ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΠΕΤΟΠΟΥΛΟΣ (ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΩΝ/ΛΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ FINAL 4 ( 2012 ).
Θα ήθελα να είμαι σήμερα στην Κωνσταντινούπολη, όχι για το Final 4, αλλά γιατί το Final 4 είναι μια ωραία ευκαιρία για να πάει κανείς στην Κωνσταντινούπολη και τέτοιες ευκαιρίες δεν έχουμε πολλές. Έχω πάει τρεις φορές και κάθε φορά η μοναδική αυτή πόλη με κάνει να θέλω να επιστρέφω κι ας μην έχω κανένα οικογενειακό δέσιμο ή καταγωγή ή κάτι ανάλογο.
Καταλαβαίνω αυτούς που λένε ότι η Πόλη δεν τους αρέσει, δεν καταλαβαίνω εκείνους που απλώς δηλώνουν ότι τους άρεσε – θέλω να πω ότι η Κωνσταντινούπολη ανήκει στην κατηγορία των πόλεων που αν σου αρέσουν τις λατρεύεις. Δεν χωράνε στην αξιολόγηση ημίμετρα και κρίσεις: υπάρχουν πόλεις που θέλεις να τους δώσεις την καρδιά σου ολοκληρωτικά και πριν το κάνεις ανακαλύπτεις ότι καρδιά δεν έχει να δώσεις γιατί ήδη στην κλέψανε – αυτό συμβαίνει με την Κωνσταντινούπολη.
Πριν τρία χρόνια, τελευταία φορά που την επισκέφτηκα, είχα την τύχη να μπω στο λιμάνι της με πλοίο, να τη δω δηλαδή να προβάλλεται μπροστά μου με όλη τη σκηνική της μεγαλοπρέπεια. Ο Γιούγκερμαν του Καραγάτση, όταν μπαίνει στο λιμάνι του Πειραιά και βλέπει την Αθήνα «φάτσα κάρτα» σκέφτεται και μονολογεί ότι η ελληνική πρωτεύουσα είναι μια πόλη που αξίζει τον κόπο να κατακτήσει κανείς. Η διαφορά μιας πόλης από μια σοκαριστικά όμορφη πόλη όπως είναι η Πόλη είναι ότι μπροστά στην Κωνσταντινούπολη δεν σκέφτεσαι: η ομορφιά της δεν σου επιτρέπει τίποτα, παρά μόνο να χαθείς. Πιο πολύ από οποιαδήποτε από τις πολλές πόλεις που έχω επισκεφτεί η Κωνσταντινούπολη σε προστάζει να χαθείς: οι βόλτες είναι τεράστιες, οι εικόνες της ολότελα διαφορετικές, οι ήχοι της ένα ανατολίτικο ροκ σάουντρακ που σε περικυκλώνει.
Η Αθήνα είναι μια φτιασιδωμένη γριά – μακιγιάρει με γενναίες δόσεις κακογουστιάς ό,τι ωραίο της έχει μείνει για να αποδεικνύει την σοφία της ηλικίας της: δεν είναι άσχημη, όσο κάποιοι λένε, αλλά είναι λίγο τρελλόγρια. Η Κωνσταντινούπολη στην ηλικία της χτίζει τη γοητεία της. Το Τοπ Καπί, ανέγγιχτο σχεδόν από το χρόνο σε ψήνει ότι τα εκθεσιακά του ψέματα (η ράβδος του Μωυσή π.χ) είναι όλα αληθινά. Η περικυκλωμένη Αγια Σοφιά αποτελεί από μόνη της την εικόνα μιας εποχής χριστιανικού μεγαλείου την οποία διαδέχτηκε κάτι άλλο. Ομολογώ ότι δεν πόνεσε η ελληνική καρδιά μου κοιτάζοντας τα μωσαϊκά της γιατί ως καλλιτέχνημα η Αγια Σοφιά έχει μια οικουμενικότητα που ξεπερνά τα δικά μας: αν υπάρχει κάτι που τσιμπάει το νεκροζώντανο εθνικισμό μου αυτό είναι οι ταμπέλες των ελληνικών καταστημάτων που έχουν απομείνει σαν παράσημα σε δημόσια κτήρια στο Πέρα και στο Ταρλάμπασι. Επίσης, αν ένοιωσα την ανάγκη ν ανάψω ένα κερί και να κάνω το σταυρό μου, αυτό μου συνέβη μπροστά στην Αγία Ειρήνη: ο μύθος ότι η πόρτα της σφραγίστηκε από Αγγέλους όταν μπήκαν οι Οθωμανοί στην Πόλη είναι από τους αγαπημένους μου.
Όμως στην Πόλη δεν πας για να ανακαλύψεις μονοπάτια μιας χαμένης βυζαντινής ελληνικότητας: αν το κάνεις δεν θα την εκτιμήσεις ποτέ. Στην Κωνσταντινούπολη το ταξίδι στο χρόνο είναι η αληθινή απόλαυση. Ο σκοπός είναι να περιηγηθείς στην πολυτέλεια του μαγικού Σιραγκάν, που έγινε από ανάκτορο ξενοδοχείο και από ξενοδοχείο ανάκτορο, να χαθείς στις μυρωδιές των μπαχαρικών στις ανοιχτές αγορές, να φανταστείς τη μεγαλοπρέπεια του παλατιού του Ντολμάμπαχτσε, να περπατήσεις στο Μπεικόζ και στο Μπέιογλου εκεί που σιντριβάνια, παλάτια, τζαμιά και μαυσωλεία σε περιμένουν. Όλα αυτά με το μυαλό πάντα στην εξερεύνηση του Βόσπορου και με βασικό σκοπό να διανύσεις με καραβάκι τη μαγική διαδρομή που ξεχύνεται από το κάστρο του Ρούμελι Χασάρ στην ευρωπαϊκή πλευρά μέχρι το Κάστρο της Ανατολίας στην ακτή της Ασίας: ο Βόσπορος είναι σύνορο και κέντρο ταυτόχρονα.
Κι αυτά όμως είναι και συγχρόνως δεν είναι η Κωνσταντινούπολη. Στο σκηνικό αυτής της μαγείας, που κάθε τουρίστας περιηγητής μπορεί να χαρεί, ζει μια ζωντανή πόλη που έχει το δικό της φολκλόρ. Η Κωνσταντινούπολη είναι τα παζάρια που κάνεις στις αγορές ακόμα και αν δεν αγοράσεις τίποτα. Ο ταξιτζής που θα σε κλέψει αποκαλώντας σε «μπατζανάκ» κι αφού προηγουμένως σε πείσει ότι είσαι ο φίλος που περιμένει. Είναι το τσάι χωρίς ζαχαρη στο γυάλινο μικρό ποτήρι. Είναι το Ρέινα, ένα από τα ωραιότερα κλαμπ της Ευρώπης, στο οποίο οι ουρές για να μπεις θυμίζουν αυτές στο Μερσέντες τη δεκαετία του 90. Είναι το μαγευτικό Ουλους, σε ένα από τους λόφους – το μοναδικό εστιατόριο που καλύπτει μια ολόκληρη πλαγιά γεμάτη από σκαλοπάτια. Η Κωνσταντινούπολη είναι οι χιλιάδες άνθρωποι που κάνουν πικ νίκ με την οικογένεια τους το Σάββατο και την Κυριακή στα παράλια του Βόσπορου αγναντεύοντας τη θάλασσα – θέαμα που δεν μπορείς να φανταστείς σε άλλη πρωτεύουσα.
Κάθε φορά που πηγαίνω σκέφτομαι πως αυτοί οι ατελείωτοι συνδυασμοί πλούτου και φτώχειας, στενοκεφαλιάς και μεγαλοπρέπειας, κουτοπονηριάς και ελαφράδας, ιστορίας και δυστυχίας, φασαρίας και μουσικότητας, μυστικότητας και φολκλόρ κάνουν την Πόλη σχεδόν αχρονική – ένα μεγαλοπρεπές σκηνικό μιας πολύ γεμάτης από δρώμενα θεατρικής παράστασης που παρακολουθείς περιφερόμενος προσπαθώντας να βάλεις στο αχανές σενάριο τάξη. Οσες φορές έχω πάει κατά λίγο για λίγο σε κάποιο τζαμί αναζητώντας στην απόλυτη σιωπή του λίγη εσωτερική ηρεμία στο χάος του κόσμου μας. Εμείς πιστεύουμε σε ένα Θεό στον οποίο διαρκώ μιλάμε και του ζητάμε χάρες για όλα αναμένοντας το βροντερό του παράγγελμα. Οι μουσουλμάνοι λατρεύουν το Θεό τους στη σιωπή – τα έργα του τα βλέπουν, λένε. Αυτή η ανάγκη λίγης σιωπής μπροστά σε ένα μοναδικό δημιούργημα είναι η Κωνσταντινούπολη….