρητής των αέναων κινήσεων των ουράνιων σωμάτων, ξέρει καλά σύμφωνα και με την Τούρκικη παροιμία που χρησιμοποιεί, πως: «Κάθε μάνας γέννα πεσκέσι του θανάτου».
Με άλλα λόγια, πως όλη η ύπαρξή μας είναι ένα στιγμιαίο πέρασμα μπροστά στον αδηφάγο χρόνο, μια ελαφρά ρυτίδα στη ροή του ποταμού της ανθρώπινης ιστορίας. Η διαπίστωση όμως αυτή, της ανθρώπινης ματαιότητας, τον οδηγεί και στην καταδίκη της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα πάθη σκωπτικά και με την κατανόηση που μόνο η σοφία προσδίδει, γνωρίζοντας πως ο μόνος τρόπος που καταξιώνει την ανθρώπινη ζωή είναι η συμφιλίωση με τη μοίρα και τη φυσική νομοτέλεια. Βαθύτατα ανθρωπιστής διακηρύσσει, αυτό που περικλείει συμβολικά και ο τίτλος του βιβλίου: « Ένα Ιμαρέτ είναι η γη. Το ιμαρέτ του Θεού. Κι εμείς οι φτωχοί, τα ορφανά και οι ταξιδιώτες της ζωής που μας φιλοξενεί. Μας τρέφει, ανοίγει την αγκαλιά του, μας δέχεται και μας επιτρέπει να απολαύσουμε τη ζωή. Κι εμείς θαρρούμε πως το διαφεντεύουμε......Μας άφησε ο Θεός αυτό το Ιμαρέτ να το διαχειριστούμε κι εμείς αρπάζουμε, κλέβουμε, αδικούμε, εκμεταλλευόμαστε, διεκδικούμε όλο και περισσότερα, μέχρι την ώρα που θα επιστρέψουμε το τομάρι μας εκεί που ανήκει, στο χώμα. Και θα αξίζει τότε με όσο ενός βοδιού ή ενός προβάτου, τίποτε παραπάνω.»
Το Ιμαρέτ, λοιπόν, εκτός των άλλων, αναφέρεται και στην υπερφίαλη συμπεριφορά του ανθρώπινου είδους, που λησμονώντας τη μοναδική βεβαιότητα της ζωής, το θάνατο, δηλητηριάζει την έτσι κι αλλιώς σύντομη ύπαρξή του με μικροπρεπείς συμπεριφορές, αδικίες, έχθρες και πάθη. Μελετά ακόμη, την ύβρι, με την αρχαιοελληνική έννοια της αλαζονείας, και τις αυταπάτες των ανθρώπων που νομίζουν ότι μπορούν να ελέγξουν απόλυτα το μέλλον τους και να κατευθύνουν, κατά τις προθέσεις τους, τον ρου της ζωής και της ιστορίας. Τέλος είναι μια καταδίκη της δυσαρμονίας που προκαλεί αυτή τους η συμπεριφορά και δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυσαρμονία για την ανθρώπινη ψυχή από το τυφλό μίσος. Και στο «Ιμαρέτ», οι κύριοι εκφραστές του φανατισμού, της απληστίας και του τυφλού μίσους είναι ο Φάσγανος και ο Ντογάν.
Και να σημειώσω εδώ τη συμβολική ή μεταφορική αξία των ονομάτων των ηρώων (η οποία εντάσσεται στα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης που προανέφερα), όπως αυτό της Αγνής-αγνότητα, Αναστασία-ανάσταση, Ντογάν που στα τούρκικα σημαίνει γεράκι και άλλων.
Να επισημάνω ακόμη ότι η λέξη πατρίδα δεν προσδιορίζεται τόσο με εθνικά σύμβολα (κυρίως για τους Τούρκους, αφού η ελληνική συνείδηση έχει πλέον εμπεδωθεί στον ελληνικό πληθυσμό) όσο με την έννοια των πατρογονικών εστιών που η εγκατάλειψή τους και η επακόλουθη προσφυγιά πληγώνει βαθύτατα τους Οθωμανούς, μετά την προσάρτηση της Άρτας στο ελληνικό έδαφος, όσο θα πλήγωνε και λίγα χρόνια αργότερα τις χιλιάδες Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων που ξεριζώθηκαν βίαια από τα εδάφη τους, το πλήθος Θρακιωτών από την Ανατολική Θράκη, το πλήθος Κυπρίων.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να σημειώσω ότι το εν λόγω μυθιστόρημα θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε οποιαδήποτε πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με πολυπολιτισμικό και πολυφυλετικό ανθρώπινο στοιχείο αντίστοιχο με αυτό της Άρτας. Η τοποθέτησή του στην Άρτα έχει να κάνει με τη συγκινησιακή φόρτιση που ο γενέθλιος τόπος ασκεί πάνω μου, ενώ η μυθοπλασία και τα νοήματά του δεν περιορίζονται από όρια του συγκεκριμένου τόπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου