Δημοσίευμα στην "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" 2/8/2009
Οι συντροφικές και συζυγικές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είναι πλέον πολύ πιο συχνές
της Ιωάννας Φωτιάδη
Ο όρος «ελληνοτουρκικές σχέσεις» παραπέμπει στις χρόνιες εντάσεις των δύο χωρών, ωστόσο, σε διαπροσωπικό επίπεδο οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων (και με τη βοήθεια του Διαδικτύου...) διανύουν περίοδο ανθηρή, σε κλίμακα που περιλαμβάνει φιλία, έρωτα, αλλά και το μυστήριο του γάμου.
Είναι πολλά τα κοινά στη νοοτροπία και το ταμπεραμέντο –ακόμα και στο λεξιλόγιο– που τα μεικτά ζευγάρια ανακαλύπτουν, σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από το ΕΚΚΕ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών). «Το συγκεκριμένο εθνογραφικό δείγμα παρουσιάζει για μένα ως επιστήμονα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς πρόκειται για ενώσεις ατόμων που ανήκουν σε χώρες με αμφιλεγόμενες ιστορικές σχέσεις», υπογραμμίζει στην «Κ» η επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας, κ. Μαρίνα Πετρονώτη, κοινωνική ανθρωπολόγος στο Ινστιτούτο Αστικής και Αγροτικής Ανάπτυξης του ΕΚΚΕ. «Οι συντροφικές και συζυγικές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είναι πολύ πιο συχνές απ’ ό,τι εικάζεται. Συχνά δεν είναι αναγνωρίσιμα ζεύγη, γιατί οι Τούρκοι σύζυγοι «κινούνται» με ελληνικά ονόματα. Ούτε, όμως, η εμφάνιση τούς προδίδει, καθώς έχουν τα ίδια χρώματα με εμάς», υποστηρίζει η κ. Πετρονώτη, λέγοντας ότι «στη μελέτη μου ασχολήθηκα με 25 ζευγάρια που παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα μετά το 1980». Τα άτομα στα οποία στηρίχθηκε η μελέτη γνωρίστηκαν είτε στο εξωτερικό ως φοιτητές είτε σε κάποιο ταξίδι είτε μέσω Διαδικτύου. Μεγάλο ποσοστό των ερωτηθέντων ήλθαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80 ως πολιτικοί πρόσφυγες, οπότε τους χορηγήθηκε άσυλο. Ο γάμος με Ελληνίδα, επομένως, ήλθε ως επακόλουθο της νέας τους ζωής στη χώρα μας.
Αλλαγή θρησκεύματος
Φυσικά όλες οι σχέσεις δεν ξεκίνησαν με στόχο τον γάμο, «οι Ελληνίδες κρίνουν τους Τούρκους ως πιο συναισθηματικούς συντρόφους, ενώ παράλληλα θεωρούνται πολύ ευγενικοί στους τρόπους τους. Επιπλέον, στις απαντήσεις τους οι Ελληνες αναπαράγουν το στερεότυπο ότι Τούρκοι και Τουρκάλες ως ανατολίτες είναι πιο ερωτικοί. Αντίστοιχα, οι Τούρκοι εκτιμούν τον ανεξάρτητο χαρακτήρα των Ελληνίδων, που είναι σαφώς πιο χειραφετημένες από τις Τουρκάλες, με αποτέλεσμα να προχωρούν σε σχέσεις χωρίς απαραίτητα να προσανατολίζονται στον γάμο». Ωστόσο, πολλοί καταλήγουν στα σκαλιά της εκκλησίας. Πολλές φορές ο «όρος» για να δώσουν την ευχή τους οι Ελληνες γονείς είναι να βαφτιστεί ο Τούρκος σύντροφος χριστιανός. «Φαίνεται ότι το “μουσουλμάνος” ενοχλεί περισσότερο από την εθνικότητα. Ζητούν, λοιπόν, από το έτερον ήμισυ να αλλάξει θρησκεία όχι τόσο επειδή οι ίδιοι είναι βαθιά θρησκευόμενοι, αλλά επειδή φοβούνται ότι θα χάσουν την ελληνικότητά τους». Στην ουσία, ζητούν μια υποχώρηση πιο πολύ για τα «μάτια του κόσμου». «Η τουρκική πλευρά δηλώνει ενοχλημένη από την... πίεση της ελληνικής οικογένειας. Συναινεί, ωστόσο, στον εκχριστιανισμό της, τον οποίο θεωρεί το “διαβατήριο” για την ένταξη στην ελληνική κοινωνία».
«Τα ζευγάρια δηλώνουν άτομα προοδευτικά», λέει στην «Κ» η ερευνήτρια, «προβάλλουν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα και είναι περήφανοι για την απόφαση που πήραν αψηφώντας τα σχόλια τρίτων». Ωστόσο, για να κρατηθεί μια σχέση οφείλουμε να χτίζουμε γέφυρες. «Αναζητούν ομοιότητες, τις προβάλλουν ή σε κάποιες περιπτώσεις τις κατασκευάζουν. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν προγόνους που έζησαν στη γείτονα χώρα πριν από τις ανταλλαγές πληθυσμών, συνεπώς η Ελλάδα ή η Τουρκία αποτελούν μια μακρινή οικογενειακή μνήμη. Παράλληλα, προβάλλουν τα κοινά στοιχεία: την αγάπη για το καλό φαγητό, τη μουσική και το γλέντι». Στα σπίτια τους, αν και κυριαρχεί η ελληνική γλώσσα, έχει επικρατήσει η τουρκική κουζίνα και μουσική. Η επαφή με την Τουρκία διατηρείται με οικογενειακές διακοπές στη γείτονα χώρα με εξαίρεση μόνον τους πρόσφυγες που δεν δικαιούνταν να εισέλθουν στην πατρίδα τους.
Στοργικοί μπαμπάδες
Πώς εξελίσσεται η «ελληνοτουρκική» αγάπη όταν γεννιέται ένα παιδί; «Οι Τούρκοι μπαμπάδες αποδεικνύονται ιδιαίτερα στοργικοί και αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο στα παιδιά τους απ’ ό,τι συνήθως οι Ελληνες. Επιπλέον, μαγειρεύουν για όλη την οικογένεια. Φυσικά, είναι πιο παραδοσιακοί σε επίπεδο ηθών, ενοχλούνται από τις βραδινές εξόδους των εφήβων, γι’ αυτό και οργανώνουν οικογενειακές δραστηριότητες στις διακοπές». Το μέγα πλεονέκτημα των παιδιών προερχόμενων από μεικτούς γάμους είναι η γνώση δύο γλωσσών ως μητρικών, ωστόσο, τα παιδιά της έρευνας κάποιες φορές απλώς ξέρουν να πουν «καλημέρα» στα τουρκικά. «Οι γονείς ισχυρίζονται ότι τα τουρκικά δεν θα τους χρειαστούν ποτέ». Ταυτόχρονα, όλα είναι βαπτισμένα χριστιανοί ορθόδοξοι και παρόλο που έχουν δύο ονόματα, είναι γνωστά μόνο με το ελληνικό.
Φθάνοντας στα εθνικά θέματα, η αμφιθυμία και η αμηχανία κορυφώνονται. «Πρόκειται για θέματα ταμπού που δεν θίγουν. Αντιμετωπίζουν την ιστορία σαν κάτι που πέρασε και δεν τους αφορά και απαντούν γενικόλογα “συμβαίνουν αυτά μεταξύ των χωρών”». Φυσικά, οι περισσότεροι, ερχόμενοι στην Ελλάδα, αγνοούν την ελληνική εκδοχή της ιστορίας. «Μια Τουρκάλα σύζυγος αποφάσισε να διαβάσει τα βιβλία Ιστορίας μας. Αν και σοκαρίστηκε, δήλωσε ότι νιώθει καλύτερα τώρα που γνωρίζει και τις δύο “ιστορίες”». Ο συγχρωτισμός με την ελληνική κοινωνία συχνά δημιουργεί ανάκατα συναισθήματα. «Εκλαιγα βλέποντας τον γιο μου σημαιοφόρο, όχι επειδή δεν ήμουν περήφανος που κρατούσε την ελληνική σημαία, αλλά επειδή ήξερα ότι εκείνος δεν ήταν περήφανος για τον πατέρα του», εξομολογήθηκε ένας Τούρκος πατέρας στην κ. Πετρονώτη...
Χάρης και Μπεγκούν
Από την Kωνσταντινούπολη στην Αθήνα
Τα σύνορα «διαγράφτηκαν» στην οθόνη του υπολογιστή για τον 30χρονο Χάρη και την 26χρονη Μπεγκούν, που επί πέντε μήνες συνομιλούσαν σε chat μέχρι να αποφασίσουν να συναντηθούν. Μετά, ξεκίνησαν οι... μετακινήσεις. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά τη γνωριμία τους ζουν παντρεμένοι στην Αθήνα. «Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν η γλώσσα», λέει στην «Κ» η Μπεγκούν σε άπταιστα ελληνικά. Το ζευγάρι τον πρώτο χρόνο του γάμου έζησε στην Κωνσταντινούπολη, στη συνέχεια μετακόμισαν στην Αθήνα. «Ο πατέρας μου είχε πολλούς φίλους Ελληνες Κωνσταντινουπολίτες», τονίζει η Μπεγκούν, «ήταν εξοικειωμένος με την ελληνική κουλτούρα». Οι δύο νέοι παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο, ενώ «ζήτημα αλλαγής θρησκεύματος δεν ετέθη ποτέ για κανέναν από τους δυο μας», λέει η 26χρονη υπογραμμίζοντας ότι «όταν θα κάνουμε οικογένεια, θα αφήσουμε τα παιδιά μεγαλώνοντας να επιλέξουν θρήσκευμα. Θέλω, όμως, να τους δώσω και τουρκικό όνομα». Τα κοινά που τους ενώνουν είναι, όπως δηλώνουν, πολλά, οι διαφορές στη νοοτροπία των δύο λαών εντοπίζονται στις λεπτομέρειες. «Εδώ στην Ελλάδα μιλάτε για όλα τα θέματα πολύ», εκτιμά η Μπεγκούν, «ωστόσο, κάποιες φορές το παρακάνετε και γίνεστε αδιάκριτοι! Ερχομαι σε πολύ δύσκολη θέση όταν με ρωτούν τι μισθό έχω. Στην Τουρκία τα θέματα αυτά συζητούνται μόνο στους κόλπους της οικογένειας».
Θάνος και Σεμπνέμ
Ξεκινήσαμε μια νέα ζωή στην Ελλάδα
«Σε αγαπώ, αλλά δεν μπορώ να σε ακολουθήσω στην Ελλάδα». Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση της Σεμπνέμ στην πρόταση γάμου που της έκανε ο Θάνος το 2005. Ο Θάνος και η Σεμπνέμ γνωρίστηκαν μέσω κοινών γνωστών και επικοινωνούσαν διαδικτυακά για αρκετό καιρό. Ο 42χρονος μαθηματικός είναι ευγνώμων που η γυναίκα του αποφάσισε τελικά να μετακομίσει στην Ελλάδα. «Συναισθάνομαι πόσο δύσκολο είναι, εγώ δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω μια νέα ζωή στην Τουρκία», εξομολογείται. Τους πρώτους μήνες οι δυσκολίες ήταν πολλές. «Δεν μιλούσε ελληνικά και δεν είχε δουλειά», εξηγεί ο Θάνος, «έπληττε και νοσταλγούσε τους δικούς της». Ωστόσο, η νεαρή γυναίκα προσαρμόστηκε γρήγορα: έμαθε ελληνικά, βρήκε δουλειά, εντόπισε κι άλλους συμπατριώτες της στην Αθήνα, ενώ παράλληλα και η μεγαλύτερη αδελφή της παντρεύτηκε Ελληνα. «Αυτό, όμως, που με κρατάει εδώ είναι ο Θάνος», λέει αφοπλιστικά η 34χρονη Τουρκάλα. Το ζευγάρι ζει εδώ και τέσσερα χρόνια στη Νέα Ιωνία. «Η γειτονιά μας είναι προσφυγική, κάθε δρόμος και μια ιστορία», σχολιάζει ο Θάνος. «Από τότε που γνώρισα τη Σεμπνέμ, που κατάγεται από την Προύσα, άρχισα να διερευνώ τις ονομασίες των μικρασιατικών πόλεων, να τις αναζητώ στον χάρτη και να διαβάζω την ιστορία τους». Ο Θάνος απέκτησε μια πιο διεισδυτική ματιά στα εθνικά θέματα. «Δεν θεωρώ πλέον τους Τούρκους προαιώνιους εχθρούς μου», λέει στην «Κ».
Καίτη και Γκιουβέν
Με τον τρίχρονο γιο τους στη Μυτιλήνη
Για την Καίτη και τον Γκιουβέν ο έρωτας προέκυψε από την «πρώτη ματιά». «Μας σύστησε ένας φίλος στο Αϊβαλί και από τότε γίναμε αχώριστοι», λέει στην «Κ» η Καίτη, μάλιστα «μέσα σε τρεις μέρες αποφασίσαμε να αρραβωνιαστούμε». Σήμερα το ζευγάρι ζει με τον τρίχρονο γιο τους στη Μυτιλήνη. «Εχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα στην επικοινωνία των δύο λαών», εκτιμά η Καίτη, «τα καραβάκια Μυτιλήνη - Αϊβαλί πηγαινοέρχονται συνεχώς γεμάτα κόσμο. Εχουν ξεκινήσει εμπορικά αλισβερίσια, αλλά έχουν δημιουργηθεί και πολλές φιλίες». Ο Γκιουβέν έζησε πολλά χρόνια στην Ευρώπη και στην Αμερική, το «κισμέτ» του όμως τον οδήγησε στη Λέσβο, γενέθλιο τόπο των γονιών του. «Η οικογένειά μου ζούσε εκεί προ των ανταλλαγών», εξηγεί, «δεν είναι φοβερή σύμπτωση;». Στην οκτάχρονη παραμονή του στις ΗΠΑ ο Γκιουβέν ανέπτυξε στενούς δεσμούς με Ελληνες μετανάστες και διαπίστωσε πολλές ομοιότητες στην καθημερινή ζωή. Στο σπιτικό τους ομιλούνται ελληνικά, τουρκικά και αγγλικά. «Το παιδί έχει όλες τις προοπτικές για να γίνει διερμηνέας», λέει γελώντας η μητέρα του, που είναι νηπιαγωγός.
*Τα εν λόγω ζευγάρια δεν συμμετείχαν στην έρευνα του ΕΚΚΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου